Μια ελεύθερη καταβύθιση σε μια πολυπρισματική jazz πανδαισία
Επειτα από πολύ καιρό έχουμε μια νέα κυκλοφορία που προκαλεί ρίγη ενθουσιασμού. Το «MOb 1» είναι άξιο θαυμασμού για τη δεξιοτεχνία, την έμπνευση αλλά και για τις καταβολές των μουσικών που το υπηρετούν. Το «Mob 1» είναι το state-of- the-art της σύγχρονης εγχώριας δισκογραφίας. Πρόκειται για ένα καλοδουλεμένο σύνολο τραγουδιών, με ενορχηστρώσεις που έχουν βάθος και ξεπερνούν τη γραμμικότητα της jazz φιλολογίας.
Οι Mob, αφού πρώτα έχουν εξασφαλίσει το ζητούμενο της αρμονίας, ξεχύνονται σε ένα αγωνιώδες παιχνίδι πρωτοπορίας. Τα επτά τραγούδια του δίσκου διαθέτουν εύπλαστους σκελετούς και επομένως είναι ευεπίφορα σε μετασχηματισμούς πάνω στη σκηνή. Ο Μάριος Βαληνάκης στο σαξόφωνο, ο Αλέξανδρος Δελλής στο μπάσο και ο Παναγιώτης Κωστόπουλος στα τύμπανα (ντραμς) επιδεικνύουν υψηλό συλλογικό φρόνημα με την κυκλοφορία αυτού του δίσκου και απογειώνουν τον fusion πειραματισμό και τα ηλεκτρονικά jazz ηχοτοπία. Οι MΟb έχουν καταφέρει να δέσουν οργανικά μεταξύ τους και να βρουν στο πολυδαίδαλο παίξιμό τους εκείνη τη μαγιά που κάνει τη μουσική να ψήνεται και να σερβίρεται σε ένα ακροατήριο που καλείται να ανταποκριθεί ανάλογα με τις δικές του προβολές και ανάγκες.
Είναι μάλλον απλοϊκό να μιλήσουμε για «κινηματογραφική jazz» στη συγκεκριμένη περίπτωση. Πού αλλού να κατατάξουμε την ανάγκη για εικονοπλασία και την αρχιτεκτονική της μνήμης που φέρνει ο ακροατής ώστε να ταιριάξει με το ηχομόρφωμα που
απολαμβάνει; Όμως οι περιπετειώδεις μελωδίες, τα kraut καρυκεύματα και η βελούδινη υφή των συνθέσεων των MΟb ποτίζουν με τέτοιο ημίφως την ατμόσφαιρα, που κάνει τον όρο cinematic να μοιάζει περιοριστικός, αν όχι υποτιμητικός.
Στα τραγούδια κυριαρχούν ένας ανήσυχος μετεωρισμός, μια συνεχής παλινδρόμηση μεταξύ δόμησης και αποδόμησης σε συνθέσεις όπως το συγκλονιστικό «Otto», όπου πρωταγωνιστεί το οργιώδες σαξόφωνο, και το ταξιδιάρικο «5055», όπου η melodious jazz γίνεται εκστατική. Αφεθείτε στις ρίμες του Mc Yinka στο «Recovering» που ανοίγει τον δίσκο και στον ζωηρό του παλμό και τα ηλεκτρονικά εφέ του «VAG» που τον κλείνει. Μεσολαβεί μια ελεύθερη καταβύθιση από ένα γκρουπ μουσικών που είναι πολύ διαβασμένο σε ζητήματα προσέγγισης του ήχου. Και μέσα σ’ αυτά βρίσκεται πάντα φωλιασμένο το συγκριτικό
πλεονέκτημα των καλλιτεχνών που δεν αρκούνται απλώς στη δεξιοτεχνία τους ή στις περισπούδαστες ιδέες τους, αλλά διαθέτουν την ικανότητα να φτάνουν στο αισθητήριο του ακροατή και να το ερεθίζουν.