Οπως στο Βερντέν
Εχουμε 100, στην πραγματικότητα 200 «απώλειες» την ημέρα, λέει ο Ζελένσκι. Σύμφωνα με τον στρατηγό Μίνι, ακόμη και 300. Απώλειες σημαίνουν «πεσόντες», δηλαδή σκοτωμένοι στρατιώτες, νεκροί στρατιώτες. Που πρέπει να αντικατασταθούν καθημερινά με άλλες 100 με 300 «μονάδες», όπως τους αποκαλούν, που προορίζονται για την ίδια τύχη. Μέρα με τη μέρα. Τόσοι, αν όχι περισσότεροι, είναι και οι «πεσόντες» του ρωσικού στρατού, από την άλλη πλευρά του μετώπου. Επειτα υπάρχουν οι τραυματίες, πολλοί από αυτούς ακρωτηριασμένοι ή προορισμένοι να ακρωτηριαστούν. Όλοι ωστόσο σημαδεμένοι από ένα τραύμα που δύσκολα θα θεραπευτεί. Μετά έχουμε τους νεκρούς μεταξύ του άμαχου πληθυσμού, σε έναν πόλεμο όπου οι πολυκατοικίες γκρεμίζονται με κανονιές μαζί με τους κατοίκους τους. Σήμερα ο ρωσικός στρατός το κάνει (μόνο;), όπου κι αν φτάσει, όπως το έκαναν χθες ο ουκρανικός στρατός και οι Ουκρανοί πολιτοφύλακες στο Ντονμπάς.
Λίγες -ολοένα και λιγότερες- οι προοπτικές επίλυσης της σύγκρουσης βραχυπρόθεσμα, με πιο πιθανό ένα πολεμικό αδιέξοδο που θα παρατείνει επ’ αόριστον τον καθημερινό απολογισμό αυτής της σφαγής. Γιατί και οι δύο πλευρές του μετώπου στοχεύουν στη «νίκη», έχοντας όλο και λιγότερο ξεκάθαρο σε τι μπορεί να έγκειται και τι μπορεί να σημαίνει.
Τα όπλα που είχαν φτιαχτεί πριν από πενήντα ή περισσότερα χρόνια έχουν σχεδόν τελειώσει όλα, μαζί με τους στρατιώτες που τα χειρίζονταν. Τώρα πρέπει να φτάσουν οι «αντικαταστάτες» και των στρατιωτικών μέσων και των ανδρών. Ανδρών που είναι όλο και λιγότερο κατάλληλοι για μάχη και ίσως ακόμη λιγότερο έτοιμοι να πολεμήσουν. Με τα μέσα, δηλαδή τα όπλα. Πόσα από αυτά θα καταφέρει να ξεφουρνίσει η ρωσική βιομηχανία και πόσα θα είναι πρόθυμα να πουλήσουν τα Γενικά Επιτελεία του ΝΑΤΟ, οι Ηνωμένες Πολιτείες και τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πριν τελικά να μπουν απευθείας στη μάχη;
Ομως, παρ’ όλο που τα όπλα είναι σύγχρονα και οι πολεμιστές είναι ντυμένοι σαν «ρομποκόπ», αυτός ο τρόπος πολέμου μετράει έναν αιώνα. Η εικόνα που έρχεται αμέσως στο μυαλό είναι αυτή της μάχης του Βερντέν μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας στον «Μεγάλο Πόλεμο», που κράτησε δέκα αδιέξοδους μήνες και στοίχισε στη Γερμανία 140.000 νεκρούς και 300.000 τραυματίες και «αγνοούμενους», δηλαδή και αυτούς νεκρούς, και 160 χιλιάδες νεκρούς και 380 χιλιάδες τραυματίες και «αγνοούμενους» στη Γαλλία.
Μια σφαγή. Πράγμα που σημαίνει -και το λέμε εδώ και καιρό, τόσο πολύ που είναι γραμμένο και στα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας- ότι τα Γενικά Επιτελεία και των δύο χωρών, που έστειλαν τα στρατεύματά «τους» στην επίθεση, δηλαδή να σκοτωθούν σε διαδοχικά κύματα, για να τα «αντικαταστήσουν» στη συνέχεια με «φρέσκα» στρατεύματα, «επιλεγμένα», καταδικασμένα στην ίδια μοίρα, ήταν
Γενικά Επιτελεία από εγκληματίες και ότι αυτός ο πόλεμος και αυτός ο τρόπος μάχης αποτέλεσε μια άχρηστη και παράλογη σφαγή.
Κι αν το λέμε για στρατηγούς και αρχηγούς κυβερνήσεων εκείνης της εποχής, γιατί δεν μπορούμε να το πούμε για τους σημερινούς; Βέβαια, σήμερα υπάρχει ένας που δέχθηκε επίθεση και ένας επιτιθέμενος, ενώ, χρόνια μετά, είναι δύσκολο να πούμε ποιος ήταν αυτός που δέχθηκε επίθεση και ποιος ήταν ο επιτιθέμενος στον «Μεγάλο Πόλεμο». Ο επιτιθέμενος - εισβολέας θα ήταν, περισσότερο από τον πρώτο που θα κήρυττε τον πόλεμο, αυτός που έχασε τον πόλεμο. Αυτός που δέχτηκε την επίθεση λοιπόν είναι αυτός που τον κέρδισε.
Επειτα, ξαναμελετώντας τα πράγματα με ιστορικούς όρους, δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει κανείς ότι, στο απόγειο της Μπελ Επόκ (Belle Epoque), οι σπόροι αυτής της σφαγής που θα άλλαζαν την ιστορία του κόσμου κυοφορούνταν για αρκετό καιρό και από τις δύο πλευρές.
Μπορούμε να πούμε το ίδιο και γι’ αυτόν τον πόλεμο; Είναι πολλοί, παρά τον εξοστρακισμό στον οποίο υπόκεινται, που υποστηρίζουν ότι οι προϋποθέσεις για να εξαπολυθεί η επιθετικότητα του Πούτιν κατά της Ουκρανίας είχαν δημιουργηθεί από καιρό με τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ (στην πραγματικότητα, ακόμη και στην ίδια την Ουκρανία, έστω και σε ανεπίσημη μορφή, με την επίθεση εναντίον του πληθυσμού του Ντονμπάς). Προϋποθέσεις όχι πολύ διαφορετικές από αυτές με τις οποίες η Συνθήκη των Βερσαλλιών είχε αρχικά ευνοήσει την άνοδο του Χίτλερ και στη συνέχεια πυροδότησε τον επιθετικό του πόλεμο, υπολογίζοντας ότι μόνο η Σοβιετική Ένωση θα πλήρωνε το τίμημα.
Ακόμη και σήμερα υπάρχουν εκείνοι στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού Ωκεανού που περιμένουν
από την Ευρωπαϊκή Ένωση να πληρώσει το τίμημα του πολέμου στην Ουκρανία, πέρα από τους στρατιώτες και τους πολίτες αυτής της χώρας. Σήμερα και οι δύο εμπλεκόμενες πλευρές (ποιες όμως;) στοχεύουν στη «νίκη», που αποκλείει κάθε δυνατότητα μεσολάβησης και συμβιβασμού. «Θα ήταν παράδοση», λένε. Άρα μένει μόνο να στέλνουμε όπλα. Το λένε ειδικά αυτοί που δεν καλούνται να πολεμήσουν. Φυσικά, σήμερα το λένε ή το ακούμε να το λένε σε τηλεοπτικά ρεπορτάζ και οι Ουκρανοί στρατιώτες και πολίτες που βρίσκονται κάτω από τα ρωσικά πυρά.
Αλλά, όπως πριν από εκατό χρόνια, έτσι και σήμερα αυτό το κλίμα του «ακτινοβόλου Μάη», που συνόδευσε την είσοδο της Ιταλίας στον «Μεγάλο Πόλεμο», είναι προορισμένο να ξεφουσκώσει καθώς η ανοησία αυτού του συνθήματος -«μέχρι τη νίκη»- και ο πολλαπλασιασμός των ανθρώπων που θα πενθούν τους δικούς τους θα αρχίσει να διαπερνά τον φλοιό της ψεύτικης υπερηφάνειας που κατέστησε δυνατή την κινητοποίηση στην Ουκρανία. Και τα πρώτα σημάδια φαίνονται ήδη. Αλλά, όσο περνάει ο καιρός, τόσο πιο λεπτές γίνονται οι συνθήκες για έναν συμβιβασμό.
Αυτό που ήταν ακόμα εφικτό -και σχετικά απλό- πριν από τη ρωσική επίθεση δεν είναι πλέον εφικτό σήμερα. Ούτε ο Ζελένσκι ούτε ο Πούτιν μπορούν να προωθήσουν τη διαμεσολάβηση. Ακόμη χειρότερα, δεν είναι λογικό να προτείνουμε διαμεσολάβηση συνεχίζοντας την αποστολή όπλων. Τουλάχιστον αυτό ο Ντράγκι και ο Μακρόν πρέπει να το καταλάβουν.
Για τον λόγο αυτό, πέρα από τα ιερά καραβάνια ειρήνης και τις προτεινόμενες πρωτοβουλίες παρεμβολής, οι δυνατότητες ανακωχής περνούν σήμερα από τον ανελέητο αγώνα κατά της αποστολής όπλων στην Ουκρανία. Όσο ο Ζελένσκι θα παίρνει όπλα ή θα έχει λόγους να περιμένει άλλα, θα είναι ακόμη πιο απίθανο να βρεθεί μια λύση για να τεθεί ένα τέλος στη σφαγή.
Αλλά δεν είναι αυτός που πρέπει να υποχωρήσει. Είναι το ΝΑΤΟ. Το τέλος αυτής της σύγκρουσης περνά από εκεί, από την υποχώρηση των στρατιωτικών μηχανισμών των δύο πραγματικών αντιπάλων. Και αυτό μας δείχνει πόσο μακριά είναι ακόμα η λύση.
To άρθρο του δημοσιεύτηκε στο διεθνές πρακτορείο ειδήσεων Pressenza τη Δευτέρα 13 Ιουνίου 2022.