«Πρέπει να φύγει»
Η έκφραση «ούτε λεφτά ούτε δημοκρατία» συμπυκνώνει τα αισθήματα των Τούρκων, που σπρώχνουν τον Ερντογάν προς την εκλογική ήττα μετά από δύο δεκαετίες διακυβέρνησης
Οι τουρκικές εκλογές της 14ης Μαΐου είναι οι πιο σημαντικές μετά από αυτές του 2002 κι αυτό γιατί είναι οι πρώτες εκλογές μετά τις οποίες, καθώς φαίνεται, θα γίνει αλλαγή σκυτάλης για πρώτη φορά μετά από 21 χρόνια διακυβέρνησης του Κόμματος της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP).
Αυτά τα 21 χρόνια η χώρα έζησε πολύ μεγάλες πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές.
Αρχικά, η υπερψήφιση, το 2002, ενός ανοιχτά ισλαμικού κόμματος από την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος αποτέλεσε ορόσημο για μια χώρα για την οποία το κοσμικό κράτος ήταν θεμέλιος λίθος του εθνικού αφηγήματος από την αρχή της ίδρυσης του τουρκικού κράτους, το 1923. Η εκλογή της πρώτης κυβέρνησης Ερντογάν ήταν η πρώτη μαζική αμφισβήτηση αυτού του αφηγήματος από το εκλογικό σώμα. Για πρώτη φορά μετά το 1923, οι θρησκευόμενοι Τούρκοι απέκτησαν ορατότητα χωρίς αυτή να συνοδεύεται μόνο από αρνητικό σχολιασμό. Ο Ερντογάν χαρακτήριζε τον εαυτό του και την κυβέρνησή του ισλαμοδημοκρατικούς, κατά τα πρότυπα της ευρωπαϊκής Χριστιανοδημοκρατίας, αγγίζοντας έτσι τα δημοκρατικά αισθήματα πολιτών που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν έβρισκαν χώρο έκφρασης, αφού δεν ταυτίζονταν ούτε με τους ακραιφνείς κεμαλιστές αλλά ούτε και με τους ισλαμιστές παλαιάς κοπής. Στο πολιτικό επίπεδο, εκείνη η πρώτη κυβέρνηση φαινόταν - και ώς ένα βαθμό άσκησε πολιτικήφιλοευρωπαϊκή, κάτι το οποίο επιθυμούσε μια μερίδα της τουρκικής κοινωνίας. Ξεκίνησε συνομιλίες με τους Κούρδους και ικανοποίησε αιτήματά τους, όπως η λειτουργία σχολείων για την κουρδική γλώσσα, ο δημόσιος εορτασμός της κουρδικής Πρωτοχρονιάς καθώς και άλλων εκδηλώσεων, πραγματοποιήθηκε μια ειρηνευτική προσπάθεια ανάμεσα στο τουρκικό κράτος και στο PKΚ. Επιπλέον, μείωσε την επιρροή του στρατού στην πολιτική και ταυτόχρονα αύξησε την εκπροσώπηση πολιτών σε θεσμούς όπως το Ανώτατο Συμβούλιο Εκπαίδευσης και στην κρατική τηλεόραση.
Οι «Τίγρεις της Ανατολίας»
Στην οικονομία, η διακυβέρνηση του AKP ταυτίστηκε με το λεγόμενο «τουρκικό οικονομικό θαύμα», που συνδέθηκε με τις «Τίγρεις της Ανατολίας», μια ομάδα μικρομεσαίων ισλαμιστών επιχειρηματιών, οι οποίοι παρουσίασαν εντυπωσιακές οικονομικές επιδόσεις με εφαλτήριο την Κεντρική Ανατολία, που γεωγραφικά βρίσκεται στην κεντρική χώρα και αποτελεί το ιδεολογικό κέντρο της «Νέας Τουρκίας».
Αυτή η οικονομική μεγέθυνση είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας μεσαίας τάξης που μέχρι τότε η χώρα δεν διέθετε. Τέλος, κοινωνικά, μια μεγάλη μερίδα του κόσμου, που μέχρι τότε ήταν στην αφάνεια, απέκτησε ορατότητα και χώρο διεκδίκησης ακόμη περισσότερων δικαιωμάτων, όπως, για παράδειγμα, οι γυναίκες με μαντήλα, που μέχρι το 2013 δεν είχαν το δικαίωμα στην ανώτατη εκπαίδευση είτε ως φοιτήτριες είτε ως διδάσκουσες παρά μόνο εάν την αφαιρούσαν, καθώς και εργασιακή πρόσβαση στον δημόσιο τομέα. Η επιθυμητή από την εξουσία «τουρκικότητα» δεν αφορούσε πλέον τους μορφωμένους, κοσμικούς Τούρκους μόνο, αλλά συμπεριέλαβε και άλλα κομμάτια της κοινωνίας. Κατά δήλωση του ίδιου του Ερντογάν, το 2005 και το 2006, σε δημόσιες εκδηλώσεις του AKP, η «τουρκικότητα» ήταν μια ταυτότητα η οποία συμπεριλάμβανε και άλλες, ξεχασμένες, αόρατες ή «εχθρικές» μέχρι τότε υπο-ομάδες της τουρκικής κοινωνίας, όπως, για παράδειγμα, οι Κούρδοι και τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα.
Οι πολιτικές αυτές εδραίωσαν τη διακυβέρνηση του AKP, η οποία φαίνεται τώρα να φτάνει στο τέλος της μετά από 21 χρόνια. Οι λόγοι για τη διαφαινόμενη εκλογική ήττα του AKP είναι πολυσύνθετοι και καθόλου μονοσήμαντοι. Χάριν, όμως, οικονομίας της συζήτησης θα επικεντρωθώ παρακάτω σε μερικούς και ίσως τους πιο σημαντικούς. Ένας σημαντικός λόγος είναι η οικονομική κρίση, που βαθαίνει και συρρικνώνει τη μεσαία τάξη που η ίδια κυβέρνηση δημιούργησε. Κοινωνικές ομάδες που μέχρι πρόσφατα είδαν το βιοτικό τους επίπεδο να ανεβαίνει θεαματικά είναι τώρα θεατές της συρρίκνωσης του εισοδήματός τους. Οι λιγότερο ωφελημένοι της οικονομικής μεγέθυνσης, που ζούσαν με επιδόματα ακόμη και στην εποχή της ευμάρειας, δεν μπορούν πλέον να καλύψουν βασικές τους ανάγκες. Η κυβέρνηση δεν μπορεί πια να παίξει το χαρτί της ισχυρής οικονομικά Τουρκίας, η οποία ήταν ένας από τους σημαντικότερους λόγους που την κράτησαν μέχρι τώρα στην εξουσία και ίσως ο μόνος μετά την έκρηξη αυταρχισμού που ακολούθησε αρχικά την εξέγερση του Γκεζί, τον Μάιο του 2013, και την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος, τον Ιούλιο του 2016.
Οι «εχθροί της Τουρκίας»
Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που αποδυναμώνει εκλογικά το κυβερνών κόμμα. Αυτή η ανοιχτότητα που περιγράφηκε παραπάνω, αναφορικά με το ποιος γινόταν αποδεκτός, σύμφωνα με το νέο εθνικό αφήγημα του ΑΚΡ, κάτω από την ομπρέλα της «Νέας Τουρκίας», άρχισε να κλείνει ερμητικά. Ειδικά μετά το 2016, αρκετές από τις ομάδες που είχαν συμπεριληφθεί σ’ αυτό το αφήγημα θεωρήθηκαν εν μιά νυκτί εχθροί της Τουρκίας. Οι ακόλουθοι του κινήματος Γκιουλέν, για παράδειγμα, με το οποίο η κυβέρνηση βρισκόταν σε αγαστή συνεργασία, θεωρήθηκαν συνεργοί στην απόπειρα του πραξικοπήματος, τα μέλη και οι οπαδοί του φιλοκουρδικού Κόμματος της Δημοκρατίας των Λαών (HDP), πανεπιστημιακοί, αριστεροί πολίτες, ακτιβιστές, δημοσιογράφοι, καθώς και άλλα προοδευτικά κομμάτια της κοινωνίας, εκδιώχθηκαν και συνεχίζουν να διώκονται μέχρι και σήμερα.
Ολα αυτά κάνουν την πρώτη περίοδο διακυβέρνησης του ΑΚΡ να φαντάζει πολύ μακρινή πλέον και σε συνδυασμό με την οικονομική δυστοκία που μαστίζει τη χώρα δεν δίνουν καμία προοπτική νίκης στον Ερντογάν, ο οποίος μόλις τέσσερις μέρες πριν τις εκλογές αποφάσισε να ανακοινώσει την πρόθεσή του να αλλάξει το σύνταγμα προς μια πιο προοδευτική κατεύθυνση. Μετά όμως από μια δεκαετία ακραίου αυταρχισμού, μια τέτοια διαβεβαίωση δεν φαίνεται να είναι αρκετή. Οι περισσότεροι Τούρκοι που γνωρίζω θα ψηφίσουν υπέρ του αντιπολιτευτικού συνασπισμού των έξι, όχι τόσο γιατί ταυτίζονται με αυτόν, αλλά γιατί θεωρούν ότι μετά από 21 συναπτά έτη το AKP έχει αποκτήσει καθεστωτικά χαρακτηριστικά και «πρέπει να φύγει», όπως αναφέρουν. «Ούτε λεφτά ούτε δημοκρατία», μου έγραψε προχθές ένας φίλος Τούρκος και αυτή η έκφραση συμπυκνώνει εύγλωττα τους κύριους λόγους της διαφαινόμενης εκλογικής ήττας του AKP, μετά από δύο δεκαετίες διακυβέρνησης.