Χωρίς προστασία νοικοκυριά και επιχειρήσεις στην ενεργειακή κρίση
Με τις πολιτικές επιλογές της εδώ και έναν χρόνο, η κυβέρνηση Μητσοτάκη οδήγησε σε πρωτοφανή ακρίβεια σε ρεύμα, φυσικό αέριο και καύσιμα, επιδοτώντας ουσιαστικά την αισχροκέρδεια και αφήνοντας απροστάτευτους τους καταναλωτές, χωρίς ουσιαστικά μέτρα στήριξης, όπως έκαναν οι άλλες χώρες της Ευρώπης
Με τη λογική του «βλέποντας και κάνοντας» πορεύεται η ελληνική κυβέρνηση σε σχέση με την ενεργειακή κρίση, καθώς από το περασμένο φθινόπωρο αντιμετώπισε τις αυξημένες τιμές στην ενέργεια με πενιχρές επιδοτήσεις στους λογαριασμούς ρεύματος. Αντιθέτως, πολλές ευρωπαϊκές χώρες ανακοίνωσαν κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης μέτρα στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Ειδικότερα, οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις από το φθινόπωρο του 2021 ανακοίνωσαν μια σειρά μέτρων που αφορούσαν επιδοτήσεις στους λογαριασμούς, μείωση των φόρων στους λογαριασμούς ρεύματος και φορολόγηση των ενεργειακών επιχειρήσεων. Ενδεικτικά, η βρετανική κυβέρνηση ανακοίνωσε πρόσφατα έκπτωση στους λογαριασμούς ρεύματος 400 λιρών για να αντισταθμίσει τις αυξήσεις στα καύσιμα. Η χρηματοδότηση της έκπτωσης προς τα νοικοκυριά θα γίνει μέσω της φορολόγησης των ενεργειακών εταιρειών πετρελαίου και φυσικού αερίου με συντελεστή 25%. Η Ισπανία μείωσε τον ΦΠΑ στους λογαριασμούς ενέργειας από 21% σε 10%. Επίσης, μείωσε τον ειδικό φόρο στην ηλεκτρική ενέργεια από 7% σε 0,5%, ενώ στη Γαλλία ορίστηκε πλαφόν στην αύξηση της χονδρικής τιμής του ρεύματος στο 4%. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήδη από τον περασμένο Οκτώβριο προειδοποιούσε για τη διατήρηση των υψηλών τιμών στην ενέργεια για μεγάλο χρονικό διάστημα και υπογράμμιζε την ανάγκη λήψης μέτρων για την προστασία των νοικοκυριών, όπως η στήριξη του εισοδήματός τους, οι διακανονισμοί των χρεών και η μείωση των φορολογικών συντελεστών σε ευάλωτα νοικοκυριά, ενώ
πρότεινε και τη φορολόγηση των κερδών ενεργειακών εταιρειών.
Στα αζήτητα τα υπερκέρδη των εταιρειών
Για αρκετούς μήνες η ελληνική κυβέρνηση απέφευγε να πάρει θέση σε σχέση με το ζήτημα των υπερκερδών των ενεργειακών εταιρειών, με τον πρωθυπουργό να ισχυρίζεται στις αρχές Μαρτίου πως η ΔΕΗ δεν θα βγάλει καθόλου κέρδος φέτος ή θα έχει οριακά κέρδη. Λίγες ημέρες μετά, και υπό την πίεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ανακοίνωσε από το βήμα της Βουλής ότι τα υπερκέρδη των εταιρειών θα φορολογηθούν με συντελεστή 90%. Δύο μήνες αργότερα η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας γνωστοποιούσε μέσω του πορίσματός της ότι τα υπερκέρδη ανέρχονταν σε 927,44 εκατ. ευρώ. Από το συνολικό ποσό 335,99 εκατ. ευρώ αποτελούσε τις εκπτώσεις της ΔΕΗ στους καταναλωτές μέσης και χαμηλής τάσης. Επομένως, το αρχικό ποσό έπεφτε στα 591 εκατ. ευρώ. Εντέλει, με τροπολογία η κυβέρνηση όρισε ότι οι εταιρείες θα πρέπει να καταθέσουν μέχρι τον Σεπτέμβριο την εισφορά που θα τους επιβάλει η ΡΑΕ. Όμως, σχεδόν έναν χρόνο μετά το ξέσπασμα της ενεργειακής κρίσης, το τελικό ποσό που θα κληθούν να καταθέσουν οι πάροχοι ενέργειας παραμένει άγνωστο.
Επιπλέον, άγνωστη είναι η τύχη της ρήτρας αναπροσαρμογής, για την οποία η κυβέρνηση ισχυρίζεται πως θα σταματήσει να επιβαρύνει τους λογαριασμούς ρεύματος από τον επόμενο μήνα. Από τον Ιούλιο θα εφαρμοστεί ένας προσωρινός μηχανισμός επιστροφής μέρους των εσόδων των ενεργειακών παρόχων, με σκοπό, σύμφωνα με τους σχεδιασμούς του υπουργείου Ενέργειας, να επανέλθει η τιμολόγηση της κιλοβατώρας στα προ κρίσης επίπεδα. Παρ’ όλα αυτά, τα νοικοκυριά λαμβάνουν εξοντωτικούς λογαριασμούς, τους οποίους
όλο και μεγαλύτερη μερίδα του κόσμου προεξοφλεί σε δόσεις, δημιουργώντας έτσι μια νέα γενιά χρεών.
Η ενεργειακή ασφάλεια της χώρας κρίνεται… από το LNG
Στο πλαίσιο αβεβαιότητας νοικοκυριών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων έρχεται να προστεθεί και ο παράγοντας της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας. Η χωρίς σχεδιασμό απολιγνιτοποίηση και η πρόσδεση της χώρας στο φυσικό αέριο, με αποτέλεσμα η ηλεκτροπαραγωγή να εξαρτάται κατά 60% από ένα εισαγόμενο καύσιμο, έχει διαμορφώσει μια πραγματικότητα στην οποία η χώρα μας είναι εκτεθειμένη. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό του υπουργείου Ενέργειας, σε περίπτωση διακοπής της τροφοδοσίας του φυσικού αερίου από τη Ρωσία -σενάριο που συγκεντρώνει λίγες πιθανότητες-, η χώρα μας θα στηριχθεί στις λιγνιτικές μονάδες, που αποτελούν περίπου το 28% του ενεργειακού μείγματος, στις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με diesel, στις ΑΠΕ αλλά και στο εισαγόμενο υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG).
Αναλυτές επισημαίνουν ότι για να αποκοπεί η χώρα από το ρωσικό αέριο, θα έπρεπε να αυξήσει εβδομαδιαίως τα φορτία LNG. Η αντικατάσταση όμως του ρωσικού αερίου με το εισαγόμενο υγροποιημένο αέριο προϋποθέτει αποθηκευτικές υποδομές τις οποίες η Ελλάδα δεν διαθέτει. Αποτελεί όμως ευρωπαϊκή υποχρέωση μέχρι την 1η Νοεμβρίου η Ελλάδα να έχει αποθηκευμένο το 15% της ετήσιας κατανάλωσή της. Για να το πετύχει αυτό, εξετάζει το σενάριο να συνεργαστεί με την Ιταλία, η οποία διαθέτει αποθηκευτικές υποδομές. Παράλληλα, τον Ιούλιο αναμένεται να ενισχυθεί η Ρεβυθούσα με τη νέα πλωτή μονάδα που θα παραδοθεί. Πάντως, μόνο για τον Ιούλιο έχει προγραμματιστεί η έλευση 8 φορτίων σύμφωνα με τον προγραμματισμό του ΔΕΣΦΑ.