Η Ουάσιγκτον κυρίαρχος του παιχνιδιού της
τα διεθνούς ασφάλειας». Τίποτα δεν αντικατόπτριζε καλύτερα αυτή την αλλαγή, παρατηρούσε, από τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν από την Ουάσιγκτον προκειμένου να πειστούν άλλες χώρες να ευθυγραμμιστούν με τη σκληρή γραμμή της ενάντια στο Ιράν: «Η σημαντική αύξηση της παραγωγής πετρελαίου στις ΗΠΑ (…) μειώνει το βάρος που θα επωμιζόταν ο υπόλοιπος κόσμος σε περίπτωση όπου ενδεχόμενες διεθνείς κυρώσεις και οι κοινές προσπάθειες των Αμερικανών και των συμμάχων τους θα οδηγούσαν σε μείωση της παραγωγής του ιρανικού πετρελαίου κατά 1 MMbpd» (3).
Η αντίληψη ότι το κέρας της Αμάλθειας του σχιστολιθικού πετρελαίου παρείχε στις ΗΠΑ ένα «πιο δυνατό χαρτί» επικράτησε έως την τελευταία ημέρα της προεδρίας Ομπάμα και εξακολουθεί μέχρι σήμερα να εμπνέει την αμερικανική στρατηγική σκέψη. Η Ουάσιγκτον χρησιμοποίησε αυτό το πλεονέκτημα ιδίως κατά τις προσπάθειές της να παροτρύνει τους Ευρωπαίους να ελαττώσουν την εξάρτησή τους από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες. Από τότε που η Δυτική Ευρώπη άρχισε να εισάγει σοβιετικό πετρέλαιο, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, οι Αμερικανοί ηγέτες δεν έπαψαν να θεωρούν αυτή την εξάρτηση ως απειλή απέναντι στην αρχή της αλληλεγγύης του ΝΑΤΟ, εφόσον πρόσφερε στη Μόσχα ένα μέσο εκβιασμού ή εκφοβισμού σε περίπτωση κρίσης. Όσο καιρό οι ίδιες οι ΗΠΑ εξαρτώνταν από τρίτες χώρες για την τροφοδοσία τους, δεν ήταν διόλου σε θέση να δασκαλεύουν τους Ευρωπαίους. Τώρα όμως, που η βιομηχανία σχιστολιθικού πετρελαίου τους λειτουργεί
στο φουλ, έχουν λιγότερους ενδοιασμούς. Οι τεχνικές γεώτρησης που οδήγησαν στην επιτυχία του αμερικανικού σχιστολιθικού πετρελαίου επέτρεψαν επίσης σημαντική αύξηση της παραγωγής φυσικού αερίου, η οποία από τα 489 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα βρέθηκε στα 939 δισεκατομμύρια μεταξύ 2005 και 2019 (4). Αρχικά, αυτό το επιπλέον αέριο υποτίθεται ότι θα καταναλωνόταν κατά κύριο λόγο στην αμερικανική επικράτεια ή στην επικράτεια των άμεσα γειτονικών χωρών. Και αυτό επειδή δεν υπήρχαν επαρκείς δυνατότητες για τη μετατροπή του σε υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG, ΥΦΑ), το μόνο που μπορεί να εξαχθεί διά θαλάσσης. Όταν όμως η κότα με τα χρυσά αυγά άρχισε να γεννά, η κυβέρνηση έβαλε τα δυνατά της για να εξάγει ΥΦΑ.
Υπό την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ, η κατασκευή εγκαταστάσεων παραγωγής ΥΦΑ κατέστη εθνική προτεραιότητα, με κύριο προορισμό την ευρωπαϊκή αγορά. Απρόθυμος να υιοθετήσει υπερβολικά εχθρική στάση απέναντι στη Μόσχα, ο Τραμπ εντούτοις είχε σκοπό να αποδεσμεύσει τους Ευρωπαίους από την εξάρτησή τους από το ρωσικό αέριο, ανοίγοντάς τους τις στρόφιγγες του αμερικανικού ΥΦΑ. «Οι ΗΠΑ δεν θα χρησιμοποιήσουν ποτέ την ενέργεια για να ασκήσουν εξαναγκασμό στις χώρες σας - και δεν μπορούμε να επιτρέψουμε ούτε και σε άλλους να το κάνουν», δήλωσε κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στη Βαρσοβία τον Ιούλιο του 2017. «Η Αμερική θα είναι ένας πιστός και αξιόπιστος εταίρος στην εξαγωγή και στην πώληση των υψηλής ποιότητας και χαμηλού κόστους ενεργειακών πόρων μας» (5).
Ήταν επίσης κατά τη διάρκεια της θητείας του Τραμπ που η χώρα υιοθέτησε το νέο στρατηγικό δόγμα της, τον «ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων» (great power competition). Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη Στρατηγική Εθνικής Άμυνας (NDS) τον Φεβρουάριο του 2018 και βασίζεται στην ιδέα ότι οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους ενδέχεται να αντιμετωπίσουν τη Ρωσία και την Κίνα σε μια λυσσαλέα μάχη για την κατάκτηση νέων γεωπολιτικών πλεονεκτημάτων. Προκειμένου να εμποδίσει αυτούς τους δύο ανταγωνιστές να επεκτείνουν τη ζώνη επιρροής τους, η Δύση θα πρέπει να δημιουργήσει ένα ενιαίο μέτωπο ενάντια σε κάθε επιθετική παράβαση εκ μέρους της Μόσχας ή του Πεκίνου. Κάτι που προϋποθέτει όχι μόνο την επιπλέον ενίσχυση της στρατιωτικής δύναμης των ΗΠΑ, αλλά και την κινητοποίηση όλων των οικονομικών και τεχνολογικών πόρων τους, με την ενέργεια να αποτελεί μια συνιστώσα αποφασιστικής σημασίας. Το δόγμα αυτό δέχτηκε την ανεπιφύλακτη υποστήριξη της κυβέρνησης Μπάιντεν, που θεωρεί την παγκόσμια μάχη κατά της Ρωσίας και της Κίνας θεμελιώδη αρχή της εξωτερικής και στρατιωτικής πολιτικής της. Μολονότι η Κίνα συνεχίζει σε μεγάλο βαθμό να θεωρείται ο κύριος αντίπαλος (6), η Ρωσία είναι εκείνη που, από τον Ιανουάριο, μονοπωλεί την προσοχή των Αμερικανών ιθυνόντων. Μεταξύ των στρατηγικών που είναι ικανές να αντιμετωπίσουν τη ρωσική επιθετικότητα στην Ουκρανία, το χαρτί της ενέργειας έχει επιβληθεί εξαρχής ως ο κρυφός άσος. Ο λόγος γι’ αυτό είναι απλός: η Μόσχα εξαρτάται από τα έσοδα από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο για τη χρηματοδότηση των πολεμικών επιχειρήσεών της. Η εξασθένηση των στρατιωτικών δυνατοτήτων της Ρωσίας προϋποθέτει κατά συνέπεια τη χαλιναγώγηση των εξαγωγών της και επομένως την τροφοδοσία της Ευρώπης, που παραμένει εξαρτημένη από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα, με εναλλακτικές πηγές ενέργειας. Γι’ αυτό και ένα από τα θεμέλια της αμερικανικής στρατηγικής στην Ουκρανία -πέραν της παροχής όπλων και διάφορων ενισχύσεων στις ένοπλες δυνάμεις της χώραςσυνίσταται στην παρακίνηση των Ευρωπαίων ηγετών να αντικαταστήσουν τις παραγγελίες ρωσικών υδρογονανθράκων με εισαγωγές από τις ΗΠΑ και από άλλους έμπιστους προμηθευτές.
Ευθυγραμμιζόμενοι με το πνεύμα αυτής της στρατηγικής, ο Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν παρουσίασαν στις 25 Μαρτίου ένα κοινό σχέδιο για τη μείωση της εξάρτησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τις ρωσικές ορυκτές πηγές ενέργειας. Το σχέδιο προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι η Ευρώπη θα επιταχύνει την κατασκευή τερματικών σταθμών εισαγωγής LNG στην επικράτειά της, ενόσω οι ΗΠΑ θα αυξάνουν τις εξαγωγικές ικανότητές τους με σκοπό να προμηθεύουν τους Ευρωπαίους συμμάχους τους με έως και 50 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικό αέριο τον χρόνο - δηλαδή μια αύξηση κατά 150% σε σχέση με το 2021. Επι
«Θέλουμε (…) να μην εξαρτώμεθα πια από τη Ρωσία, αλλά να στραφούμε σε προμηθευτές που μπορούμε να εμπιστευτούμε» δήλωσε η Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν, μετά τη συνάντησή της με τον Τζο Μπάιντεν, όπου συμφωνήθηκε η Ευρώπη να επιταχύνει την κατασκευή τερματικών σταθμών εισαγωγής LNG, ενόσω οι ΗΠΑ θα αυξάνουν τις εξαγωγικές ικανότητές τους με σκοπό να προμηθεύουν τους Ευρωπαίους με έως και 50 δισ. κυβικά μέτρα φυσικό αέριο τον χρόνο, αύξηση κατά 150% σε σχέση με το 2021