ΚΕΘΕΑ: «Πάμε μαζί», αλλά με ποιους;
Το 1987 είναι η χρονιά που η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αποφάσισε να καθιερώσει την 26η Ιουνίου ως Παγκόσμια Ημέρα κατά των Ναρκωτικών και της Παράνομης Διακίνησης τους, προκειμένου να ευαισθητοποιήσει τη διεθνή κοινή γνώμη για τις επιπτώσεις του φαινομένου. Την ίδια χρονιά συστήνεται στην Ελλάδα με τον Νόμο 1729 το ΚΕΘΕΑ (Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων), ως αυτοδιοικούμενο Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, προκειμένου να συμβάλει στη θεραπεία, την επαγγελματική κατάρτιση και την κοινωνική ένταξη των εξαρτημένων από φαρμακευτικές ουσίες ατόμων, καθώς και για να υποστηρίξει την εκπαίδευση των στελεχών σε αντίστοιχες θεραπευτικές τεχνικές.
Έκτοτε, το ΚΕΘΕΑ βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της απεξάρτησης, αλλά και της ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης απέναντι στο πρόβλημα των ναρκωτικών. Αξιοποιούσε την Παγκόσμια Ημέρα κατά των Ναρκωτικών ως αφορμή για να δημοσιοποιήσει τον απολογισμό του έργου του, θεωρώντας ότι οι υπόλοιπες 364 ημέρες του χρόνου όφειλαν να είναι αφιερωμένες στο ίδιο το έργο της πρώτης γραμμής, στη θεραπεία και την επανένταξη.
Όλα αυτά τα χρόνια το ΚΕΘΕΑ προασπίστηκε το δικαίωμα στη δωρεάν
απεξάρτηση και με συνέπεια εφάρμοσε την πολιτική και την πρακτική της ψυχοκοινωνικής θεραπείας, δίνοντας υποστήριξη σε συνανθρώπους μας και στις οικογένειές τους που αντιμετώπιζαν πρόβλημα εξάρτησης από νόμιμες και παράνομες ουσίες, καθώς και από άλλες συμπεριφορές, όπως τα τυχερά παιχνίδια. Το έργο του ΚΕΘΕΑ αναγνωρίστηκε σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, ενώ ήδη από το 2001 ήταν ο μόνος ελληνικός οργανισμός σύμβουλος του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου (ECOSOC) του ΟΗΕ σε θέματα ναρκωτικών.
Το 2109, αρχικά με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, η νεοεκλεγμένη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αποφάσισε αιφνιδιαστικά να καταργήσει το αυτοδιοίκητο του ΚΕΘΕΑ και να διορίσει το δικό της διοικητικό συμβούλιο. Μέχρι τότε οι διοικήσεις του ΚΕΘΕΑ ήταν άμισθες και εκλεγμένες από τα μέλη των θεραπευτικών του προγραμμάτων, τους γονείς τους, τους εργαζόμενους και τα επίτιμα μέλη των παρελθόντων, εθελοντικών και αιρετών, διοικητικών του συμβουλίων. Προφανώς το ΚΕΘΕΑ με την ανεξάρτητη και δημοκρατική λειτουργία του «ενοχλούσε» όσους ενδιαφέρονται μόνο για την άσκηση της εξουσίας και όχι για το θεραπευτικό έργο.
Προφανώς δεν γίνεται αντιληπτό από ορισμένα πολιτικά στελέχη ότι η θεραπεία απεξάρτησης δεν πραγματοποιείται με μάταιες συμβουλές
ή με άνωθεν εντολή «σου είπα να κόψεις τα ναρκωτικά και θα τα κόψεις», δεν είναι ιατρική, μηχανιστική ή παθητική διαδικασία, αλλά έχει στο επίκεντρο την ίδια την ενεργητική συμμετοχή του ατόμου τόσο στη θεραπεία του όσο και σε αποφάσεις που το αφορούν ατομικά ή συνδέονται με το θεραπευτικό πλαίσιο.
Έτσι, με την επικράτηση της αυταρχικής αντίληψης, ένας ιδιαίτερα σημαντικός οργανισμός μετατράπηκε ερήμην του σε πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης, για πρώτη φορά στις τέσσερις σχεδόν δεκαετίες λειτουργίας του.
Το κυβερνών κόμμα προφανώς δεν ενδιαφέρεται για την αποτελεσματικότητα της θεραπευτικής παρέμβασης του Οργανισμού αλλά για την πολιτική του κυριαρχία και γι’ αυτό, ενώ υπήρχαν διαφωνίες, εμφανίστηκε να έχει ενιαία γραμμή. Το νομοσχέδιο που ακολούθησε την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου ήταν σαφώς άδικο. Βρήκε σθεναρή αντίδραση τόσο από το εσωτερικό του ΚΕΘΕΑ όσο και από κόμματα της αντιπολίτευσης με
Μαζί με τα μέλη των θεραπευτικών προγραμμάτων και τις οικογένειές τους, τους εργαζόμενους, που δίνουν τη μάχη στην πρώτη γραμμή, τους εθελοντές. «Πάμε μαζί» με την ελπίδα της κομματικής απεξάρτησης του Οργανισμού και με την προσμονή της αλλαγής που ήταν πάντοτε βασικό συστατικό στο κύτταρό του