Βρόχος για ανάπτυξη-επενδύσεις η νέα αύξηση των επιτοκίων
Ενώ η τραπεζική χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας μειώθηκε κατά 42 δισ. ευρώ στην τετραετία Μητσοτάκη, οι ανακοινώσεις ΕΚΤ-Λαγκάρντ για 0,5% τώρα και 0,5% τον Μάρτιο προοιωνίζονται νέα χρηματοδοτική ασφυξία για επιχειρήσεις, νοικοκυριά και αυτοαπασχολούμενους, και δημιουργία νέας γενιάς κόκκινων δανείων
Ησυνεχιζόμενη καταιγίδα αύξησης των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), που θα οδηγήσει τον επόμενο μήνα τα επιτόκια της ΕΚΤ στο επίπεδο του 3%, θα έχει ως άμεση συνέπεια την άνοδο των επιτοκίων χορηγήσεων των τραπεζών σε επίπεδα που θα αγγίξουν ή και θα ξεπεράσουν το 5%. Το γεγονός αυτό θα έχει δραματικές συνέπειες στην ελληνική οικονομία αλλά και στην καθημερινότητα εκατοντάδων χιλιάδων νοικοκυριών, μικρομεσαίων επιχειρήσεων και αυτοαπασχολουμένων που βρίσκονται ήδη στη μέγγενη της υπερχρέωσης, καθώς οι ελληνικές τράπεζες την τελευταία τετραετία έχουν συρρικνώσει κατά 42 δισ. ευρώ τη χρηματοδότηση νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι οι δανειολήπτες άμεσα σε ένα εξάμηνο -από το περασμένο φθινόπωρο ως την προσεχή άνοιξη- θα δουν τους ετήσιους τόκους των δανείων τους να αυξάνονται από 200% έως 400%, αποσταθεροποιώντας περαιτέρω την οικονομική τους θέση. Κάτι που θα επηρεάσει αρνητικά κάποια αναζωπύρωση της οικοδομικής δραστηριότητας, αλλά και τις άμεσες ξένες επενδύσεις,
καθώς το 25% από αυτές κατευθύνεται στον κλάδο των ακινήτων.
Οι ανακοινώσεις Λαγκάρντ
Παρά την ομοφωνία -όπως ανακοινώθηκε επισήμως την περασμένη Πέμπτη- στο Δ.Σ. της ΕΚΤ είναι εμφανές ότι το «κλαμπ των Βορείων», προεξαρχούσης της Γερμανίας, προτιμά το άμεσο deflation (ξεφούσκωμα) της οικονομίας μέσω της δραματικής μείωσης της ρευστότητας με στόχο τον περιορισμό του πληθωρισμού στο 2%, δηλαδή προκρίνει την πολιτική του ισχυρού αντιπληθωριστικού «σοκ».
«Το Διοικητικό Συμβούλιο (ενν. της ΕΚΤ) θα συνεχίσει τις σημαντικές αυξήσεις επιτοκίων σε σταθερό ρυθμό και τη διατήρησή τους σε επίπεδα αρκούντως περιοριστικά, για να διασφαλίσει την έγκαιρη επιστροφή
του πληθωρισμού στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%» ανέφερε χαρακτηριστικά η πρόεδρος της Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ στη συνέντευξη Τύπου μετά τη συνεδρίαση, στην οποία ανακοινώθηκε αύξηση επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης. Υπογράμμισε δε ότι οι σχετικές με την αύξηση των επιτοκίων αποφάσεις δεν έχουν ακόμη «πιάσει ταβάνι» και παραδέχτηκε πως η ανάπτυξη της Ευρωζώνης θα παραμείνει αδύναμη το 2023, επισημαίνοντας ότι η δημιουργία θέσεων εργασίας θα επιβραδυνθεί και η ανεργία θα αυξηθεί.
Αυτή η πολιτική ίσως είναι αποτελεσματική για ισχυρές χώρες με ανεπτυγμένη οικονομία, για χώρες, όμως, όπως η Ελλάδα, που ακόμη ταλανίζεται από την υπερ-δωδεκαετή οικονομική κρίση, ίσως αποδειχθεί καταστροφική, καθώς θα πυροδοτήσει ένα νέο κύμα πτωχεύσεων και χρεοκοπιών.
Οι επιπτώσεις στην Ελλάδα
Ηδη η κυβέρνηση ακύρωσε τμήμα του κρατικού δανεισμού για το 2022 και ποιούσα την ανάγκη φιλοτιμία «μινιμάρισε» στα 7 δισ. ευρώ το πρόγραμμα δανεισμού για το 2023, εκ των οποίων ήδη έλαβε τα 3,5 δισ. τον Ιανουάριο με το επιτόκιο-ρεκόρ 4,25% για την τελευταία δωδεκαετία. Καθώς οι αποδόσεις όλων των ομολόγων θα ανεβούν
μετά την ανακοίνωση της 0,5+0,5% αύξησης των επιτοκίων μέχρι τον Μάρτιο από την ΕΚΤ, ο περαιτέρω δανεισμός θα είναι ακόμη πιο ακριβός και θα προσθέσει πιθανότατα νέες, μη προϋπολογισμένες δαπάνες στον κρατικό προϋπολογισμό.
Πέραν τούτου, θα έχει ακόμη δύο σημαντικές επιπτώσεις:
• Θα μειώσει σημαντικά τη χρηματοδότηση της οικονομίας, κυρίως προς τα μεσαία στρώματα και τα νοικοκυριά.
• Θα αυξήσει ακόμη περαιτέρω τα επιτόκια αποπληρωμής υφιστάμενων δανείων, συμπιέζοντας τα εισοδήματα και την κατανάλωση.
Και οι δύο αυτές εξελίξεις θα έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία υφεσιακών πιέσεων στην οικονομία, πιέζοντας και τις θέσεις εργασίας.
Συρρίκνωση της χρηματοδότησης
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, η εξέλιξη των πάσης φύσεως χρηματοδοτήσεων είναι η ακόλουθη (με ημερομηνία αναφοράς την 31η Δεκεμβρίου, ποσά σε δισεκατομμύρια ευρώ):
• 2018: 188,1
• 2019: 173,5
• 2020: 168,8
• 2021: 139,2
• 2022: 146,8
Αν και σημαντικό μέρος οφείλεται στη μεταβίβαση των κόκκινων δανείων, είναι γεγονός ότι μόλις το 2022 υπήρξε μια μικρή χρηματοπιστωτική επέκταση για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος σχετίζεται με την προσφορά στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων σε επιλεγμένη πελατεία και ο δεύτερος με τη χρηματοδότηση προγραμμάτων ήδη ενταγμένων στο Ταμείο Ανάπτυξης και στο ΕΣΠΑ.
Συγκλονιστική, όμως, είναι η συρρίκνωση κατά την περίοδο 2018-2022 του ύψους της χρηματοδότησης σε ατομικές επιχειρήσεις, αυτοαπασχολούμενους και αγρότες, που από 11,3 δισ. υποχώρησε στα 4,8 δισ. ευρώ. Δεδομένου, μάλιστα, ότι τμήμα μικρότερο του συνόλου των 4,8 δισ. είναι λογικά η χρηματοδότηση μόνο του αγροτικού τομέα, ευκόλως συμπεραίνεται ότι η αγροτική παραγωγή και οι αγρότες έχουν αφεθεί στο έλεος των καιρών και μάλιστα όταν η παραγωγή τροφίμων στην Ελλάδα σε καιρούς διεθνών ελλείψεων είναι στρατηγικής σημασίας. Εικόνα που αποδεικνύει ότι τα περί ενίσχυσης του αγροδιατροφικού τομέα είναι μόνο λόγια.
Παρομοίως δραματική είναι η εικόνα της χρηματοδότησης των ιδιωτικών νοικοκυριών, που από 75,9 δισ. ευρώ το 2018 σχεδόν υποδιπλασιάστηκε στα 38,4 δισεκατομμύρια! Εικόνα που δεν ισχύει καθόλου για τις επιχειρήσεις, που από τα 82,7 δισ. το 2018 στο τέλος του 2022 είχαν χρηματοδοτηθεί με 73 δισεκατομμύρια. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι το μεγαλύτερο ύψος κόκκινων δανείων αφορούσε τον επιχειρηματικό τομέα, ενώ επιπλέον έχει πραγματοποιηθεί εκτεταμένη διαγραφή δανειακών υποχρεώσεων. Το Δημόσιο Μητσοτάκη, όμως, είναι ο μόνος πελάτης των τραπεζών που έχει αυξήσει τον δανεισμό του από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και από 18,2 δισ. το 2018 αυξήθηκε στα 31,7 δισ. ευρώ στα τέλη του 2022!
Είναι προφανές ότι η αύξηση των επιτοκίων θα επιδεινώσει τους δείκτες χρηματοδότησης της ιδιωτικής οικονομίας. Συνολικά για τα 146,8 δισ. της συνολικής μείον 31 δισ. της κρατικής χρηματοδότησης, δηλαδή για τα 115 δισ. ευρώ της χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα η συνολική επιβάρυνση των δανειοληπτών μέσα στο 2023 θα ξεπεράσει, κατά τους πλέον μετριοπαθείς υπολογισμούς, τα 2,5 δισ. ευρώ -λόγω αυξημένων τόκων-, συρρικνώνοντας κατά πολύ το