Η Ουάσιγκτον κυρίαρχος του παιχνιδιού της ενέργειας
Οι ΗΠΑ, με διασφαλισμένη πλέον την ενεργειακή αυτάρκειά τους, βρίσκονται σε θέση ισχύος, την οποία εκμεταλλεύονται για να προωθήσουν τα στρατηγικά συμφέροντά τους με στόχο να εμποδίσουν Μόσχα και Πεκίνο να επεκτείνουν τη ζώνη επιρροής τους. Η Ευρώπη, απολύτως προσδεδεμένη στο άρμα τους, συμμετέχει σε αυτή τη μείζονα γεωπολιτική μεταστροφή με άξονα τους ενεργειακούς πόρους
ΜΤου
ετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ενέργεια παίζει μείζονα ρόλο στα αμερικανικά διπλωματικά και στρατιωτικά συμφέροντα. Η ενεργειακή πολιτική της χώρας κυριαρχούνταν επί μακρόν από τον φόβο απέναντι στην ευαλωτότητά της: με την ελάττωση της πετρελαιοπαραγωγής, που θεωρούνταν μη αναστρέψιμη, και με μια διαρκώς αυξανόμενη εξάρτηση από τις εισαγωγές από τη Μέση Ανατολή, η Ουάσιγκτον θεωρούσε ότι βρισκόταν στο έλεος μιας ενδεχόμενης έλλειψης καυσίμων. Αυτή η έμμονη ιδέα κορυφώθηκε το 1973 και το 1974, όταν οι Άραβες παραγωγοί επέβαλαν εμπάργκο στις εξαγωγές του πετρελαίου τους προς τις ΗΠΑ ως αντίποινα για την υποστήριξή τους στο Ισραήλ κατά τον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, όπως επίσης και το 1979, την επαύριο της ισλαμικής επανάστασης στο Ιράν.
Προκειμένου να ξεπεράσει αυτό το αίσθημα ευπάθειας, η χώρα εδραίωσε μια μόνιμη στρατιωτική παρουσία στον Αραβοπερσικό Κόλπο, την οποία χρησιμοποίησε πολλές φορές προκειμένου να διασφαλίσει τον απρόσκοπτο εφοδιασμό της (1). Σήμερα, παρ’ όλο που διατηρούν την παρουσία τους στην περιοχή, οι ΗΠΑ έχουν καταστεί σχεδόν αυτάρκεις σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο και συνεπώς η ενεργειακή πολιτική τους δεν βασίζεται πλέον στην αρχή της ευαλωτότητας. Αντιθέτως, η άφθονη παραγωγή τους αντιπροσωπεύει ένα στρατηγικό πλεονέκτημα - ένα μέσο για να επιβάλουν τα συμφέροντά τους στην παγκόσμια γεωπολιτική αρένα.
Η ανατροπή αυτή επήλθε κατά την προεδρία του Μπαράκ Ομπάμα: η ανάπτυξη των τεχνικών της υδραυλικής ρηγμάτωσης διευκόλυνε τότε τη μεγάλης κλίμακας εκμετάλλευση του σχιστολιθικού πετρελαίου. Σύμφωνα με τις στατιστικές του αμερικανικού υπουργείου Ενέργειας, η εγχώρια παραγωγή αργού πετρελαίου σημείωνε πτώση επί δύο δεκαετίες, πέφτοντας από τα 7,5 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα (MMbpd) το 1990 στα 5,5 MMbpd τον Ιανουάριο του 2010. Υπό την επίδραση της «επανάστασης» του σχιστολιθικού πετρελαίου, σημειώνει και πάλι αύξηση, ξεπερνώντας τα 9 MMbpd το 2015 (2). Στην Ουάσιγκτον, με κάθε φόβο ευπάθειας να έχει κοπάσει, οι πολιτικοί ηγέτες σκέφτονται τρόπους να αποκομίσουν γεωπολιτικό πλεονέκτημα από αυτή τη νέα χρυσή εποχή.
Η μεταστροφή αυτή εκδηλώθηκε για πρώτη φορά με την ευκαιρία των διαπραγματεύσεων του 2013 με το Ιράν σχετικά με το στρατιωτικό πυρηνικό πρόγραμμά του: ενώ έως τότε η αμερικανική κυβέρνηση, φοβούμενη μια νέα κρίση, δίσταζε να επιβάλει σοβαρές κυρώσεις στην Τεχεράνη, πλέον θεωρούσε ότι είχε πλήρη ελευθερία κινήσεων, καθώς είχε τη δυνατότητα να αντισταθμίσει πιθανή μείωση των εξαγωγών από το Ιράν μέσω μιας ισοδύναμης αύξησης της εγχώριας παραγωγής. Όπως εξηγούσε ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Τόμας Ντόνιλον, «η αύξηση της αμερικανικής παραγωγής ενέργειας επιτρέπει να μειώσουμε την ευπάθειά μας απέναντι στις διακοπές εφοδιασμού στον κόσμο και (…) μας δίνει ένα πιο δυνατό χαρτί ώστε να επιδιώξουμε και να πετύχουμε τους στόχους μας σε θέμα