«Δεν υπάρχει... τώρα το θυμήθηκε. Δεν το ξέχασε ποτέ»
Η δημοσιογράφος και συγγραφέας Τζένη Κριθαρά μιλά στην ΑΥΓΗ της Κυριακής για το βιβλίο της «Eίμαι γυναίκα, γι’ αυτό με σκοτώνεις»
Συνάντησα τη δημοσιογράφο και συγγραφέα Τζένη Κριθαρά λίγες μόλις ημέρες πριν από τη νέα γυναικοκτονία στο Κουκάκι την περασμένη εβδομάδα. Η δημοσίευση αυτής της συνέντευξης μας βρίσκει με μία γυναίκα λιγότερη ανάμεσά μας. Θλίψη, οργή, πόνος, ελπίδα, θάρρος, δύναμη. Όλα αυτά εναλλάσσονταν στη διάρκεια της συζήτησής μας, ενώ συλλογιόμασταν πόσες γυναίκες χάθηκαν, πόσες κακοποιήθηκαν και κακοποιούνται, πόσες είναι βουτηγμένες στο σκοτάδι του φόβου, αναζητώντας το φως. Πόσες κατάφεραν να ξεφύγουν, να μιλήσουν, να παλέψουν με τους εφιάλτες τους. «Είμαστε ακόμα εδώ ζωντανές».
Όπως και οι γυναίκες που της εμπιστεύτηκαν το τραύμα τους και αφηγήθηκαν τις ιστορίες τους. Κάποιες δεν είχαν μιλήσει πότε ξανά και σε κανέναν.
Για να καταλάβουμε γιατί το πέρασαν έτσι
Κάθε μαρτυρία και ένας κόμπος στο στομάχι. «Νόμιζα αρχικά ότι το
δυσκολότερο κομμάτι θα ήταν να μου αφηγηθούν τα γεγονότα. Κι όμως. Το δυσκολότερο ήταν να μου αφηγηθούν το μετά: άλλες προσπάθησαν να πάνε στην αστυνομία και δεν κατάφεραν να καταγγείλουν, άλλες προσπάθησαν να πάνε σε φιλικά ή οικογενειακά πρόσωπα και δεν έγιναν δεκτές ή πιστευτές. Αυτό με έβαλε σε βαθιές σκέψεις. Και αυτός είναι ο λόγος που υπήρξαν το πρώτο και το δεύτερο μέρος του βιβλίου, πριν το τρίτο με τις μαρτυρίες. Γιατί θεώρησα ότι πριν περάσουμε στις μαρτυρίες, θα πρέπει ο αναγνώστης να έχει ένα υπόβαθρο κάποιων βασικών εννοιών και λέξεων αλλά και ιστορικών γεγονότων προκειμένου να καταλάβει γιατί οι γυναίκες που πέρασαν αυτό που πέρασαν το πέρασαν έτσι. Έχουμε σιχαθεί να ακούμε “γιατί μιλάει τώρα, γιατί δεν μίλησε τότε;”. Το βιβλίο είναι η απάντηση στο γιατί δεν μίλησε τότε. Δεν υπάρχει “τώρα το θυμήθηκε”. Δεν το ξέχασε ποτέ» τονίζει.
«Σε κάθε περίπτωση, όλες έχουν πάρει τον δρόμο τους, κουβαλώντας το τραύμα τους. Σήμερα δεν είναι οι γυναίκες που ήταν όταν τους συνέβη ό,τι τους συνέβη. Και θέλω να πιστεύω ότι δεν είναι οι ίδιες γυναίκες που ήταν πριν μιλήσουν ανοιχτά γι’ αυτό. Από εκεί και πέρα φρόντισα οι ιστορίες να είναι σαφείς, αλλά αφαιρετικές. Δεν με ενδιέφερε η κλειδαρότρυπα. Δεν με ενδιέφερε πώς έγινε η κακοποίηση ή ο βιασμός. Το θέμα μας είναι ότι έγινε» εξηγεί, προσθέτοντας πως αυτό που προσπάθησε να κάνει ήταν να έχει «ανοιχτά τα αυτιά και την καρδιά της». «Προσπάθησα να δημιουργήσω ένα ασφαλές περιβάλλον. Να τους δείξω ότι δεν πρόκειται να τις κρίνω για τίποτα, όπως άλλωστε θα έπρεπε να κάνουμε όλες και όλοι μας» επισημαίνει.
Πες την με το όνομά της: Γυναικοκτονία
«Η γυναικοκτονία είναι ένα ειδικό πρόβλημα και τα ειδικά προβλήματα απαιτούν ειδικές λύσεις. Όταν μια γυναίκα δολοφονείται ακριβώς επειδή είναι γυναίκα, μιλάμε για την κορύφωση της έμφυλης βίας. Και το να αποκτήσει έναν δικό του ορισμό είναι αυτό που θα του δώσει ορατότητα. Αν θέλουμε, λοιπόν, να μην στρουθοκαμηλίζουμε και να οδεύσουμε προς μια ισότιμη κοινωνία, θα πρέπει να δούμε το πρόβλημα. Από εκεί και πέρα είναι ένας όρος που ούτε εγώ επινόησα ούτε κάποιες “τρελές φεμινίστριες”. Είναι ένας όρος που συναντάμε από τα τέλη του 19ου αιώνα και έχει νομοθετηθεί σε πολλές χώρες του κόσμου. Στην Κύπρο μας έχουν βάλει τα γυαλιά. Όχι μόνο ολοκληρώνουν τη νομοθέτηση του όρου, αλλά είναι πολύ μπροστά σε ό,τι αφορά τη συναίνεση της σεξουαλικής πράξης και σε άλλα ζητήματα που άπτονται του έμφυλου ζητήματος. Στη Γαλλία το catcalling (η παρενόχληση στον δρόμο) είναι ποινικοποιημένο.
Ενα βιβλίο νοτισμένο με δάκρυα, πόνο, απώλειες και πολλή μοναξιά. Μαρτυρίες γυναικών που έζησαν τον εφιάλτη της έμφυλης βίας, την κακοποίηση, τον βιασμό, τον χαμό αγαπημένων τους προσώπων. Επειδή ήταν γυναίκες