Αμπεϊ ρόουντ, Λονδίνο, Σεπτέμβριος 1988*
πως η Τζένιφερ Μορό μού είχε ζητήσει να μην περιγράψω ποτέ την ομορφιά της, ούτε στην ίδια ούτε σε κανέναν άλλο. Όταν τη ρώτησα γιατί με φίμωνε κατ’ αυτόν τον τρόπο, είπε: «Επειδή εσύ διαθέτεις μόνο παλιές λέξεις για να με περιγράψεις». Αυτό είχα στον νου μου όταν πάτησα το πόδι μου στη διάβαση πεζών με τις ασπρόμαυρες ραβδώσεις, όπου όλα τα οχήματα είναι υποχρεωμένα να σταματούν επιτόπου προκειμένου οι πεζοί να διασχίσουν τον δρόμο. Ένα αυτοκίνητο ερχόταν προς το μέρος μου αλλά δεν σταμάτησε. Αναγκάστηκα να τιναχτώ προς τα πίσω κι έπεσα με το ισχίο βάζοντας τα χέρια μου για να προστατευτώ από την πτώση. Το αυτοκίνητο ακινητοποιήθηκε κι ένας τύπος κατέβασε το τζάμι. Ήταν γύρω στα εξήντα, γκρίζα μαλλιά, σκούρα μάτια, λεπτά χείλη. Με ρώτησε αν ήμουν καλά. Δεν απάντησα και βγήκε από το αυτοκίνητο. «Σας ζητώ συγγνώμη», είπε. «Πατήσατε τη διάβαση κι έκοψα ταχύτητα, με πρόθεση να σταματήσω, αλλά στη συνέχεια εσείς αλλάξατε γνώμη και γυρίσατε πίσω στο κράσπεδο». Τα βλέφαρά του έτρεμαν στις άκρες των ματιών. «Κι έπειτα εντελώς απροειδοποίητα ορμήσατε πάνω στη διάβαση». Χαμογέλασα με την προσεκτική ανασύσταση της ιστορίας, η αφήγηση ήταν σκανδαλωδώς ευνοϊκή για τον ίδιο. Έριξε μια φευγαλέα ματιά στο αυτοκίνητό του για να τσεκάρει τις πιθανές ζημιές. Ο πλαϊνός καθρέτης είχε γίνει κομμάτια. Τα λεπτά του χείλη μισάνοιξαν και αναστέναξε θλιμμένα, μουρμουρίζοντας πως ο καθρέφτης ήταν ειδική παραγγελία από το Μιλάνο. Εγώ δεν είχα κλείσει μάτι όλη νύχτα γράφοντας μια διάλεξη για την ψυχολογία των αρσενικών τυράννων και είχα ξεκινήσει με τον Στάλιν που φλέρταρε τις γυναίκες πετώντας τους μπαλάκια από ψωμί πάνω από το τραπέζι. Οι σημειώσεις μου, πέντε περίπου σελίδες, είχαν πεταχτεί έξω από τη δερμάτινη τσάντα μου μαζί μ’ ένα πακέτο προφυλακτικά.
* Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο άνθρωπος που τα είδε όλα».