Απνοια πάνω από την πόλη
Ο συγγραφέας δημιουργεί ήρωες ρευστούς και εξελίξιμους, που τους χαρακτηρίζουν η πολυπλοκότητα και η αμφισημία. Αλλά και η άπνοια. Η ακινησία η οποία διαπερνά, απ’ άκρη σ’ άκρη, τις ζωές τους
Πρώτο βιβλίο για τον έμπειρο δημοσιογράφο Νίκο Κουρμουλή, η συλλογή διηγημάτων «Άπνοια» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κείμενα αποτελείται από οκτώ ψυχογραφήματα, όπου στο κέντρο του καθενός βρίσκεται ένας ήρωας που, στον τίτλο του κάθε διηγήματος, δηλώνεται με την επαγγελματική του ιδιότητα, καθώς και με μία δηλωτική της κατάστασής του λέξης. Από την πρώτη στιγμή ο Κουρμουλής κάνει ξεκάθαρο ότι αυτό που τον ενδιαφέρει, εκεί όπου επικεντρώνει την προσοχή και στρέφει την ευαισθησία του είναι η εσωτερική ζωή των ηρώων και πώς, η όποια
δράση, τα όποια γεγονότα διαδραματίζονται δεν έχουν άλλο στόχο παρά μόνο να φωτίσουν τις παλινδρομήσεις, τις αναζητήσεις και τις ψυχικές διαδρομές τους. Δημιουργεί ήρωες ρευστούς και εξελίξιμους. Ήρωες που, καθώς ξεδιπλώνονται οι πληγές τους, καθώς οι ίδιοι βυθίζονται όλο και περισσότερο, με όλο και μεγαλύτερη ορμή στα πάθη τους, καθώς χάνουν τις σταθερές αναφορές τους και μαζί μ’ αυτές και τις βεβαιότητές τους, καθώς αρχίζουν να αντιλαμβάνονται ότι περπατάνε πάνω σε έναν κινούμενο διάδρομο, παύουν να είναι αυτό που έδειχναν αρχικά και ανακαλύπτουν -μαζί και ο αναγνώστης- ότι μπορούν να είναι συγχρόνως πολλά και διαφορετικά πράγματα. Ανασυνθέτουν τον εαυτό τους ανακαλύπτοντάς τον εκ νέου. Τους χαρακτηρίζουν η πολυπλοκότητα και η αμφισημία. Αλλά και η άπνοια. Η ακινησία η οποία διαπερνά, απ’ άκρη σ’ άκρη, τις ζωές τους. Μέχρι εκείνο το καθοριστικό σημείο όπου ένα απρόσμενο γεγονός, ένα γεγονός που αδυνατούν να προβλέψουν, να ελέγξουν ή να αποτρέψουν σπάει το προστατευτικό κέλυφος και τους συμπαρασύρει σε έναν δρόμο ο οποίος είναι μαζί μια κατρακύλα δίχως σταματημό και δίχως ενδείξεις για το πού οδηγεί και πού τελειώνει. Χωρίς ενδείξεις για το πού τους οδηγεί. Κι αυτοί, εκπαιδευμένοι στη μοναξιά -τι άλλο μπορούν να κάνουν;-, αφήνονται να κατρακυλήσουν.
Είναι άχρονοι οι ήρωες του Κουρμουλή. Τους συναντάμε παντού,
οπουδήποτε, οποτεδήποτε. Όπως και αναγνωρίσιμοι. Παρ’ όλο που η δράση των διηγημάτων τοποθετείται σε μια κοινωνία του κοντινού μέλλοντος. Βρισκόμαστε σε μια μητρόπολη, την Κλεψύδρα, η οποία θα μπορούσε να είναι η Αθήνα, και η οποία παραπαίει ανάμεσα στη σήψη, την παράνοια και την παρακμή. «Ένας τόπος ψυχικά άστεγων ανθρώπων». Οι δρόμοι δεν κατονομάζονται, αφού τα πάντα είναι κωδικοποιημένα, τόσο που αναρωτιέται κανείς αν βρίσκεται μέσα σε μια οθόνη, σε κάποιο ψηφιακό πλατό, σε κάποιο κινηματογραφικό πλατό ίσως, ή στην πραγματική ζωή. Το λιοπύρι τη σκεπάζει, οι εποχές απουσιάζουν, το διαρκές κόκκινο του ουρανού διαχέει τον χρόνο και εκπέμπει απειλή. Η αύξηση της θερμοκρασίας δεν είναι μόνο επικίνδυνη. Υπάρχει ο κίνδυνος από τη μία, αλλά, από την άλλη, υπάρχει και η ματαιότητα.
Οσο κι αν παλεύουν με τη ζωή τους οι ήρωες, στο τέλος υπάρχει κάτι πάνω από εκείνους, κάτι ανήμερο και ανεξέλεγκτο, κάτι που έχει ξεφύγει και έχει δημιουργήσει τη δική του κατάσταση. Κι εδώ νομίζω πως ο Κουρμουλής, τόσο ευθέως όσο και υπαινικτικά, αναφέρεται όχι μόνο στην περιβαλλοντική καταστροφή, αλλά και στην κοινωνική και πολιτική κατάσταση, η οποία είναι εξίσου πνιγηρή - αν όχι και περισσότερο. Οι κοινωνικές σχέσεις έχουν καταλυθεί, οι άνθρωποι είναι μόνοι να παλεύουν όπως μπορούν, με ό,τι μπορούν, για ένα μέλλον που μοιάζει να μην τους αφορά. Ένα μέλλον που δεν περικλείει το παρελθόν. Εξ ου και μια αίσθηση αδιεξόδου. Μια αίσθηση απειλής. Γι’ αυτό και οι ήρωες στρέφονται προς τα μέσα. Σε όλη τη συλλογή υπάρχει αυτή η εντύπωση της εσωστρέφειας. Η εντύπωση επίσης πως, όσο κι αν ψάξεις, όσο κι αν περιπλανηθείς στους δρόμους, όσο κι αν βυθιστείς στα σκοτάδια τού Είναι, πάντα θα κινείσαι σε έναν σπειροειδή κύκλο που θα σε οδηγεί στο ίδιο σημείο, χωρίς όμως να είναι ακριβώς αυτό από όπου ξεκίνησες.
Η γλώσσα είναι πλούσια, στακάτη, πυρετική. Ο Κουρμουλής έχει μια μοναδική ικανότητα να περιγράφει ψυχικές διαδρομές, αλλά και ανοίκειες εν πολλοίς καταστάσεις, μέσω της χρήσης της γλώσσας. Όπως στο διήγημα, σαν ταινία μικρού μήκους, «Σεκιουριτάς/ εξορία», ένα από τα καλύτερα της συλλογής, όπου η χρήση της γλώσσας, μικρές αφτιασίδωτες κοφτές προτάσεις, ταιριάζει απολύτως με το ύφος και την υφή της ιστορίας. Οι φραστικές ακροβασίες όμως σε άλλα σημεία της συλλογής δεν βοηθούν. Αντιθέτως, μοιάζουν σαν ξένο σώμα μέσα σε κείμενα άλλης ποιότητας και άλλης θερμοκρασίας και σαφώς αποδυναμώνουν το τελικό αποτέλεσμα. Ο Κουρμουλής έχει πράγματα να πει και έχει και τον τρόπο να το κάνει. Αρκεί να πετάξει από πάνω του μια προσπάθεια εντυπωσιασμού και πρωτοτυπίας και να αφεθεί στην οξύτητα του ίδιου του βλέμματός του.