Πρότερος σύννομος βίος: Ελαφρυντικό ή συγχωροχάρτι;
* Ο Ευ. Φυτράκης είναι δρ Νομικής, δικηγόρος
Ηαναγνώριση του ελαφρυντικού του πρότερου έντιμου βίου στον δολοφόνο του Αλ. Γρηγορόπουλου προκάλεσε ανθρώπινα δικαιολογημένη θλίψη και οργή. Η απόφαση αυτή θεωρήθηκε ακόμα και ως επιβράβευση του φριχτού εγκλήματος, ενώ η Ν.Δ. έσπευσε να τη «χρεώσει» στον «Ποινικό Κώδικα του ΣΥΡΙΖΑ»! Εδώ φαίνεται να εμφιλοχωρούν ορισμένες παρεξηγήσεις, ενώ κρύβονται και πολλοί κίνδυνοι.
Το ελληνικό Ποινικό Δίκαιο είναι κατά βάση φιλελεύθερο· κυρίως όμως είναι δίκαιο της ισορροπίας. Έτσι, δίπλα στις αυστηρές ποινές, προβλέπει και τις ελαφρυντικές περιστάσεις, οι οποίες μειώνουν το πλαίσιο της ποινής, υποχρεωτικά, χωρίς δηλαδή διακριτική ευχέρεια στον δικαστή. Βάσει αυτού, π.χ., η ισόβια κάθειρξη γίνεται πρόσκαιρη κάθειρξη (5-15 χρόνια). Όμως, αμέσως μετά ο δικαστής θα επιλέξει τη συγκεκριμένη ποινή που αρμόζει στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο, π.χ. 7 χρόνια και 3 μήνες (επιμέτρηση). Οι ελαφρυντικές περιστάσεις δεν έχουν σχέση με τη βαρύτητα της πράξης, τον τρόπο τέλεσης κ.λπ. Αντίθετα, ο νομοθέτης κρίνει ότι η μειωμένη ποινή είναι επαρκής. Συνεπώς, επειδή μια πράξη είναι εξαιρετικά βαριά, δεν σημαίνει ότι ο δράστης της δεν δικαιούται να λάβει το ελαφρυντικό που δικαιολογείται για άλλους λόγους (π.χ. ειλικρινούς μετάνοιας). Με διαφορετικά λόγια, το ελαφρυντικό δεν μειώνει την απαξία της πράξης ούτε τη συγχωρεί, απλώς καθορίζει ένα άλλο πλαίσιο ποινής για τον δράστη. Αυτή την επιλογή την έχει κάνει ο ποινικός νομοθέτης ήδη από το 1950! Ο «πρότερος σύννομος βίος» αποτελεί μια τέτοια ελαφρυντική περίσταση η οποία συντρέχει επειδή ο δράστης ήταν γενικά νομοταγής, ενώ το έγκλημά του εμφανίζεται ως μια «παραφωνία» σ’ αυτή τη ζωή. Άρα αφορά τον βίο και την πολιτεία τού δράστη πριν και όχι κατά την πράξη. Να το ξαναπούμε: το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου δεν συνδέεται με το έγκλημα, δηλαδή με το βιοτικό συμβάν του τελεσθέντος εγκλήματος. Συνεπώς η βαρύτητα της πράξης, η ιδιαίτερη σκληρότητα τέλεσης, τα κίνητρα, ο χαρακτήρας κ.λπ. του δράστη δεν αποκλείουν ότι ο πρότερος βίος του υπήρξε «σύννομος». Επηρεάζουν όμως την επιμέτρηση της ποινής. Επιπλέον, το λευκό ποινικό μητρώο δεν επιβάλλει την αναγνώριση του ελαφρυντικού, ενώ, αντίστροφα, προηγούμενη καταδίκη για ελαφρό πλημμέλημα δεν αποκλείει την αναγνώρισή του. Ο νομοθέτης (του 1950 αλλά και του 2019) έκρινε ότι η ανάλογη και δίκαιη ποινή για κάποιον (τον οποιονδήποτε) που διέπραξε ένα έγκλημα (και το πιο αποτρόπαιο!), χωρίς προηγούμενη παραβατική συμπεριφορά, πρέπει να είναι μειωμένη. Οι αυστηρές ποινές του Ποινικού Κώδικα, που έγιναν εξοντωτικές επί Ν.Δ., μπορούν να σταθούν μόνο με ένα ευρύχωρο πλαίσιο ελαφρυντικών που τις προσγειώνουν σε λογικά όρια. Αντίθετα, η περιστολή των ελαφρυντικών περιστάσεων ανατρέπει την ισορροπία του Ποινικού Κώδικα, ενισχύοντας έτσι μονόπλευρά την αντεγκληματική λειτουργία του Ποινικού Δικαίου εις βάρος της φιλελεύθερης. Σ’ αυτή την τάση εγγράφεται, δυστυχώς, και το απολύτως εσφαλμένο σκεπτικό της απόφασης του Αρείου Πάγου 2.2022, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι στη συγκεκριμένη υπόθεση υπήρξε ορθή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Σίγουρα, πάντως, ο νέος Ποινικός Κώδικας του 2019 εξορθολόγισε τη ρύθμιση του πρότερου «έντιμου» βίου του Π.Κ. του 1950· αντίθετα, η τυχοδιωκτική εκμετάλλευση και αυτής της υπόθεσης από τη Ν.Δ. έδειξε απλώς ότι στον (δεξιό) ποινικό λαϊκισμό δεν υπάρχουν όρια λογικής αλλά ούτε και ηθικής.
Συμπερασματικά, η προάσπιση των ελευθεριών, για όλους, εμπεριέχει και τη διαφύλαξη του ελαφρυντικού του πρότερου σύννομου βίου ως διάβημα για μια ισορροπημένη ποινική καταστολή και όχι ως συγχωροχάρτι για τη δολοφονία ενός νέου παιδιού.