Μια χαμένη τετραετία για την κοινωνική ευημερία
Οι αριθμοί «μιλούν»: Τα κέρδη αυξήθηκαν, τα εισοδήματα μειώθηκαν επί κυβέρνησης Ν.Δ.
Hκυβέρνηση και το οικονομικό επιτελείο της δημοσιοποιούν πλήθος στοιχείων σε μια προσπάθεια να δείξουν και να πείσουν για τα επιτεύγματά τους στον οικονομικό τομέα κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της χώρας. Πλανάται, όμως, ένα κρίσιμο ερώτημα που δίνει ουσία σε όλους αυτούς τους αριθμούς και το οποίο χρειάζεται πρώτα να τεθεί και στη συνέχεια να απαντηθεί:
Για ποιον λόγο ασκείται η οικονομική πολιτική, ποιοι είναι ο στόχοι της; Σύμφωνα με όλα τα εγχειρίδια οικονομικής πολιτικής, ο τελικός στόχος είναι η αύξηση της κοινωνικής ευημερίας. Ανεξαρτήτως της οικονομικής θεωρίας που ακολουθείται, ο στόχος είναι κοινός: αύξηση της κοινωνικής ευημερίας. Τα μέσα και οι τρόποι που χρησιμοποιούνται είναι διαφορετικοί.
Wages 2020-2021-2022). Συγκεκριμένα, ο μέσος ακαθάριστος ονομαστικός μισθός το 2020, σε σχέση με το 2019, μειώθηκε κατά 2,2%. Ο πληθωρισμός ήταν αρνητικός -1,2%. Ο πραγματικός μέσος μισθός μειώθηκε κατά 1,0%. Η μέση φορολογική επιβάρυνση και οι κοινωνικές εισφορές μειώθηκαν κατά 3,0%. Συνεπώς, ο μέσος πραγματικός μισθός αυξήθηκε κατά 2,0%. Το 2021 ο μέσος ακαθάριστος ονομαστικός μισθός παρέμεινε αμετάβλητος. Ο πληθωρισμός ήταν 0,4%. Ο πραγματικός μέσος μισθός μειώθηκε κατά 0,4%. Η μέση φορολογική επιβάρυνση και οι κοινωνικές εισφορές μειώθηκαν κατά 6,3%. Συνεπώς, ο μέσος πραγματικός μισθός αυξήθηκε κατά 5,9%. Το 2022 ο μέσος ακαθάριστος ονομαστικός μισθός αυξήθηκε κατά 1,5%. Ο πληθωρισμός ήταν 9,7%. Ο πραγματικός μέσος μισθός μειώθηκε κατά 7,4%. Η μέση φορολογική επιβάρυνση και οι κοινωνικές εισφορές αυξήθηκαν κατά 0,3%. Συνεπώς, ο μέσος πραγματικός μισθός μειώθηκε κατά 7,7%.
Το πραγματικό ΑΕΠ της χώρας την τριετία 2020-2022 παρουσίασε σωρευτική αύξηση κατά 5,3%. Συνεπώς, ο πραγματικός μέσος μισθός απώλεσε το 5,1% από την αύξηση του ΑΕΠ. Η μεγέθυνση του ΑΕΠ κατευθύνθηκε στα κέρδη. Οι απώλειες με βάση το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών είναι πολύ μεγαλύτερες, όπως εύκολα συνάγεται από τους αριθμούς. Επομένως, τεκμηριώνεται η ανισοκατανομή στην κατανομή του εισοδήματος την τριετία 2020-2022.
Τα ίδια συμπεράσματα προκύπτουν αν παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του μεγέθους της αποταμίευσης. Σύμφωνα με τους τριμηνιαίους εθνικούς λογαριασμούς θεσμικών τομέων της ΕΛΣΤΑΤ, η συνολική αποταμίευση στην Ελλάδα το 2022 ανήλθε στα 23,0 δισ. ευρώ (ροή,
όχι συσσωρευμένος πλούτος) από 18,4 δισ. ευρώ το 2019. Ως ποσοστό του ΑΕΠ ανήλθε στο 11,0%, από 10,0% το 2019. Όμως αν εξετάσουμε την κατανομή των αποταμιεύσεων, θα δούμε ότι η αποταμίευση των νοικοκυριών το 2022 είναι αρνητική -5,7 δισ. ευρώ (-2,7% του ΑΕΠ), ενώ αντίστοιχα των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων είναι θετική 23,6 δισ. ευρώ (11,3% του ΑΕΠ). Μάλιστα, βαίνει αυξανόμενη ολόκληρη την τριετία: το 2020 11,3 δισ. ευρώ, το 2021 18,0 δισ. ευρώ και το 2022 23,6 δισ. ευρώ.
Τρεις παρατηρήσεις για τα ανωτέρω:
α. Ως συνολικό μέγεθος η αποταμίευση «κρύβει» το απλό γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός των νοικοκυριών όχι μόνο δεν μπορεί να αποταμιεύσει, αλλά δυσκολεύεται αφάνταστα να εξασφαλίσει τα άκρως απαραίτητα για την καθημερινή του επιβίωση.
β. Η μείωση της αποταμίευσης, η συνέχιση της ακρίβειας και η σταδιακή μείωση όποιων κρατικών επιδοτήσεων είναι παράγοντες που φαίνεται ότι θα συμβάλουν στη συνέχιση του ρυθμού μείωσης των δαπανών των νοικοκυριών για κατανάλωση τους επόμενους μήνες μέχρι και το τέλος του έτους 2023, δυσκολεύοντας περαιτέρω την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών.
γ. Η παραπάνω κατάσταση δείχνει με απόλυτο τρόπο τις έντονες ανισορροπίες της ελληνικής οικονομίας δεδομένου ότι τα νοικοκυριά θα έπρεπε να πραγματοποιούν αποταμιεύσεις, να τις διοχετεύουν στον τραπεζικό τομέα και οι επιχειρήσεις να δανείζονται έχουσες αρνητική αποταμίευση. Αυτή θα έπρεπε να είναι μια «κανονική» κατάσταση σε μια οικονομία που μεγεθύνεται ισορροπημένα και μπορεί να χρηματοδοτήσει τις επενδύσεις της με υγιή τρόπο, δηλαδή χωρίς εξωτερικά ελλείμματα.