Φταίνε όμως και οι δύο
Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά τους, οι εκλογές στην Τουρκία θα ήταν μια καλή ευκαιρία για την Ε.Ε. να κοιταχτεί στον καθρέφτη και να αποτιμήσει τη σχέση της μαζί της. Η ισχυρά βάσιμη υποψία είναι πως αυτό δεν θα συμβεί, αφού μια τέτοιου είδους ομφαλοσκόπηση δεν θα κατέληγε καθόλου κολακευτική για τους Ευρωπαίους ηγέτες αλλά και για τον μηχανισμό της Ένωσης συνολικά.
Αυτήν την εβδομάδα το τουρκικό πρακτορείο ειδήσεων Anadolu, επικαλούμενο αρχεία που βρίσκονται στη διάθεση του γερμανικού Der Spiegel, ανέφερε ότι ουσιαστικά στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ο τότε καγκελάριος Χέλμουτ Κολ κορόιδευε την Άγκυρα υποσχόμενος να στηρίξει την προσπάθειά της για ένταξη στην Ε.Ε. Ο τότε (Φιλελεύθερος) ΥΠΕΞ Κλάους Κίνκελ υποσχόταν στους Τούρκους «λαγούς με πετραχήλια», αλλά ο Κολ διαβεβαίωνε τους Δυτικούς ηγέτες ότι μια ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. είναι αδιανόητη.
Ο καλός και ο κακός χωροφύλακας
Οσοι παρακολουθούν τα τεκταινόμενα σε επίπεδο ευρωπαϊκής πολιτικής δεν έπεσαν βεβαίως από τα σύννεφα. Από την πρώτη στιγμή ήταν σαφές ότι μια σειρά από ισχυρές ή μη χώρες δεν είχαν καμία πρόθεση να επιτρέψουν την είσοδο μιας μουσουλμανικής χώρας με δεκάδες εκατομμύρια κατοίκων στο «χριστιανικό κλαμπ». Η Γαλλία ήταν ίσως το πιο τρανταχτό παράδειγμα, όταν ο φόβος της Τουρκίας συνέβαλε και στην απόρριψη του σχεδίου για ένα ευρωπαϊκό σύνταγμα στο σχετικό δημοψήφισμα. Η ασαφής υπόσχεση για έναρξη μιας προενταξιακής διαδικασίας βόλεψε πολλούς, που κρύφτηκαν πίσω από αυτήν για να αποφύγουν τα βέλη της Άγκυρας. Ήταν όμως ένα υπόδειγμα υποκρισίας και ασυνέπειας που οφειλόταν στην ανυπαρξία κοινής εξωτερικής πολιτικής. Τελικά εξελίχθηκε σε ένα τυπικό παράδειγμα αυτοεγκλωβισμού, μια ασθένεια που συχνά βασανίζει την Ένωση. Φυσικό επακόλουθο ήταν η σχέση των δύο πλευρών να κλονίζεται διαρκώς από σκαμπανεβάσματα που συντηρούσαν, αν δεν διόγκωναν, την εκατέρωθεν καχυποψία.
Από την άλλη, πολλές ευρωπαϊκές χώρες, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό της Γερμανίας, όπου ζουν εκατομμύρια Τούρκοι ή τουρκικής καταγωγής πολίτες, εξαιτίας αυτών των δεδομένων λειτούργησαν συχνά ενοχικά ή και φοβικά. Ανέχθηκαν, για παράδειγμα, προκλητικές συμπεριφορές του Ερντογάν, ειδικά σε προεκλογικές περιόδους, αλλά και τη λειτουργία τουρκικών παρακρατικών μηχανισμών στο έδαφός τους με στόχο
συχνά Τούρκους αντιπολιτευόμενους. Γερμανοί δημοσιογράφοι απελάθηκαν ή και φυλακίστηκαν στην Τουρκία. Όλα αυτά εντάθηκαν μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, ενώ μετά τη συμφωνία για τη συγκράτηση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών προς την Ευρώπη, η Άγκυρα άρχιζε να εκμεταλλεύεται ως μοχλό εκβιασμού εκατομμύρια δυστυχισμένους ανθρώπους.
Η αποσπασματικότητα και η αναβλητικότητα αποτέλεσαν γενικότερα χαρακτηριστικά της πολιτικής της Ε.Ε., που στην περίπτωση της Τουρκίας απλώς αποκαλύπτονταν με έναν πιο εμφατικό τρόπο. Θα έχει ενδιαφέρον να «μετρήσει» κανείς την αμηχανία με την οποία η Ένωση θα αντιδράσει σε ένα εκλογικό αποτέλεσμα που θα σημάνει την αποχώρηση Ερντογάν από την εξουσία και θα φέρει στην Προεδρία έναν, τουλάχιστον στα λόγια, πιο διαλλακτικό και φιλοευρωπαίο Πρόεδρο, ο οποίος θα ζητήσει αναζωογόνηση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με «αντάλλαγμα» κινήσεις εκδημοκρατισμού. Αν για την Ευρώπη είναι τόσο σημαντική η απομάκρυνση του σημερινού Προέδρου, τότε θα πρέπει να έχει έτοιμο ένα εναλλακτικό σχέδιο για τη στήριξη του διαδόχου του και μια συνεργασία σε νέα βάση. Μέχρι στιγμής κάτι τέτοιο αγνοείται, και είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα προκύψει τόσο εύκολα, εξαιτίας συγκρουόμενων συμφερόντων εντός της Ε.Ε.
Το γεγονός ότι η σχέση Ε.Ε.-Τουρκίας παραμένει ασταθής και προβληματική αποκαλύπτει ένα σοβαρό δομικό πρόβλημα της (μη) εξωτερικής πολιτικής της Ένωσης, που τείνει μονίμως να αυτοεγκλωβίζεται