Το ζήτημα του νέου εκλογικού νόμου
Με τον τρόπο που υλοποιήθηκε η «δεύτερη φάση» δεν πληρούσε μία βασική προϋπόθεση, η οποία, εάν τα πράγματα είχαν κυλήσει ομαλά, θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τα σχέδια του Κανελλόπουλου. Ενα από τα σημεία της συμφωνίας του αρχηγού της ΕΡΕ με τον Γ. Παπανδρέου τον Δεκέμβριο του 1966 ήταν η ψήφιση νέου εκλογικού νόμου, έτσι ώστε οι επερχόμενες εκλογές να διεξάγονταν με το σύστημα της απλής αναλογικής. Ο Κανελλόπουλος είχε ήδη από τις αρχές του 1965 προσανατολιστεί προς αυτό το σύστημα προκειμένου να διευκολύνει την αυτόνομη εκλογική παρουσία πολιτικών προσωπικοτήτων που θα επέλεγαν να αποσκιρτήσουν από την Ενωση Κέντρου. Λίγους μήνες αργότερα, εξάλλου, κατά τη διάρκεια της συζήτησης για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση Στεφανόπουλου, ο Κανελλόπουλος είχε και δημόσια εκδηλώσει την πρόθεσή του να δεχθεί την απλή αναλογική. Οπως εξηγούσε τον Μάρτιο του 1966 στους βουλευτές του κόμματός του, η απλή αναλογική θα ενίσχυε τις γραμμές των «αποστατών», οι οποίοι στο μεταξύ είχαν συμπήξει δικό τους κομματικό οργανισμό, το Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κέντρο, διότι με αυτήν οι ελπίδες εκλογικής τους επιτυχίας θα ήταν αυξημένες, ενώ ταυτόχρονα θα μειώνονταν και οι πιθανότητες έμμεσης υποστήριξης της Ενωσης Κέντρου από την ΕΔΑ (όπως είχε συμβεί στις εκλογές του 1964). Με αυτόν τον τρόπο, η Ενωση Κέντρου θα έχανε κάποιο –έστω και μικρό– μέρος των δυνάμεών της, το οποίο ήταν πολύ πιθανό να της στερούσε την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία.
Ωστόσο, η κατάρρευση της κυβέρνησης Παρασκευόπουλου και η απροθυμία όλων των υπόλοιπων κοινοβουλευτικών κομμάτων τον Απρίλιο του 1967 να στηρίξουν
14.4.1967. 3 Απριλίου 1967.
μια κυβέρνηση της ΕΡΕ με πρωθυπουργό τον Κανελλόπουλο δεν επέτρεψε την ψήφιση του νέου εκλογικού νόμου. Κατά συνέπεια, οι εκλογές του Μαΐου θα διεξάγονταν με σύστημα ενισχυμένης αναλογικής. Η αποτυχία αυτή, πάντως, κάθε άλλο παρά κλόνισε την αποφασιστικότητα του αρχηγού της ΕΡΕ να αποτρέψει κάθε ενδεχόμενο διατάραξης της δημοκρατικής ομαλότητας και να οδηγήσει, όπως διακήρυττε, τη χώρα σε εκλογές «με τους νόμους της Δημοκρατίας εν πλήρει και αυστηρά λειτουργία». Την εκπλήρωση αυτής της αποστολής, εξάλλου, ο ίδιος είχε προκαταβολικά φροντίσει να αποσυσχετίσει από την εξασφάλιση της εμπιστοσύνης της Βουλής. Η επικράτηση του στρατιωτικού πραξικοπήματος που πραγματοποιήθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της 21ης Απριλίου 1967 δεν επέτρεψε στον Κανελλόπουλο να επιχειρήσει, έστω και με όρους δυσμενέστερους απ’ ό,τι θα το είχε πράξει το φθινόπωρο του 1965, την υπέρβαση της πολιτικής κρίσης μέσω της ομαλής διεξαγωγής των εκλογών. Η πρόθεσή του δεν στάθηκε ικανή να αποτρέψει την εκδήλωση της συνωμοσίας, η οποία στο μεταξύ εξυφαινόταν στα παρασκήνια από επίορκους αξιωματικούς. Η τραγική κατάληξη της Ιστορίας επιβεβαίωσε με τον πλέον επώδυνο τρόπο τις δηλώσεις που περίπου ενάμιση χρόνο νωρίτερα είχε κάνει ο Κα-
Π. Κανελλόπουλος και Γ. Παπανδρέου είχαν συμφωνήσει τον Δεκέμβριο του ’66 οι επερχόμενες εκλογές να διεξάγονταν με απλή αναλογική.
νελλόπουλος: «Η αναποφασιστικότης των κομμάτων, η υπερβολική προσήλωσις εις τους κομματικούς εγωισμούς, τα προσωπικά ή κομματικά πείσματα, η αδικαιολόγητος υποτίμησις του υψηλόφρονος Ελληνικού Λαού, ως δήθεν ανικάνου να κατανοήση ανιδιοτελείς αποφάσεις, τας οποίας ακριβώς αι ηγεσίαι δεν είχον πάντοτε την ικανότητα να λαμβάνουν, όλα αυτά εστοίχισαν συχνότατα πολύ ακριβά εις την χώραν, ιδία εις τον κοινοβουλευτισμόν. Τα ελαττώματα αυτά είχον, κατά το έτος 1936, ως αποτέλεσμα την κατάλυσιν του ελευθέρου πολιτεύματος».