AVGI

Μικρή ιστορία αποχαιρετι­σμών

- Tου ΚΩΣΤΑ ΚΑΝΑΒΟΥΡΗ

Οσο κι αν το πράγμα αλλάζει ύστερα από τόσα χρόνια αποχαιρετι­σμών, πάλι η νοσταλγία έρχεται να σου χτυπήσει ελαφρά τα βλέφαρα καθώς το αυτοκίνητο ανηφορίζει τον στριφογυρι­στό δρόμο προς τον Άγιο Σίλα έχοντας αφήσει πίσω τη συνοικία της Δεξαμενής. Η πόλη, όπως πάντα (αλλά ένα «πάντα» που ποτέ δεν είναι το ίδιο κι αυτή η διαρκής αστάθεια είναι η μόνη του σταθερά), έτσι και τώρα αποκαλύπτε­ι, καθώς απομακρύνε­ται «ολίγον κατ’ ολίγον», τη νωχελική της ωραιότητα.

Ετοιμάζετα­ι να σε αποχαιρετή­σει κι εσύ ξέρεις πως κάθε φορά όλο και περισσότερ­οι σε αποχαιρετο­ύν μέσα από την απουσία τους και πως η πόλη γίνεται κάθε φορά και πιο πολύ το φάσμα της, ωστόσο ο αποχαιρετι­σμός είναι πάντα εδώ. Και δεν κρατάει μαντήλι, κρατάει μια σημαία οπτικού τηλέγραφου. Και την κρατάει ο μικρός σηματωρός της παιδικής σου ηλικίας: «Στο πιο ψηλό κατάρτι του ναύτης ανεμίζει ένα τραγούδι». Ακούγονται τα παραγγέλμα­τα: «άπωσον», «κράτει αριστερά», «πρόσω ηρέμα». Η πόλη ετοιμάζετα­ι να σ’ αποχαιρετή­σει, γνωρίζοντα­ς ότι το πιο όμορφο στόμα είναι το στόμα του αποχαιρετι­σμού, γιατί είναι ζωγραφισμέ­νο έτσι όπως ήθελε να ζωγραφίσει το στόμα ο Φράνσις Μπέηκον: «Όπως ζωγράφιζε ο Μονέ το ηλιοβασίλε­μα». Και πως τα πιο όμορφα μάτια είναι τα μάτια του αποχαιρετι­σμού.

Για να μπορούν να αντέχουν την έμπροσθεν όραση στον καιρό και στον χρόνο ώστε να συνεχίζετα­ι το ταξίδι ανάμεσα στο «ούπω» και στο «μηκέτι» (ανάμεσα στο «όχι ακόμα» και στο «ποτέ πια»), το ταξίδι που ο γλυκύτατος και αγαπητικός της ποίησης, της ιστορίας και της φιλοσοφίας Κωστής Μοσκώφ όριζε (και δεν θα πάψω να επαναλαμβά­νω αυτόν τον «ορισμό») ως το «πιο μακρύ, το πιο ωραίο και το πιο δύσκολο ταξίδι». Το μόνο ταξίδι που έχει νόημα, τολμώ να προσθέσω, που είναι, κατά τον Κωστή Μοσκώφ «το ταξίδι από τα μάτια του ενός στα μάτια του άλλου».

Μια στροφή ακόμα. Η πόλη σε αποχαιρέτη­σε κάνοντας πιο γαλανές τις αποσκευές σου... ή μάλλον όχι: πιο γαλανή τη σκευή σου. Το ταξίδι συνεχίζετα­ι. Μαζί και η νοσταλγία. Κι αυτή ένα αέναο ταξίδι είναι, που όλο χρειάζεται να το κάνεις σαν για πρώτη φορά μέχρι «τα μάτια του άλλου», του όποιου «άλλου» που κάποτε συνάντησες. Αλλιώς δεν έχει νόημα και η νοσταλγία γίνεται κούφιος γλυκασμός, μια -τρόπον τινά- αισθητική τυφλότητα, που μπορεί να σε οδηγήσει ακόμα και στην ηθική ακινησία, αν αφήσεις την μνήμη να ακκίζεται με τον εαυτό της (και τον εαυτό σου).

Ούτε το ταξίδι έχει νόημα. Ήξερε πολύ καλά ο Μανόλης Αναγνωστάκ­ης τι έλεγε (κι αλίμονο αν δεν ξέρουν οι ποιητές του δικού του βεληνεκούς) με τον στίχο «καλύτερα να μείνουμε εδώ μα όχι πάλι πίσω». Καθώς η πόλη σε αποχαιρετά, αυτό το νόημα σου ψιθυρίζει χορεύοντας πάνω στα σύμφωνα της νοσταλγίας της για σένα, ώστε να ακουστούν ευκρινέστε­ρα τα φωνήεντα από το χαμόγελό της: «όχι πάλι πίσω». Γιατί, απ’ ό,τι φαίνεται, η νοσταλγία δεν είναι καμωμένη από παρελθόν, άρα μια υπόθεση ιδιωτική που δεν αφορά κανέναν γιατί σε κανέναν δεν εισκομίζει κάτι. Ούτε και σε σένα τον ίδιο. Η νοσταλγία είναι καμωμένη από μέλλον. Από όλα τα επόμενα «καλό ταξίδι» και «καλό κουράγιο» και «σ’ αγαπώ» και «όνειρα γλυκά» και «καλημέρα» που εδώ έμαθες όχι μόνο να τα προφέρεις αλλά και να τα προσφέρεις. Νά, κάπως έτσι λέω πως είναι η νοσταλγία.

Κι αν εκεί, στην τελευταία στροφή του δρόμου, στην τελευταία στροφή του αποχαιρετι­σμού, λαμπυρίσει το υγρό της φανέρωμα, τι να κάνουμε; Κι αυτό μέσα στη ζωή είναι, τη λυγρή κατάσταση όλων των αέναων αποχαιρετι­σμών και αποχωρισμώ­ν, κάποιες φορές και ανεπίστρεπ­των. Από αυτό το δάκρυ ξεκινάει η επόμενη μέρα, που είναι και επόμενη μέρα στη μνήμη που θα γίνει κάποτε. Ας την ζήσουμε έτσι ώστε ν’ αξίζει να την νοσταλγούμ­ε. Αντίο λοιπόν. Κι αν «ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει», υπάρχει και το ελληνιστικ­ό ταφικό επίγραμμα για να στερεώνει την ύπαρξή μας: «δακρύειν όσον Θέμις».

 ?? ??
 ?? ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece