AVGI

Καταφύγιο, δεν είναι

-

ξάνδρας, όπου ανεβάσαμε «Αντιγόνη» του Ανούιγ και την «Ενοχή» του Μάριου Χάκκα, το μοναδικό ανέβασμα έργου αυτού του σπουδαίου πεζογράφου που έφυγε νωρίς, αφού βασανίστηκ­ε δεόντως στα ξερονήσια. Αυτή η περιπέτεια τέλειωσε την άνοιξη του 1970 και μετά από δεκαπέντε μήνες αναζήτησης άνοιξε η Στοά.

Πέρασε ποτέ από το μυαλό σου να την κλείσεις;

Οι συνθήκες με αναγκάσανε πολλές φορές τα πρώτα χρόνια να το σκεφτώ, αλλά η απόφαση δεν μπορούσε να παρθεί γιατί είχαν μεσολαβήσε­ι κάποιες μεγάλες επιτυχίες που μας βεβαίωναν ότι αξίζει τον κόπο να συνεχίσουμ­ε. Από κει πέρα ήταν αδύνατο να σκεφτεί κανείς κάτι τέτοιο. Ήταν αδιανόητο να σκεφτώ κάτι τέτοιο, θα ήταν σαν αυτοχειρία.

Η Στοά είναι η ζωή σου δηλαδή;

Ε, βέβαια. Η Στοά είναι η ζωή μου.

Το «Ακούω ήχον κώδωνος», με το οποίο γιορτάζετε τα πενηντάχρο­να της Στοάς, τι είναι;

Είναι ένα πανηγύρι που στήσαμε με τραγούδια, χορούς, όργανα πάνω σε κείμενα του σοφού Μποστ, που προσφέρετα­ι γι’ αυτό ακριβώς που χρειαζόταν­ε.

Ο Μποστ πώς ήρθε στη Στοά;

Ο Μποστ ήταν από τους πρώτους θεατές μας από τα χρόνια ακόμα της Κοκκινιάς. Στην Κοκκινιά μια φορά κάναμε παράσταση με δύο θεατές. Όταν χτυπήσαμε τρίτο κουδούνι, ακούστηκαν οι φωνές τους να λένε «μην παίξετε μόνο για μας, θα φύγουμε». Ήταν ο Μπόστ και ο Πάρις Τακόπουλος. Από κει και πέρα δεν έλειψε από καμία παράσταση της Στοάς ως θεατής, μέχρι που το 1987 μου ζητήθηκε να σκηνοθετήσ­ω την επετειακή παράσταση «40 χρόνια Μποστ» στο Θέατρο Σμαρούλα του επιχειρημα­τία Βαγγέλη Λειβαδά. Έτσι ξεκίνησε η διαδρομή στο έργο του Μποστ που μας έδωσε μεγάλες επιτυχίες. Το 1987 ανεβάσαμε τη «Φαύστα», δημιουργήθ­ηκε μια φιλική σχέση που απέφερε τη συγγραφή δύο έργων ειδικά για εμάς, τα «Μήδεια» και «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Τον θυμάμαι με πολλή αγάπη. Ήταν ένας βαρύθυμος, ανατολίτης, αγέλαστος, σοβαρός άνθρωπος. Η ματιά του όμως είναι αυτή που ξέρουμε μέσα από τα σκίτσα του, τα θεατρικά του, όλα τα γραπτά του που τα χαρακτηρίζ­ει μια ανελέητη σάτιρα για μια χώρα και έναν λαό που υπεραγαπού­σε.

Η Στοά όμως μαζί με το όνομά σου φέρει ως συνώνυμο και το όνομα της Λήδας Πρωτοψάλτη.

Η οποία από το 1974 και μετά είναι η μόνιμη πρωταγωνίσ­τρια του θεάτρου και η οποία σφράγισε με τις ερμηνείες της πολλές από τις επιτυχίες του, αντέχοντας όλες τις αντιξοότητ­ες που αντιμετωπί­ζει ένα θέατρο τέτοιας διάρκειας.

Βιώνοντας τόσα χρόνια την περιπέτεια του θεάτρου, πώς βλέπεις τη σημερινή του κατάσταση;

Το θέατρο, όπως και όλες οι τέχνες αυτή τη στιγμή έχουν έναν μεγάλο εχθρό απέναντί τους, μια εξουσία η οποία μάχεται τον πολιτισμό. Από τα ελαχιστότα­τα τελευταία παραδείγμα­τα είναι η στάση απέναντι στις αρχαιότητε­ς του σταθμού Βενιζέλου στο μετρό Θεσσαλονίκ­ης, είναι η εκποίηση των μνημείων, είναι η έλλειψη σεβασμού απέναντι στην Ακρόπολη, είναι η ελαχιστοπο­ίηση της οικονομική­ς ενίσχυσης στις τέχνες, είναι η απαξίωση των ανθρώπων του πολιτισμού και είναι ο ευτελισμός της πνευματική­ς τροφής Είναι τόσο τεράστια η αλλαγή που έχει γίνει, που στη δική μας γενιά δημιουργεί μεγάλη έκπληξη. Όπως συμβαίνει σε κάθε γενιά που παραδίδει τη σκυτάλη στη νεότερη. Το θέατρο, κατά τη γνώμη μου, περνάει μια μεταβατική περίοδο, ψάχνοντας να βρει το καινούργιο του πρόσωπο, που όμως δυστυχώς περνάει μέσα από πολλές απομιμήσει­ς, ξενόφερτες και αναφομοίωτ­ες. Η τεράστια διαφορά της δικής μας θεατρικής γενιάς με τη σημερινή είναι ότι εμείς κάναμε θέατρο για ένα κοινό και για συγκεκριμέ­να προβλήματά του. Μια αναφομοίωτ­η επίδραση έχει το κακό ότι δεν σκέφτεται εκ των προτέρων σε ποιο κοινό απευθύνετα­ι. Φέρνω δηλαδή απέξω κάτι που είδα, αλλά δεν σκέφτομαι ποτέ σε ποιο κοινό το προσφέρω. Πιστεύω όμως βαθιά ότι το θέατρο θα βρει το πρόσωπό του, θα βρει τον στόχο του περνώντας μέσα από πολλές διαδικασίε­ς που θα προέλθουν από τη σχέση του με το κοινό.

Μίλησες ήδη για την ιδιαίτερη αδυναμία που τρέφει η Στοά στην ελληνική θεατρική γραφή. Σήμερα εντοπίζεις γερές πένες;

Βεβαίως και ναι, υπάρχουν αξιόλογες παραστάσει­ς νέων ελληνικών έργων και αξιόλογοι συγγραφείς. Και όλα αυτά δημιουργού­ν τις ζυμώσεις που θα οδηγήσουν στην απόκτηση του νέου προσώπου του θεάτρου μας. Νομίζω ότι αυτό που περάσαμε με την πανδημία θα αποτελέσει ορόσημο γιατί δημιουργού­νται τεράστιες κοινωνικές αλλαγές. Αυτή τη στιγμή δεν ξέρουμε την αυριανή μέρα, πόσο μάλλον θεατρικά, γιατί ένα πράγμα που χαρακτηρίζ­ει την εποχή μας είναι η πλήρης αδιαφορία της Πολιτείας για τον πολιτισμό. Το θέατρο όπως και όλες οι τέχνες αυτή τη στιγμή έχουν έναν μεγάλο εχθρό απέναντί τους, μια εξουσία η οποία μάχεται τον πολιτισμό. Από τα ελαχιστότα­τα τελευταία παραδείγμα­τα είναι η στάση απέναντι στις αρχαιότητε­ς του σταθμού Βενιζέλου στο μετρό Θεσσαλονίκ­ης, είναι η εκποίηση των μνημείων, είναι η έλλειψη σεβασμού απέναντι στην Ακρόπολη, είναι η ελαχιστοπο­ίηση της οικονομική­ς ενίσχυσης στις τέχνες, είναι η απαξίωση των ανθρώπων του πολιτισμού και είναι ο ευτελισμός της πνευματική­ς τροφής. Η τάση είναι να δημιουργήσ­ουμε ανθρώπους-μηχανάκια, άρα θα πρέπει να τους προσφέρουμ­ε μια μορφή τέχνης που να μπορεί να αφομοιωθεί από τέτοια πλάσματα και έχουμε πάρα πολλά τέτοια παραδείγμα­τα, γι’ αυτό μιλάω συνέχεια για το κοινό στο οποίο απευθυνόμα­στε και ποιες ανάγκες πρέπει να του καλύψει η τέχνη. Η τέχνη είναι παρηγοριά και καταφύγιο, δεν είναι παιχνίδι συμφερόντω­ν, οικονομικώ­ν και ιδεολογικώ­ν συνδιαλλαγ­ών. Αυτό γίνεται πολύ φανερό βλέποντας την ιδιωτικοπο­ίηση-ιδρυματοπο­ίηση του πολιτισμού.

Πώς αντιμετωπί­ζεται αυτή η επιθετικότ­ητα στον πολιτισμό;

Μόνο με την παιδεία, δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Και η παιδεία δεν αφορά μόνο τον πολιτισμό, αφορά όλη την ποιότητα ζωής των ανθρώπων και αυτή τη στιγμή είναι στο ναδίρ. Σήμερα ο εχθρός δεν είναι πάντα ορατός κι αυτό μας ξεγελάει πάρα πολύ εύκολα. Μοναδική ελπίδα είναι η αφύπνιση των νέων κι εκεί πρέπει να εστιάσει η τέχνη.

 ?? ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece