Οι φιλοδοξίες ενός κιτς καθεστώτος
Τελικά, κατά τη διάρκεια της Επταετίας, η χούντα πραγματοποίησε τρεις αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς. Σε κάθε διαγωνισμό, το εγχείρημα αποκτούσε όλο και πιο φαραωνικές διαστάσεις, κάτι που σημαίνει ότι η υλοποίηση έγινε ανεδαφική. Στο πλαίσιο της έρευνας, ο κ. Αντωνίου συνάντησε και πραγματοποίησε συνέντευξη με τον Στυλιανό Παττακό και τη Δέσποινα Παπαδοπούλου, οι οποίοι του μίλησαν για το ζήτημα.
«Αν το Τάμα του Εθνους είχε πραγματωθεί, η Αθήνα θα ήταν μια πολύ διαφορετική πόλη», λέει ο πανεπιστημιακός του Columbia. «Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Παττακού, η χούντα επιθυμούσε να δημιουργηθεί η λεωφόρος του Τάματος, σημείο αφετηρίας της οποίας θα ήταν το μνημείο του άγνωστου στρατιώτη στην πλατεία Συντάγματος. Θα διέσχιζε υπόγεια τον Λυκαβηττό και θα τερμάτιζε στον μεγάλο περίβολο του Ναού του Σωτήρα στα Τουρκοβούνια. Εκεί μάλιστα έγιναν και κάποιες εργασίες εκβραχισμών και επιχωματώσεων».
Σύμφωνα με τον ερευνητή, άλλος ένας μύθος που αφορά το «Τάμα» έχει να κάνει με τα χρήματα που συγκέντρωσαν οι χουντικοί για την ανέγερση, τα οποία διασπαθίστηκαν και αυτό ενεγράφη στη συλλογική μνήμη κατά τη μεταπολίτευση ως ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της Επταετίας. Ο πανεπιστημιακός πιστεύει ότι το ποσό δεν ήταν τόσο μεγάλο, αλλά οι ίδιοι οι χουντικοί το πολλαπλασίαζαν για να αποδείξουν τον παλλαϊκό χαρακτήρα του εγχειρήματος και τη σύσσωμη στήριξη των εφοπλιστών της εποχής.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι στη δημόσια συζήτηση του θέματος, κατά τα μεταπολιτευτικά χρόνια, φαίνεται να ενισχύθηκαν διάφορες αντιλήψεις που δεν αληθεύουν. «Οπως ότι ο Ναός του Σωτήρα ήταν πρωτοβουλία των συνταγματαρχών, που βέβαια και το ίδιο το στρατιωτικό καθεστώς προωθούσε», προσθέτει ο πανεπιστημιακός. «Πολλοί δημοσιογράφοι, για παράδειγμα, ισχυρίζονται ότι μοναδικοί υποκινητές της “εθνικής αυτής προσπάθειας” ήταν ο Στυλιανός Παττακός, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, καθώς και η δεύτερη σύζυγος αυτού Δέσποινα, αφού η αναβίωση ενός τέτοιου εγχειρήματος πιστεύουν ότι δεν μπορεί παρά να αντανακλά τις αρχιτεκτονικές φιλοδοξίες ενός κιτς στρατιωτικού καθεστώτος και να προσελκύει λίγους περιθωριακούς αρχιτέκτονες, των οποίων το έργο δεν μπορεί παρά να είναι –εξ ορισμού– φρικτό», τονίζει. Κάτι που, επίσης, δεν ισχύει.
Ποιοι αρχιτέκτονες πήραν μέρος; Η αλήθεια είναι ότι στη Μεταπολίτευση δεν υπάρχουν πολ- λές πηγές για το ζήτημα του Τάματος και όσα κείμενα γράφτηκαν μετά την πτώση των συνταγματαρχών αποτυπώνουν το έντονο αντιχουντικό πνεύμα της εποχής. Μεγάλο μέρος των πληροφοριών προέρχεται, πάντως, από άρθρα και εκδόσεις του περιοδικού «Αντί», το οποίο δίνει το στίγμα της χουντικής κακογουστιάς χωρίς να αναφέρεται στην περίπλοκη ιστορία του ζητήματος. Ο κ. Αντωνίου τονίζει: «Το “Αντί” δίνει έμφαση στο διδακτορικό κιτς και πολιτικοποιεί την αισθητική, ώστε να χαρακτηριστεί η χούντα φασιστική και να συνδεθεί με τον Μουσολίνι, τον Χίτλερ, τον Μεταξά κ.λπ.
Παρά τον ισχυρισμό του περιοδικού περί της συμμετοχής λίγων περιθωριακών αρχιτεκτόνων, “λίγων μικρών Παπαδόπουλων” όπως γράφει το άρθρο, υπήρξε σημαντικό ενδιαφέρον από μέρους της αρχιτεκτονικής κοινότητας, ενώ το καθεστώς είχε αναγκάσει διακεκριμένους αρχιτέκτονες και ακαδημαϊκούς, όπως ο Ιωάννης Βικέλας και ο Νίκος Μουτσόπουλος, να συμμετάσχουν σε επιτροπές για να νομιμοποιήσει έτσι το εγχείρημα. Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι το “Τάμα του Εθνους”, όπως και το τζαμί της Αθήνας, αποτελεί ένα φαντασιακό τόπο όπου εκφράζονται και εννοιολογούνται το έθνος, ο ελληνισμός, η εθνική ταυτότητα και συνείδηση. Σίγουρα το εγχείρημα δεν βρίσκει απήχηση μόνο σε μερικούς βουλευτές, αλλά χαίρει της υποστήριξης ιεραρχών, ανώτατων στρατιωτικών και δικαστικών», καταλήγει ο κ. Αντωνίου.
Οι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί της χούντας, η άποψη των πρωταιτίων και ο φαντασιακός τόπος όπου εκφράζεται και εννοιολογείται το έθνος, ο ελληνισμός, η εθνική ταυτότητα.