Ο δημόσιος λόγος των Καρατζαφέρηδων
Ηέννοια του νικητή ή του ηττημένου στα ντιμπέιτ είναι πάντα σχετική. Για παράδειγμα, έχει παρατηρηθεί ότι αν κάποιος που αναμένεται να συντριβεί στο ντιμπέιτ τη βγάλει τελικά καθαρή, τα ποσοστά ικανοποίησης που καταγράφει μετά είναι δυσανάλογα μεγάλα. Ο κόσμος εκτιμά ότι τα πήγε καλύτερα από το αναμενόμενο. Αυτό είναι πολύ πιθανό ότι το επισήμαναν οι επικοινωνιολόγοι του Μητσοτάκη στον πελάτη τους, γι’ αυτό και εκείνος κινήθηκε σε όλο το ντιμπέιτ σε πολύ χαμηλούς τόνους, με μοναδικό σκοπό να μην διασυρθεί - άσχετα αν τελικά δεν απέφυγε τα «αυτογκόλ» και έμεινε χιλιόμετρα μακριά από την εικόνα του πρωθυπουργού που ανεβαίνει μετά την κρίση, την οποία φιλοτεχνούσε τις τελευταίες εβδομάδες.
Αλλες παράμετροι είναι ακόμα λιγότερο πολιτικές. Το 1960, ας πούμε, είναι γνωστό ότι ο Νίξον κέρδισε το ντιμπέιτ με τον Κένεντι ανάμεσα σε όσους το άκουσαν από το ραδιόφωνο, αλλά ο Κένεντι σάρωσε τον Νίξον ανάμεσα σε όσους το παρακολούθησαν από την τηλεόραση. Οι αναλυτές στάθηκαν στο ραδιόφωνο -που θεωρούνταν ακόμα το σοβαρό μέσο- αλλά η Αμερική είχε ήδη πέσει στον έρωτα της τηλεόρασης. Αυτή η ιστορία με τους αναλυτές και το αληθινό κοινό έχει και άλλες διαστάσεις. Συχνά οι πιο πολιτικοποιημένοι άνθρωποι αντιλαμβάνονται και σπουδαιολογούν πράγματα που δεν αφορούν τις υπόλοιπες. Κάποιος που μοιάζει να γελοιοποιήθηκε σύμφωνα με τους πιο πολιτικοποιημένους μπορεί να φάνηκε ανθρώπινος στο πιο χαλαρό κοινό ή και το αντίθετο. Οι μετρήσεις πάλι δίνουν συχνά μια παραμορφωμένη εικόνα: Ο κόσμος στη μεγάλη του πλειονότητα απαντά ότι του άρεσε αυτός που θα ψήφιζε ούτως ή άλλως, επομένως δύσκολα διακρίνονται οι αλλαγές που επέφερε η συζήτηση στις απόψεις του κόσμου.
Ωστόσο, πέρα από αυτά, υπάρχει ένα συμπέρασμα που δύσκολα κρύβεται. Και αυτό είναι η δεξιά στροφή που έχει συντελεστεί στον δημόσιο λόγο και στον τρόπο που αυτός εκφέρεται. Αν είχε κανείς την υπομονή να παρακολουθήσει σε επανάληψη τα ντιμπέιτ του 2007 και του 2009, θα διαπίστωνε ότι αυτό που μια δεκαπενταετία πριν ήταν ο ακραίος περιθωριακός λόγος του Καρατζαφέρη έχει γίνει πλέον η ατζέντα που θέτουν οι δημοσιογράφοι και στην οποία καλούνται να τοποθετηθούν οι πολιτικοί. Ότι η συστολή του συντηρητικού λόγου, που οδηγούσε τον Κώστα Καραμανλή να απολογηθεί το 2007 για το ότι αποκαλούσε τους διαδηλωτές «ταραξίες», έχει μετατραπεί σε μια αμετροεπή αλαζονεία.
Και ακόμα χειρότερα, ότι τείνουμε να συνηθίσουμε, να αποδεχτούμε ως τετελεσμένη μια πραγματικότητα που θα ήταν λόγος εξέγερσης. Στο ντιμπέιτ της Τετάρτης υπήρχαν έξι δημοσιογράφοι, εκ των οποίων η μία ήταν εξ αγχιστείας ανιψιά του πρωθυπουργού και άλλη μία σύζυγος βουλευτή του. Σε ποια άλλη χώρα αλήθεια, συμπεριλαμβανομένων της Ουγγαρίας, της Τουρκίας και του Τσαντ, που μόλις προσπεράσαμε στη λίστα των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα, κάτι τέτοιο θα έμενε ασχολίαστο;
Η αναστροφή αυτής της δεξιάς πορείας του δημόσιου λόγου είναι το βασικό ζητούμενο της επόμενης ημέρας, με όποιον ήλιο και αν αυτή ξημερώσει.