Μια αφήγηση γεμάτη τραγούδια
Μετά από 35 μήνες σιωπής η Πλατεία Νερού είναι πλέον ολοζώντανη και υποδέχεται διαρκώς τα μεγάλα ονόματα της εγχώριας αλλά κυρίως της διεθνούς μουσικής σκηνής σε ένα φεστιβάλ που δικαιώνει το όνομά του, μιας και «απελευθερώνει» μερικές από τις πιο ιδιαίτερες συναυλίες της πόλης. Συναυλίες από εκείνες τις παλιές, που την ώρα που ολοκληρώνονται έχουν ήδη πάρει τη θέση τους στη μουσική ιστορία της πόλης.
Την Τετάρτη 15 Ιουνίου και αφού τη σκηνή προθέρμαναν για τα καλά οι Δουβλινέζοι post punk Fountain D.C. και οι αγαπημένοι του ελληνικού κοινού Mogwai, ένας συνήθης επισκέπτης και αγαπημένος των σκοτεινών μουσικών μας επιθυμιών, φορώντας το γνώριμο μαύρο του αυστηρό κοστούμι, πάτησε τη σκηνή του Release με αυτό τοn δικό του γνώριμο κρότο και μας χάρισε μια βραδιά που έχει ήδη αποκτήσει
τη θέση της στο σεντούκι των συναυλιακών μας αναμνήσεων.
Ο Nick Cave και οι Bad Seeds, συνεπείς στην ώρα έναρξής τους, έσβησαν τα φώτα της αρένας για να ανάψουν τα φώτα της σκηνής και με έναν εξαιρετικό ήχο για όπλο μάς παρέσυραν στο δικό τους σκοτεινό μουσικό ταξίδι, που είχε νότες από το τελευταίο Ghosteen αλλά και εμβόλιμα μικρά, αγαπημένα και γνώριμα τραγούδια από τα παλιά, που έλαβαν τη θέση τους σωστά και διακριτικά σε κάτι που τελικά έμοιαζε περισσότερο με μουσική αφήγηση παρά με μια τυπική συναυλία. Μια αφήγηση που είχε εμφανή πόνο και ένταση, μια αφήγηση που σου ταξίδευε καθαρά τις λέξεις στα αυτιά, επιβάλλοντας πότε μια μουσική σιωπή στην αρένα και πότε μια διάχυτη μουσική ένταση που κατέκλυσε τον χώρο.
Αν θέλουμε να πούμε ιστορίες για δεμένες μπάντες, αυτή εδώ είναι μια ιστορία που αξίζει να υπογραμμίσουμε, γιατί το δέσιμο και η επικοινωνία τους στη σκηνή ήταν τόσο εμφανής που πολλές φορές αναρωτιόμουν αν υπήρχε ένα αυστηρό
σκηνοθετικό στήσιμο. Όχι, δεν υπήρχε. Υπήρχαν μόνο οι απαραίτητοι μουσικοί δίαυλοι ανάμεσα στους μουσικούς και στον Cave και ήταν εμφανές ότι έχουν φτιάξει με τα τραγούδια τους και τις λέξεις τους μια δική τους ολοκληρωμένη ιστορία, που αδημονούσαν να μοιραστούν μαζί μας ανύποπτα και απλά.
Η διαρκής επαφή τού Cave με το κοινό, τραγουδώντας ή κοιτώντας τον κόσμο στα μάτια, και οι μικρές επιπρόσθετες πινελιές πάνω στα παλιά τραγούδια, που δημιούργησαν μερικές από τις πιο εσωτερικές διασκευές, είναι αυτά που έκαναν ακόμα πιο ξεχωριστή τη βραδιά. Το σχεδόν ακουστικό «Ship Song» είναι μια στιγμή που άλλαξε τον τρόπο που το τραγούδι αυτό φτάνει πια στα αυτιά μου, αφού αυτή η εμφάνιση του Cave, με τον λόγο του να είναι πιο μπροστά και από τις νότες, μας έδωσε την ευκαιρία να «ξαναδιαβάσουμε» τα τραγούδια του από την αρχή.
Από τη βραδιά, χωρίς κανένα ηχητικό και μουσικό παρατράγουδο, κρατάμε τις γεμάτες πόνο και
λύτρωση στιγμές που ο Cave κάθισε στο δεύτερο σπίτι του, το πιάνο, και έδωσε χώρο στις πιο λυρικές στιγμές του, που μετέφεραν σε μυαλό και καρδιά ολόκληρους κόσμους. Ανάμεσα στις λεκτικές του επαναλήψεις που φώναζαν cry, cry cry και breathe ως ένας γνήσιος σκοτεινός ποιητής, κρατάω τα «βροχερά» μάτια δεκάδων θεατών καθώς το λιγοστό φως που έφτανε στην αρένα ήταν αρκετό για να τα φανερώσει. Επίσης ένα μέρος των ματιών και των αυτιών παραδόθηκε στην υπέροχη τριάδα των back vocals που συμπλήρωσαν με τα λαμπερά τους κοστούμια και τη φωνητική τους ακρίβεια ολόκληρη τη μουσικοσκηνική αυτή αφηγηματική στιγμή που ζήσαμε.
Λίγες φορές έχω στεναχωρηθεί για όσους έχασαν μια συναυλία. Και λίγες συναυλίες επιτυγχάνουν να γίνουν μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Ο Cave είπε μια ιστορία. Λίγο πιο σκληρή από τις άλλες φορές. Λίγο πιο σκοτεινή από τις άλλες φορές. Λίγο πιο επώδυνη από τις άλλες φορές. Αλλά ολόκληρη.
Ο Cave είπε μια ιστορία. Λίγο πιο σκληρή από τις άλλες φορές. Λίγο πιο σκοτεινή από τις άλλες φορές. Λίγο πιο επώδυνη από τις άλλες φορές. Αλλά ολόκληρη