Ο,τι ανεβαίνει κατεβαίνει
Εναν χρόνο μετά τις εκλογές, το σκηνικό στη Γερμανία αλλάζει ριζικά, αφού η κυβέρνηση αναγκάζεται σε αναθεώρηση «αρχών» ευνοώντας Δεξιά και Ακροδεξιά
Τη Δευτέρα συμπληρώνεται ένας χρόνος από την ημέρα των εκλογών του 2021 στη Γερμανία, που έφεραν στην κυβέρνηση για πρώτη φορά έναν τρικομματικό συνασπισμό. Τον είπαν «φανάρι» (φωτεινό σηματοδότη) από τα χρώματα των κομμάτων που τον απαρτίζουν. Κόκκινο για τους Σοσιαλδημοκράτες, κίτρινο για τους Φιλελεύθερους και πράσινο για το ομώνυμο κόμμα. Διάθεση για εορτασμούς δεν φαίνεται να υπάρχει πάντως, καθώς η χώρα βρίσκεται εν μέσω μιας μεγάλης οικονομικής κρίσης που δεν επιτρέπει τέτοιες πολυτέλειες.
Η κυβέρνηση του Όλαφ Σολτς έχει υποχρεωθεί εκ των πραγμάτων να αναθεωρήσει πολλά από τα σημεία του αρχικού προγράμματός της. Αυτό δεν είναι κάτι τεχνικό, αλλά αγγίζει τον πυρήνα της πολιτικής και των τριών κομμάτων, που έχουν υποχρεωθεί σε σοβαρές εκπτώσεις ή ακόμα και ανατροπές βασικών τους αρχών. Αιτία το αποκαλούμενο «σημείο καμπής» (Zeitwende) στην Ιστορία της χώρας, που μπορεί έως έναν βαθμό να έχει αντικειμενική βάση, αλλά από ένα σημείο και μετά μοιάζει να αξιοποιείται και ως άλλοθι για να αναθεωρήσουν όλοι ιστορικές παρακαταθήκες.
Και οι τρεις ήταν… ευέλικτοι
Τα παραδείγματα είναι άφθονα. Οι σοσιαλδημοκράτες του Σολτς, που γράφουν στη σημαία τους ότι είναι «το κόμμα της ειρήνης», ήταν αυτοί που αποφάσισαν τη μεγάλη στροφή υιοθετώντας τον υπερεξοπλισμό της Γερμανίας για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο και μιλούν ανοιχτά για «εμπόλεμη κατάσταση». Αντιστάσεις υπάρχουν από την αριστερή πτέρυγα του κόμματος, αλλά παραμένουν μειοψηφικές και δαιμονοποιούνται εύκολα από τα κυρίαρχα ΜΜΕ. Το SPD
πέταξε όμως στη θάλασσα και το κεντρικό δόγμα τής εξαγωγικής πολιτικής των τελευταίων δεκαετιών, που ήθελε μια επεκτατική οικονομία στηριγμένη σε φθηνή ενέργεια, αλλά και πρώτες ύλες από τη Ρωσία. Αυτή η αλλαγή ήταν κοσμογονική χωρίς υπερβολή, ενώ φαίνεται πως επηρεάζει τόσο τον χαρακτήρα όσο και την κοινωνική απήχηση του κόμματος.
Οι Πράσινοι, δεύτερο σε δύναμη κόμμα του «φαναριού» μετά τις περσινές εκλογές, αναγκάστηκαν επίσης να πετάξουν στο καλάθι των αχρήστων τις αρχές του «πασιφισμού» και πρωτοστάτησαν στις πρωτοβουλίες για στρατιωτική υποστήριξη της Ουκρανίας απογοητεύοντας μεγαλύτερους σε ηλικία ψηφοφόρους τους. Αναγκάστηκαν επίσης να κάνουν πολλά βήματα πίσω σε θέματα ενέργειας υποστηρίζοντας την «προσωρινή» επιστροφή σε ορυκτά καύσιμα, τα οποία υπόσχονταν να «εξαφανίσουν» από το ενεργειακό μείγμα της χώρας. Το να βλέπεις τον υπουργό Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ να υποκλίνεται σε εμίρηδες από το Κατάρ ή τα Εμιράτα ή να στηρίζει το αμερικανικό LNG, προερχόμενο από την εξαιρετικά αμφιλεγόμενη μέθοδο του fracking, θα έμοιαζε έναν χρόνο πριν με κωμωδία επιστημονικής φαντασίας. Είναι σήμερα πραγματικότητα.
Οι υποχωρήσεις του «κίτρινου» εταίρου, των Φιλελευθέρων, έχουν να κάνουν με τα θέματα της οικονομίας. Ο υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ, φανατικός οπαδός του «φρένου χρέους», αναγκάστηκε κι αυτός να βάλει νερό στο κρασί του και να αναβάλει τα σχέδια για μηδενικά ελλείματα. Όσο για τα ταμπού των κρατικοποιήσεων ή κρατικών ενισχύσεων σε πολυεθνικές, που υποτίθεται πως είναι ασύμβατες με τον «πούρο φιλελευθερισμό», αυτά έχουν ήδη πέσει από την εποχή της πανδημίας. Περισσότερη λαϊκή δυσθυμία έχει προκαλέσει ο
αχαλίνωτος πληθωρισμός σε περιόδους μηδενικών επιτοκίων που ουσιαστικά μείωσε την αξία των καταθέσεων των Γερμανών σε μια χώρα που η αρετή της αποταμίευσης ήταν κάτι σαν την «ενδεκάτη εντολή».
Συνέπεια όλων των παραπάνω είναι να καταγράφονται σημαντικά σκαμπανεβάσματα στις εκτιμήσεις της κοινής γνώμης για το έργο της κυβέρνησης. Η «φωτογραφία της στιγμής» λέει ότι σήμερα, αν γίνονταν εκλογές, ο κυβερνητικός συνασπισμός δεν θα διέθετε κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Σε όλες τις δημοσκοπήσεις οι Σοσιαλδημοκράτες είναι στο 20% ή λίγο κάτω από αυτό και παλεύουν για τη δεύτερη θέση με τους Πράσινους. Για το SPD αυτό μεταφράζεται σε απώλειες μεγαλύτερες του 5%, κάτι που δεν είναι άσχετο και με την έντονη αμφισβήτηση, που έχει εκδηλωθεί κατά καιρούς για την ικανότητα ηγεσίας του κυρίου Σολτς. Ανάλογες απώλειες καταγράφουν και οι Φιλελεύθεροι, που από το 11,5% του 2021 κινούνται τώρα σταθερά κοντά στο 7%. Φαίνεται να είναι αυτοί που τροφοδοτούν τη σημαντική άνοδο της Χριστιανοδημοκρατίας, που αγγίζει πλέον το 30% και είναι σταθερά πρώτη. Το «κόμμα
της ελεύθερης αγοράς» είναι αυτό που «φαίνεται» λιγότερο το τελευταίο διάστημα, με τον Λίντνερ να αναζητεί εναγωνίως ευκαιρίες για να «οξύνει» το προφίλ του. Αυτό το πρόβλημα δεν το έχουν οι ακροδεξιοί της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD), που, μετά το 10,3% πέρσι, τώρα κινούνται μεταξύ 13%-14%. Με λίγα λόγια, η νέα κρίση φαίνεται να ενισχύει συνολικά τη γερμανική Δεξιά, κάτι που έχει και πάλι να κάνει με την αδυναμία της Αριστεράς να αρθρώσει πειστική εναλλακτική πρόταση. Ειδικά η Die Linke διανύει πάλι μια φάση έντονων εσωκομματικών αντιπαραθέσεων με αφορμή δηλώσεις τής Σάρα Βάγκενκνεχτ για τον πόλεμο μέσα στο Κοινοβούλιο, που θεωρήθηκαν «φιλοπουτινικές».
Η δεξιά στροφή ευνοείται από τη συγκυρία
Σε ό,τι αφορά τους Πράσινους μπορεί οι σφυγμομετρήσεις να τους δίνουν πάνω από το 14,8% των εκλογών, αλλά στις αρχές του χρόνου είχαν σκαρφαλώσει ακόμα και στην πρώτη θέση με ποσοστά κοντά στο 26%. Τώρα το Ινστιτούτο Allensbach τους φέρνει στο 19%. Αυτό δεν είναι άσχετο με
αντιφάσεις που εκφράζουν συχνά με αμηχανία κορυφαία στελέχη τους σε σχέση με την καταπολέμηση της ενεργειακής ακρίβειας, που τρομάζει τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Το κόμμα τής Οικολογίας έχει παγιωθεί στο πολιτικό σκηνικό ως ένα κόμμα της «μεσαίας τάξης» και… πάνω. Όταν θεωρείς αυτονόητο ότι μπορεί ένας πολίτης να πληρώσει 50 ή 100 ευρώ παραπάνω τον μήνα ως τίμημα για την «ελευθερία», τότε προφανώς το κοινό σου δεν είναι οι άνεργοι, οι εξαρτώμενοι από επιδόματα ή το πρεκαριάτο που διογκώνεται στη χώρα. Αυτή πάντως δείχνει συνειδητή επιλογή του κόμματος, όπως και η τυφλή προσχώρησή του στον ατλαντισμό. Η δεξιά στροφή τής πράσινης ηγεσίας φάνηκε να αποδίδει καρπούς τον περασμένο χρόνο και συμβαδίζει με το γενικότερο κλίμα συντηρητικοποίησης στη χώρα. Το ερώτημα είναι αν τους επόμενους μήνες, μέσα σε συνθήκες γενικότερης κοινωνικής ανασφάλειας, θα καταφέρουν να αναστρέψουν την τάση εκλογικής τους υποχώρησης. Οι επόμενες εκλογές είναι μακριά, αλλά ο κανόνας «ό,τι ανεβαίνει κατεβαίνει» στις σύγχρονες κοινωνίες θυμίζει λεωφόρο ταχείας κυκλοφορίας - διπλής όμως κατεύθυνσης.