Πρόσφυγες: Συγκυριακή ιδιότητα ή ταυτότητα;
Εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή η μεγάλη πρόκληση είναι να δημιουργήσουμε ένα νέο ιστορικό αφήγημα όπου οι πρόσφυγες θα δείχνουν λιγότερο εξωτικοί και ξένοι, και θα κατέχουν μια ισότιμη θέση στην Ιστορία της ελληνικής κοινωνίας
Ηπυρκαγιά της Σμύρνης το 1922 και η συνομολόγηση της σύμβασης ανταλλαγής των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας τον Ιανουάριο του 1922 αποτελούν τα ορόσημα για την απόδοση της προσφυγικής ιδιότητας σε περισσότερους από 1.220.000 χριστιανούς ελληνορθόδοξους, καθώς και λιγοστούς καθολικούς, ευαγγελιστές, Αρμένιους και Ασσύριους, οι οποίοι καταφεύγουν στο ελληνικό έδαφος με προέλευση την Τουρκία και, δευτερευόντως, τη Σοβιετική Ένωση.
Αναπαράγοντας το πνεύμα και το γράμμα της σύμβασης ανταλλαγής, το έτος-βάση για την απόδοση του καθεστώτος του «ανταλλάξιμου» είναι το 1912, χρονιά κατά την οποία ξεκινά η πολεμική αλυσίδα που οδηγεί στην οριστική διάλυση της πολυεθνικής αυτοκρατορίας και στη δημιουργία της εθνικιστικής Τουρκικής Δημοκρατίας.
Η ιδιότητα του πρόσφυγα συνδέεται με μια σειρά ρυθμίσεις, με κυριότερες την πολιτογράφησή τους ως Ελλήνων πολιτών και το δικαίωμα συμμετοχής στις διαδικασίες αποζημίωσης και αποκατάστασης που διαμορφώνονται στο ελληνικό κράτος.
Και τα δυο συνεπάγονται δημόσια παρουσία, πολιτικό λόγο και θεσμική υπόσταση που εκφράζεται μέσα από τις ημιεπίσημες προσφυγικές ενώσεις και σωματεία, οι οποίες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην εκτίμηση των προς αποζημίωση περιουσιών, στην επιλογή τόπων εγκατάστασης και στη διεκδίκηση καλύτερων όρων ζωής στους συνοικισμούς. Η δημόσια παρουσία των προσφύγων ως ισότιμων -ή κατά την παλαιοελλαδίτικη ρητορική προνομιούχων πολιτών- αποτελεί την κύρια αφορμή για την άρθρωσης οξείας αντιπροσφυγικής προπαγάνδας με έντονη οσμή ρατσισμού.
Οι παραπάνω διαδικασίες αφορούν κυρίως τον τρόπο που το ελληνικό κράτος επιχείρησε να ενσωματώσει τους πρόσφυγες. Στο πεδίο, όμως, της ταυτότητας και της ιδεολογίας των ίδιων των προσφύγων, η κατάσταση είναι πολύ πιο σύνθετη. Οι πρόσφυγες διαφοροποιούνται ως προς την προέλευση, τις γλώσσες και τις διαλέκτους που χρησιμοποιούν, ιδιαίτερα οι Καππαδόκες, που σε μεγάλο βαθμό μιλούν τουρκικά τον χρόνο εισόδου τους στο ελληνικό κράτος και στο πλαίσιο μεταφοράς τους στην Ελλάδα. Η διάκριση ανάμεσα σε πρόσφυγες και ανταλλάξιμους, παρότι θεσμικά είναι κενή περιεχομένου, επιβιώνει για δεκαετίες. Η υιοθέτηση διαφορετικών όρων αποτυπώνει και τις ποικίλες στάσεις που διαμορφώνουν οι πρόσφυγες απέναντι στη σκληρή μοίρα τους.
Αντίθετα, η διατήρηση των ονομάτων των τόπων καταγωγής τους εκφράζει τη θέλησή τους να διεκδικήσουν την επανένωση των κατεστραμμένων κοινοτήτων τους. Η αναφορά σε Πόντιους, Καππαδόκες και Μικρασιάτες αποδεικνύεται πολύ ανθεκτική στον χρόνο. Το ίδιο ανθεκτική αποδεικνύεται και η μνήμη της καταγωγής, με την επιβίωση εκατοντάδων τοπικών προσφυγικών σωματείων, Αλατσατιανών, Σινασιτών, Φαρασιωτών, Σμυρνιών, Αταλλιωτών, Αρτακηνών κ.λπ. Μέσα από τη δημόσια έκφραση της ταυτότητάς τους, είτε με συλλογική πολιτική δράση είτε συχνότερα με λατρευτικές θρησκευτικές πρακτικές ή με τη μεταφορά πολιτιστικών στοιχείων, μουσικής, χορού, κουζίνας κ.λπ. οι πρόσφυγες επιδιώκουν να ξεφύγουν από την κατάσταση του πρόσφυγα και να επιστρέψουν στην κανονικότητα της προηγούμενης ζωής τους, χωρίς όμως να παραιτούνται και εντελώς από την ταυτότητα του πρόσφυγα ακόμα και σήμερα μετά από τρεις ή τέσσερις γενιές.
Οι περιπέτειες των όρων υποδηλώνουν και τις περιπέτειες της κοινωνικής μνήμης της Καταστροφής. Παράλληλα και ενίοτε αντιθετικά προς την επίσημη μνήμη και το ελλαδικό εθνικό αφήγημα, συγκροτείται μια εναλλακτική μνήμη και μια προσφυγική, μικρασιατική, ποντιακή, καππαδοκική ιστοριογραφία και λαογραφία. Φορείς της, ακόμα και στο πλαίσιο ακαδημαϊκών ή ερευνητικών
θεσμών, αναδεικνύονται οι απόγονοι των προσφύγων, οι οποίοι μελετούν, γράφουν και αναπαράγουν ιδιαίτερες ιστορίες των τόπων καταγωγής, των κοινοτήτων προέλευσής τους.
Στις ιστορίες των άλλων οι πρόσφυγες εμφανίζονται ως ξένοι στην ελληνική Ιστορία, η οποία διεξάγεται στα όρια του ελληνικού κράτους. Αποκρύπτονται έτσι η ενότητα των ελληνορθόδοξων πληθυσμών στα προεπαναστατικά χρόνια, όπως και το γεγονός ότι εκτεταμένα τμήματα και του σημερινού ελληνικού κράτους ως το 1913 βρίσκονταν στην ίδια κρατική ενότητα και οι κάτοικοί τους συνδέονταν στενά, ακόμα και με συγγενικούς δεσμούς, με τους μεταγενέστερους «πρόσφυγες». Η ιδεολογική σύγκρουση για το ελληνικό έθνος αναφορικά με το «προσφυγικό ζήτημα» διεξάγεται ανάμεσα στο μοντέλο του έθνους των υπηκόων της βασιλικής δυναστείας και στο ανοιχτό μοντέλο της ενσωμάτωσης των ελληνικών πληθυσμών σε ένα κράτος που εγγυάται την πολιτική ισότητα, τη δημοκρατία και την ευημερία.
Εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή η μεγάλη πρόκληση είναι να δημιουργήσουμε ένα νέο ιστορικό αφήγημα στο οποίο οι πρόσφυγες θα δείχνουν λιγότερο εξωτικοί και ξένοι και θα κατέχουν μια ισότιμη θέση στην Ιστορία της ελληνικής κοινωνίας.
* Ο Μιχάλης Βαρλάς είναι ιστορικός