Μας είναι η υποκρισία
Η «οίκαδε» εξορία, ο νόστος, η προσωπική ερημία έχουν σημαίνουσα θέση σ’ αυτό το έργο. Εσείς έχετε νιώσει εξόριστος στον τόπο σας, στον κόσμο μας;
Και ποιος -τουλάχιστον κατά καιρούςδεν το έχει νιώσει αυτό; Όμως δεν έχουμε παρά δύο επιλογές: είτε να συμφιλιωθούμε μ’ αυτό το παράδοξο και να το αφομοιώσουμε είτε να ερχόμαστε σε διαρκή σύγκρουση μαζί του. Καμία από τις δύο επιλογές δεν είναι χωρίς σοβαρό κόστος, γιατί και οι δύο μας φέρνουν αντιμέτωπους τόσο με τον εαυτό μας, όσο και με τον κόσμο.
Πώς έρχεστε σε όρους με τη συνθήκη ότι αν δεν έχεις ψηφιακή παρουσία, ψηφιακό αποτύπωμα, δεν υπάρχεις; Πώς αυτή η συνθήκη συναντιέται με το θέατρο, την τέχνη, που υπάρχει μόνο διά ζώσης;
Από τη μία πλευρά, αντιλαμβάνομαι πως αυτό σε μεγάλο βαθμό ισχύει, κυρίως βλέποντας τον χαμό που προκύπτει κάθε φορά που αναφύεται ένα σοβαρό ή μη σοβαρό ζήτημα και πώς τα πρόσωπα, φυσικά ή μη, που είναι ενεργά στα social media αυτομάτως παίρνουν τη μερίδα του λέοντος της δημοσιότητας, αρνητικής ή θετικής. Από την άλλη, διαισθάνομαι ότι υπάρχει και ένας άλλος κόσμος, που ζει παράλληλα με τον προηγούμενο, αγνοεί, ηθελημένα ή όχι, τις ακρότητες του ηλεκτρονικού σύμπαντος και τα καταφέρνει μια χαρά. Εγώ, παραδείγματος χάριν, δεν χρησιμοποιώ καθόλου social media, δεν έχω υπολογιστή, έχω ένα παλιό αναλογικό κινητό τηλέφωνο, και υπάρχω. Φυσικά, δεν ξέρω για πόσο ακόμα. Αν φτάσει κάποια μέρα -τι «αν», είναι απλώς θέμα χρόνου- που όλη μας η ύπαρξη θα πρέπει να είναι καταγεγραμμένη ψηφιακά για να ζούμε, τότε αυτό ίσως σημάνει και την αρχή του τέλους του θεάτρου. Μαζί, βέβαια, με το τέλος και πολλών άλλων πραγμάτων.
Επιστρέφετε ξανά στο Θέατρο Τέχνης.
Είναι οικείος τόπος;
Πολύ. Με συνδέουν μνήμες από τα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής μου πορείας, ως νέου ηθοποιού όμως. Είχα εισαχθεί στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης, αλλά δεν φοίτησα, για λόγους που δεν ενδιαφέρουν εδώ, και μετά την επιστροφή μου από το εξωτερικό (όπου τελικά σπούδασα), τέσσερα χρόνια μετά, πήρα μέρος στις καλοκαιρινές παραγωγές του έτους 1975 στην Επίδαυρο, στο Ηρώδειο και σε κάποιες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ύστερα όμως αποχώρησα. Παρ’ όλα αυτά, το Θέατρο Τέχνης παρέμεινε πάντα ένα κρυφό, διαρκώς αναμμένο φως μέσα μου. Και σχετικά πρόσφατα, πριν από τέσσερα χρόνια, ανέβασα στο Υπόγειο τους «Παλιούς καιρούς» του Πίντερ.
Σας λείπει το Θέατρο του Νότου;
Και ναι και όχι. Όχι, γιατί το θέατρο με γεμίζει αυτόν τον καιρό με άλλους τρόπους, και ναι, γιατί ο τρόπος του Αμόρε ήταν μοναδικός.
Ποια θεωρείτε ότι ήταν η μεγάλη συμβολή του στο ελληνικό θεατρικό τοπίο;
Χωρίς διάθεση ψευτοταπεινοφροσύνης, δεν ήταν μία. Απαριθμώ κάποιες απ’ αυτές: η έννοια του ρεπερτορίου ως πυξίδα γενικής πορείας, το άνοιγμα της πόρτας στις νεότερες γενιές, ο δημιουργικός διάλογος με ομάδες, έργα και ιδέες από το εξωτερικό, η απόλυτη ελευθερία έκφρασης, η διαρκής ανανέωση, η άνθηση της ατομικής προσωπικότητας μέσα στη συλλογικότητα.
Από το Θέατρο του Νότου στη θεατρική συνθήκη της σήμερον έχουν αλλάξει πολλά ή τίποτα;
Και πολλά και τίποτα. Τίποτα, γιατί στην ιστορία του θεάτρου δεν προέκυψε ακόμη η επανάσταση που θα διαλύσει τα πάντα εκ βάθρων και θα ανασυνθέσει εκ νέου το τοπίο. Και πολλά, γιατί κάθε γενιά και εποχή ανακαλύπτει το θέατρο από την αρχή.
Αν σας ζητούσε κάποιος να τον ξεναγήσετε στα ενδότερα
της προσωπικής θεατρικής σας διαδικασίας, πού θα σταθμεύατε, πού θα επικεντρωνόσαστε;
Στην έλλειψη μεθόδου και συστήματος. Η μόνη διαδικασία είναι η αέναη επανεκκίνηση. Ό,τι τελειώνει αρχίζει πάλι από την αρχή.
Υπήρξατε καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, το οποίο είχε μια σκληρή περιπέτεια πρόσφατα. Πώς αντιμετωπίσατε εσείς την υπόθεση Λιγνάδη; Ποια νομίζετε ότι είναι τα συμπεράσματα που έβγαλαν και το Εθνικό και ο κόσμος του θεάτρου γενικότερα απ’ αυτή την υπόθεση; Προσωπικά, με αμηχανία, θλίψη, οργή. Αλλά, παραδόξως, και με στωικότητα. Υπήρξε τέτοιος ορυμαγδός ολόγυρα, που η φωνή κάποιων από μας περίττευε. Ως προς το πιο γενικό σκέλος της ερώτησης, αδυνατώ να απαντήσω για λογαριασμό είτε του Εθνικού συνολικά είτε -πολύ περισσότεροτου θεάτρου εν γένει.
Η υπόθεση που συντάραξε το Εθνικό Θέατρο σε συνδυασμό με το κίνημα
MeToo θεωρείτε ότι δημιουργούν μια συνθήκη ικανή να αλλάξει κάποια από τα πιο σκληρά κακώς κείμενα της ελληνικής κοινωνίας; Και μέχρι ποιον βαθμό;
Δεν είμαι από τους αισιόδοξους. Το βαρύτερο «αμάρτημά» μας είναι η υποκρισία. Κι αυτήν δεν τη βλέπω να μας αποχαιρετά πολύ σύντομα.
Ο Καμύ υπήρξε διανοούμενος που παρενέβαινε στα μεγάλα ζητήματα της εποχής του. Σήμερα ποιος θεωρείτε ότι είναι ο ρόλος του καλλιτέχνη, του διανοούμενου; Θεωρείτε ότι ο καλλιτέχνης οφείλει να μιλάει μόνο μέσα από το έργο του;
Οχι, καθόλου, μπορεί να μιλάει όσο, για ό,τι και όποτε θέλει. Αρκεί να μην φλυαρεί.
Με λίγα λόγια, πώς κρίνετε την αντιμετώπιση της κυβέρνησης στους καλλιτέχνες, στον πολιτισμό εν γένει τα τελευταία χρόνια;
Η στάση συλλήβδην όλων των κυβερνήσεων από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου προς τους καλλιτέχνες και τον Πολιτισμό δεν ήταν αντάξια των εκάστοτε περιστάσεων. Προφανώς υπήρξαν κυβερνήσεις με περισσότερη ή λιγότερη διάθεση να αναδείξουν τον πολιτισμό, ιδίως τον σύγχρονο -εκεί πονάμε, η πολιτιστική μας κληρονομιά και μιλάει από μόνη της και πάντα είχε, έτσι κι αλλιώς, προνομιούχα αντιμετώπιση-, προφανώς υπήρξαν κάποιοι υπουργοί Πολιτισμού πιο εμπνευσμένοι και καλλιεργημένοι από κάποιους άλλους, αλλά ο Πολιτισμός ήταν ανέκαθεν και συστηματικά ο μεγάλος αδικημένος αδελφός της ελληνικής πολιτικής οικογένειας.
Εχετε λαμπρές καλλιτεχνικές σπουδές. Τα πτυχία σας είναι αναγνωρισμένα στην Ελλάδα ή θα θεωρείστε πια απόφοιτος Λυκείου; Προσωπικά, ποτέ δεν με απασχόλησαν τα πτυχία. Ήμουν από τους τυχερούς που μπορούσαν να σκέφτονται έτσι.
Θεωρείτε ότι είναι δίκαιη η διεκδίκηση των συναδέλφων, των μαθητών σας για το ζήτημα της Καλλιτεχνικής Εκπαίδευσης;
Φυσικά. Το ζήτημα της αναβάθμισης της Καλλιτεχνικής Εκπαίδευσης στη χώρα μας είναι μείζον. Το κράτος πρέπει να αφουγκραστεί τις αγωνίες των μαθητών, των καθηγητών, των καλλιτεχνών, των επαγγελματιών όλων των κλάδων της τέχνης. Και ο Πολιτισμός να πάψει να είναι ο γραφικός παρίας.
Ετσι κι αλλιώς, ο σκηνοθέτης είναι δάσκαλος, είτε διδάσκει σε δραματική σχολή είτε όχι. Ως δάσκαλος, λοιπόν, είστε αεί διδασκόμενος. Τι θα λέγατε στους σημερινούς μαθητές και αυριανούς ηθοποιούς ή σκηνοθέτες που αυτή τη στιγμή έχουν καταλάβει τη σχολή του Εθνικού Θεάτρου, του ΚΘΒΕ και του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας;
Οτι διδάσκομαι από τον αγώνα τους;
Ποιον δάσκαλό σας δεν ξεχνάτε ποτέ και για ποιον λόγο;
Τον καθηγητή Μαθηματικών στο Λύκειο, που με έπιασε να αντιγράφω και με μικρονοϊκή χαιρεκακία με έδειξε στην υπόλοιπη τάξη, αναφωνώντας θριαμβευτικά: «Σε τσάκωσα! Ιδού ο απατεώνας!».
Μιας και είμαστε στο Θέατρο Τέχνης, για να θυμηθούμε τον Κουν, εσείς κάνετε θέατρο για την ψυχή σας; Κυρίως. Αλλά πότε-πότε και για το σώμα μου.