Η κρίση στην αγορά ομολόγων επιταχύνει τις πολιτικές εξελίξεις
Οταν παραλάμβανε την κυβέρνηση ο Κυριάκος Μητσοτάκης τον Ιούλιο του 2019, οι αποδόσεις του δεκαετούς ελληνικού ομολόγου ήταν στην περιοχή του 2-2,20%. Σήμερα τα επίπεδα αυτά έχουν διπλασιαστεί και μια έξοδος του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές θα μπορούσε να ευοδωθεί μόνο αν το Ελληνικό Δημόσιο προσέφερε αποδόσεις στην περιοχή του 4,5% τουλάχιστον και είναι άγνωστο τι θα συμβαίνει έπειτα από δέκα, δεκαπέντε μέρες. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι για κάθε δισεκατομμύριο που θα δανειζόταν η κυβέρνηση Τσίπρα το 2019 η ελληνική κυβέρνηση θα πλήρωνε 20 με 22 εκατομμύρια ετησίως τόκους (δηλαδή 200 με 220 εκατομμύρια στη δεκαετία). Αν ο δανεισμός γινόταν τώρα, η ετήσια επιβάρυνση θα ήταν 45 εκατομμύρια και η δεκαετής 450 εκατομμύρια.
Σε γενικές γραμμές, το δανειακό πρόγραμμα του Δημοσίου για το 2022 είχε -σύμφωνα με τις δηλώσεις Σταϊκούρα στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό στη Βουλήως στόχο να αντληθούν από την αγορά 15,4 δισ. ευρώ με τις εκδόσεις νέων ομολόγων. Μέχρι στιγμής η κυβέρνηση πρόλαβε και άντλησε 4,5 δισ. και σταμάτησε λόγω του απαγορευτικού κόστους δανεισμού.
Με το δημόσιο χρέος της Γενικής Κυβέρνησης (υπουργεία, κεντρική διοίκηση + οργανισμοί και δήμοι κ.λπ.) να είναι προϋπολογισμένο το 2022 να ξεπεράσει το 200% του ΑΕΠ και το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης να κινείται στην περιοχή του 195% του ΑΕΠ (εξαρτάται από τις αναπτυξιακές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας στο σύνολο του 2022), η ελληνική οικονομία, παρά τις θριαμβολογίες περί ένταξης σχετικά σύντομα σε επενδυτική βαθμίδα, έχει πολύ σοβαρό πρόβλημα. Ας σημειωθεί ότι με προϋπολογιζόμενο έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού στα 10,115 δισεκατομμύρια ευρώ και με επιτευχθέντα δανεισμό μέχρι στιγμής στα 4,8 δισ. υπάρχει ένα άνοιγμα 5,3 δισ.
Διπλάσιες οι αποδόσεις πλέον από τον Ιούλιο του 2019, με την έξοδο στην αγορά να είναι απαγορευτική και με το σωρευτικό έλλειμμα για τα έτη 2020, 2021, 2022 να ανέρχεται σε 40 δισ. ευρώ
που σχεδόν θα διπλασιαστεί αν η κυβέρνηση επιμείνει στην πρόωρη εξόφληση τμήματος του χρέους, κάτι μάλλον αμφίβολο…
Όμως αμφίβολο είναι και το αν θα εκτελεστεί ο προϋπολογισμός συνολικά, καθώς έχει «χτιστεί» με παραδοχές του τύπου:
Πληθωρισμός 1%... με παροδικές πληθωριστικές πιέσεις με εξομάλυνση το δεύτερο τρίμηνο του 2022 (σελ. 20 της εισηγητικής έκθεσης του προϋπολογισμού) ή
Αναμένεται μείωση της τιμής του πετρελαίου με ρυθμό 1,8% το έτος (64,52 δολ. το βαρέλι) στη σελ. 14.
Το πρόβλημα γίνεται εντονότερο όταν συνυπολογιστεί ότι η κυβέρνηση σε τρεις προϋπολογισμούς, 2020 (16,64 δισ.), 2021 (17,073 δισ.) και 2022 (7,4 δισ.), αθροιστικά έχει δημιουργήσει σωρευτικό έλλειμμα και χρέος περί τα 40 δισ. Ένα ποσό που υπερβαίνει κατάτι το «μαξιλάρι» που άφησε ο ΣΥΡΙΖΑ!
Βεβαίως, λόγω των πολύ χαμηλών επιτοκίων (πάντα με την «ευγενική φροντίδα» της ΕΚΤ) κάλυψε αυτά τα ελλείμματα με ισόποσο δανεισμό. Τώρα που κάτι τέτοιο γίνεται αδύνατο, η πολιτική εικόνα αλλάζει. Αν η κυβέρνηση Μητσοτάκη βάλει χέρι στο «μαξιλάρι», δεν θα έχει μόνο πολιτικές συνέπειες στο εσωτερικό. Θα αποσαρθρώσει ταυτόχρονα το μοναδικό στήριγμα που έχει οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση να διαχειριστεί με αξιοπρέπεια την κρίση και να κάνει περισσότερη υπομονή από την Ιταλία, που δεν έχει αυτή τη δυνατότητα.
Αν δεν υπάρξουν δραματικές αλλαγές στις παγκόσμιες εξελίξεις ή αν/και η ΕΚΤ δεν κάνει νέο πρόγραμμα μαζικών αγορών ελληνικών και ιταλικών ομολόγων ώστε οι αποδόσεις και άρα το δυνητικό κόστος δανεισμού να πέσει στην περιοχή του 2-2,5%, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν θα «κλείσει» το 2022. Και θα αφήσει «κληρονομιά» μια δυσεπίλυτη κατάσταση στην επόμενη κυβέρνηση.