Ο αναστοχασμός μιας τραυματικής επετείου
Οι επέτειοι αποτελούν αφορμές και ευκαιρίες για αναστοχασμό, ταυτόχρονα όμως αναβιώνουν πολιτικές αντιπαλότητες και ευνοούν την εργαλειοποίηση του ιστορικού παρελθόντος ώστε να εξυπηρετηθούν σύγχρονες ατζέντες
Οπως είναι γνωστό, οι επέτειοι αποτελούν αφορμές και ευκαιρίες για αναστοχασμό και συλλογική αυτογνωσία, για εμβάθυνση στα ιστορικά γεγονότα, για συμφιλίωση με σκοτεινές πλευρές του παρελθόντος, για την αντιμετώπιση των σιωπών. Ταυτόχρονα, όμως, αναβιώνουν πολιτικές αντιπαλότητες και ευνοούν την εργαλειοποίηση του ιστορικού παρελθόντος ώστε να εξυπηρετηθούν σύγχρονες ατζέντες. Οι πολιτικές στοχεύσεις πίσω από τοποθετήσεις σχετικά με τα ιστορικά γεγονότα είναι άλλοτε ορατές και άλλοτε υπόρρητες και δυσδιάκριτες.
Παρακολουθούμε από την αρχή του χρόνου σειρά δημοσιευμάτων σχετικά με τα γεγονότα 1919-1923, από βιβλία ως άρθρα σε εφημερίδες, τα οποία επανεξετάζουν τα ίδια τα γεγονότα και κάποια από αυτά επιχειρούν να αναθεωρήσουν παλαιότερες θέσεις της ιστοριογραφίας. Προφανώς η διερεύνηση αφανών όψεων και η ανεύρεση νέων στοιχείων από την ιστορική έρευνα είναι ευκταίες και εμπλουτίζουν τη σκέψη και τη γνώση μας. Χρειάζεται, ωστόσο, να είμαστε προσεκτικοί αν πρόκειται πράγματι για νέα έρευνα ή για ιδεολογική ανακατασκευή. Παρατηρούμε, μέσα στην επετειακή χρονιά, να διεξάγεται ένας ακήρυχτος πόλεμος απόψεων με αιχμή τη Δίκη των Έξι, που στην πραγματικότητα αποτελεί συνέχεια του διχασμού εκείνης της εποχής. Βασικός στόχος, εκπεφρασμένος ή λανθάνων, είναι η απόδοση ευθυνών, η αναζήτηση ενόχων για τη μεγαλύτερη ήττα της νεότερης Ελλάδας. Πρόκειται για ακόμη μια έκφανση του «παροντισμού», δηλαδή της συνεχούς ανακατασκευής ενός εύπλαστου παρελθόντος ώστε να υπηρετεί τις ανάγκες του
παρόντος. Όπως είναι γνωστό, η «επίσημη» Ιστορία κατεξοχήν επικαθορίζεται από τον «παροντισμό». Αυτές οι «παροντικές» αναγνώσεις του παρελθόντος αναπαράγονται και διαδίδονται μέσω κρατικών, κυρίως, θεσμών -όπως το εκπαιδευτικό σύστημα και τα μουσεία-, συγκροτώντας ηγεμονικά αφηγήματα τα οποία περιθωριοποιούν άλλες ανταγωνιστικές ή εναλλακτικές αναγνώσεις. Αφετέρου, διαπιστώνουμε την επιβίωση του τραύματος του ξεριζωμού και της προσφυγιάς έναν αιώνα μετά. Οι τραυματικές μνήμες εκείνων των γεγονότων είναι ζωντανές σήμερα μέσα από τους απογόνους των προσφύγων. Παρά τη διαδικασία αφομοίωσης, η προσφυγική ταυτότητα εξακολουθεί να είναι διακριτή και να αποτελεί εργαλείο συσπείρωσης και πολιτικής διεκδίκησης· αλλά και διεκδίκησης αναγνωρισιμότητας των μικρασιατικών πληθυσμών ως οργανικού μέρους της εθνικής Ιστορίας. Από την επομένη της Καταστροφής, οι πρόσφυγες δεν ακολούθησαν τις διαδικασίες συγκρότησης της «επίσημης» Ιστορίας, που στην πραγματικότητα σήμαιναν αποσιώπηση, εκ μέρους του ελληνικού κράτους, των τραυματικών διαστάσεων της προσφυγικής εμπειρίας του 1922 και ένταξη του μικρασιατικού πολέμου σε ένα εθνικό συνεχές χωρίς ρωγμές. Η μνήμη των προσφύγων, μνήμη της απώλειας, είχε ως σημείο αναφοράς κατ’ αρχάς τις εστίες που εγκατέλειψαν και τους οικείους, συγγενείς και γείτονες που χάθηκαν υπό δραματικές συνθήκες. Απέναντι στο ελληνικό κράτος και στις δικές του πολιτικές μνήμης, οι προσφυγικοί σύλλογοι, που ιδρύονται με μεγάλη πυκνότητα μέσα στη δεκαετία του 1920, αναλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, να διαχειριστούν το παρελθόν των προσφύγων, να συγκροτήσουν μνημονικούς τόπους και να συμβάλουν και στη συμβολική τους ενσωμάτωση στο έθνος-κράτος. Ήταν τα πρώτα κρίσιμα χρόνια του Μεσοπολέμου που οι πρόσφυγες αυτοοργανώθηκαν ώστε να επιβιώσουν, να ενταχθούν στο ανοίκειο περιβάλλον, να συμφιλιωθούν με το γεγονός της μόνιμης εγκατάστασης (όταν αρχικά τη θεωρούσαν προσωρινή) και να περισώσουν την πολιτισμική κληρονομιά της «χαμένης πατρίδας» τους. Και αυτό το πέτυχαν αναμφίβολα.
Αξίζει, λοιπόν, να σκεφτούμε το περιεχόμενο της φετινής χρονιάς, αντιπαραθέτοντας τις δύο διαδοχικές επετείους, τα διακόσια χρόνια από το 1821 και τα εκατό από το 1922. Το έπος του ’21 και η Καταστροφή του ’22 αποτελούν μέρη του ίδιου ιστορικού συνεχούς γιατί αυτά τα δύο γεγονότα
συγκρότησαν τη σύγχρονη Ελλάδα και τη νεοελληνική ταυτότητα. Η τυχαία διαδοχή τους στο επετειακό ημερολόγιο μας βοηθάει να αντιληφθούμε αυτή τη συνάφεια. Πέρσι μιλούσαμε για τα συντάγματα της Επανάστασης και την κρατική συγκρότηση και φέτος συζητάμε για το ρεμπέτικο, τη μεσοπολεμική βιομηχανία, τη διαμόρφωση των αστικών κέντρων. Αν το 1821 η Ελληνική Επανάσταση οδήγησε στην ίδρυση του ανεξάρτητου κράτους, το 1922 η Μικρασιατική Καταστροφή οριστικοποίησε την εθνοκρατική επικράτεια ενσωματώνοντας βίαια ελληνικούς πληθυσμούς από την άλλη πλευρά του Αιγαίου. Δημογραφικά και πολιτισμικά η σημερινή Ελλάδα είναι η σύνθεση των πληθυσμών που ίδρυσαν το ανεξάρτητο κράτος και εκείνων που διέσχισαν το Αιγαίο με τις βάρκες της προσφυγιάς.
* Η Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Ιστορίας, πρύτανης Παντείου Πανεπιστημίου