Θα θέλατε να αποφασίζουν Ντογιάκος και Βλάχου ποιος είναι αρκετά δημοκράτης;
Θέλει κανείς τον Κασιδιάρη και τα καθάρματα που τον ακολουθούν υποψήφιο στις ερχόμενες εκλογές ή ακόμα περισσότερο μέσα στη Βουλή; Η ερώτηση είναι μάλλον ρητορική. Κανείς δεν τους θέλει, κι αν τέλος πάντων κάποιος έχει αντίρρηση, δεν πειράζει. Δεν έχουμε χρόνο για όσους θέλουν φασίστες στη ζωή μας, όποια κι αν είναι η δικαιολογία.
Ωστόσο, η συζήτηση που άνοιξε τις τελευταίες εβδομάδες δεν αφορά το αν θέλουμε φασίστες υποψήφιους και φασίστες βουλευτές, αλλά το ποιος, σε ποια έκταση και με ποια κριτήρια έχει την εξουσία να αποφασίζει σχετικά με το ποιος μπορεί να ανακηρύσσεται υποψήφιος. Η κυβέρνηση κατέθεσε σχετικά μια τροπολογία, η οποία μοιάζει εξαιρετικά επικίνδυνη. Γιατί επιτρέπει στον Άρειο Πάγο να κρίνει ποιου κόμματος οι ιδέες είναι δόκιμες και ποιου «ελαττωματικές» -για να θυμηθούμε μια φράση που χρησιμοποίησε ο πρόσφατα προσηλυτισμένος στις κοινοβουλευτικές αντιλήψεις Βορίδης, που θα μας προστατεύσει από τον φασισμό- ή ακόμη και ποιος είναι ο πραγματικός αρχηγός ή ο φυσικός ηγέτης τους. Για σκεφτείτε το λίγο… Να υπάρχει ένας Ισίδωρος Ντογιάκος ή μια Βασιλική Βλάχου και να αποφασίζει ποιος είναι ο αληθινός αρχηγός ενός κόμματος - προσοχή, όχι μιας οργάνωσης που έχει ήδη καταδικαστεί ως εγκληματική.
Την προηγούμενη φορά που δικαστικοί είχαν αποφανθεί περί της νομιμότητας ενός κόμματος ήταν το 1994, όταν είχαν απαγορεύσει -προσωρινά, ευτυχώςτη συμμετοχή στις ευρωεκλογές δύο συνδυασμών της Αριστεράς, των οποίων τα καταστατικά δεν τους είχαν φανεί πολύ του γούστου τους. Η υπόθεση είχε απασχολήσει λίγο κόσμο τότε - είμαι βέβαιος,
ωστόσο, ότι αρκετοί σημερινοί βουλευτές θα τη θυμούνται. Η υπόθεση του αποκλεισμού της Ακροδεξιάς από τον δημόσιο βίο είναι αρκετά σοβαρή για να μπαίνει κάθε φορά στο ζύγι εκλογικών σκοπιμοτήτων - επί χρόνια αυτό υπήρξε το επικίνδυνο παιχνίδι διάφορων πολιτικών χώρων όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στη Γαλλία, το Εθνικό Μέτωπο του Λεπέν τράφηκε κατά κόρον από τον συνδυασμό αυθαίρετων ad hoc αποκλεισμών με λεπενοποίηση της πολιτικής συζήτησης - αν σας θυμίζει κάτι.
Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι στο τέλος η Βουλή θα ψηφίσει κάποια κάκιστη νομοθετική ρύθμιση για το θέμα. Θα το κάνει, μεταξύ άλλων, γιατί μέσα στην τοξικότητα και στον γκεμπελισμό της περιόδου κανείς δεν θέλει να βρεθεί στη θέση να απολογείται γιατί δεν υπερψήφισε μια ρύθμιση που -τάχα- θέλει να αποκλείσει τον Κασιδιάρη. Και ποιος αμφιβάλλει ότι αν τυχόν ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ ή κάποιο άλλο αριστερό κόμμα αρνηθεί τη ρύθμιση, θα έχει μετά να υποστεί τον καθ’ έξιν συκοφάντη κυβερνητικό εκπρόσωπο να βυσσοδομεί περί συμπαιγνίας;
Βγαίνοντας, ωστόσο, από τον τοξικό βάλτο μέσα στον οποίο διεξάγεται η πολιτική αντιπαράθεση, με ευθύνη της κυβέρνησης, ας κάνουμε μια παραδοχή: ότι το να νομιμοποιούμε την κυβέρνηση που έχει στις τάξεις της όλο το ακροδεξιό σκουπιδαριό της περασμένης δεκαετίας, που έχει παραβιάσει κάθε πυλώνα Κράτους Δικαίου και ανθρωπίνων δικαιωμάτων και έχει νομοθετήσει την περιστολή κάθε ελεγκτικού μηχανισμού να ορίσει ποιος είναι δημοκράτης και ποιος όχι δεν είναι αναγκαστικά η πιο έξυπνη ιδέα.
Dixi et salvavi animam meam, καταπώς έλεγε κι ένας περίεργος.