Το γερμανικό κράτος πρόνοιας ασθενεί
Σε μια εποχή που το «κοινωνικό συμβόλαιο» αναθεωρείται σε όλη την Ε.Ε., οι επιλογές που θα κάνει η Γερμανία δεν μπορεί παρά να είναι καθοριστικές για το ευρωπαϊκό εγχείρημα
Οτίτλος ήταν ο ίδιος όπως και τις προηγούμενες εννέα φορές που κάποιος πρωθυπουργός κράτους-μέλους μίλησε στην Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου στο Στρασβούργο: «Αυτή είναι η Ευρώπη». Μόνο που τώρα στο βήμα βρισκόταν ο καγκελάριος της Γερμανίας. Και σε μια εποχή που η Ένωση βρίσκεται μπροστά σε σημαντικές αποφάσεις για το μέλλον της, τα λόγια του ήταν λογικό να προσελκύσουν το ενδιαφέρον και πέραν των εθνικών συνόρων της πατρίδας του, αντίθετα απ’ ό,τι συνέβη με όσους προηγήθηκαν. Ήταν και η σημειολογία της 9ης Μαΐου. Ημέρα της Ευρώπης μόλις λίγες ώρες μετά την έκθεση της PEGA, που μας υπενθύμιζε ότι η Δημοκρατία διολισθαίνει επικίνδυνα σε μια σειρά από χώρες. Και το ερώτημα να πλανάται στον αέρα: Μπορεί να υπάρξει κράτος πρόνοιας δίχως Κράτος Δικαίου;
Η ομιλία του Όλαφ Σολτς δεν μπόρεσε να αποτινάξει από πάνω της τις υποψίες για την ανάκληση παλιών κλισέ. Ευημερία, ενότητα, διαφάνεια και συνεργασία. Όλα αυτά ακούγονται όμορφα, αλλά πιο ουσιαστικό ήταν εκείνο που του επισήμαναν αρκετοί ευρωβουλευτές της αντιπολίτευσης. Ότι δηλαδή το πρώτο που θα πρέπει να έχουν στο μυαλό τους οι κυβερνήσεις είναι να βοηθήσουν τους ασθενέστερους σε κοινωνίες που δοκιμάζονται μετά τις απανωτές κρίσεις.
Ενα σχέδιο σε μορφή σίριαλ
Κι αυτά δεν είναι λόγια του αέρα. Στη σημερινή Γερμανία μοιάζει να βρίσκεται σε εξέλιξη η τελειοποίηση ενός σχεδίου που είχε ξεκινήσει ένας άλλος σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος, ο Γκέρχαρντ Σρέντερ. Μιλάμε για την προσπάθεια να εμποτιστεί η κοινωνία με την πεποίθηση ότι οι διεκδικητές ή δικαιούχοι κοινωνικών παροχών και στήριξης είναι ακαμάτηδες και τεμπέληδες. Τότε συνηγόρησαν σ’ αυτή την πολιτική και οι Πράσινοι. Σήμερα, εκτός από τους Πράσινους, βοήθεια προσφέρουν και οι Φιλελεύθεροι, που προ
σπαθούν να μπλοκάρουν οποιαδήποτε ιδέα για την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους. Αν συνυπολογίσει κανείς ότι η κυβέρνηση έχει απέναντί της μια χριστιανοδημοκρατική αντιπολίτευση, πολλά στελέχη της οποίας υιοθετούν την εκτίμηση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε πως «η γερμανική κοινωνία είναι κακομαθημένη», και μια Αριστερά που έχει πατήσει το πλήκτρο της «παύσης» στα αντιπολιτευτικά της καθήκοντα ασχολούμενη με εσωτερικές διαμάχες, τότε δεν μπορεί να προσδοκά πολύ καλύτερες μέρες για τους Γερμανούς εργαζόμενους.
Πέρα από τα μισθολογικά
Δεν είναι μόνο υπόθεση μισθών. Κάποια συνδικάτα κατάφεραν πράγματι να διεκδικήσουν και να πετύχουν καλύτερους μισθούς ως αντιστάθμισμα στον αφύσικα υψηλό πληθωρισμό. Αυτό έχει να κάνει περισσότερο με την παραδοσιακή γερμανική αντίληψη για την ανάγκη ύπαρξης ενός «κοινωνικού συμβολαίου». Οι εργαζόμενοι πρέπει να λαμβάνουν «τόσο όσο» προκειμένου να μην υπάρχουν απεργίες και αναταραχές και η οικονομία, δηλαδή η βιομηχανία (μαζί και οι εξαγωγές), να συνεχίζει να «τρέχει». Δεν θα δει εκεί κανείς τις συγκρουσιακές κινητοποιήσεις που συγκλονίζουν επί μήνες τη Γαλλία.
Η στόχευση όμως είναι αλλού. Η λογική της «καλοπέρασης», που αποτέλεσε κεντρικό άξονα της κυριαρχίας επί δεκαέξι χρόνια του συστήματος Μέρκελ, ανοίγει τον δρόμο για περικοπές, ιδιωτικοποιήσεις, εκπτώσεις στις υποχρεώσεις του κράτους απέναντι στους πολίτες. Η κινδυνολογία που ξεδιπλώθηκε με επιτυχία τα χρόνια της κρίσης χρέους στον Νότο της Ευρώπης αλλά και η επίκληση της ανάγκης θυσιών πέρσι, ενόψει της ενεργειακής κρίσης, δεν ήταν παρά στοχευμένες δόσεις υπνωτικού έτσι ώστε να απορροφάται αναίμακτα η πολιτική πριμοδότησης τραπεζιτών στην αρχή και βιομηχάνων στη συνέχεια.
Η «δίαιτα» στην οποία υποχρεώνεται μεθοδικά το κοινωνικό κράτος προβάλλεται ως αναπόφευκτη. Εκατοντάδες δισεκατομμύρια δαπανήθηκαν υπό τη μορφή δανείων, εγγυήσεων, επιδοτήσεων για τη στήριξη του μεγάλου κεφαλαίου, ενώ η ενίσχυση των χαμηλότερων στρωμάτων επιδιωκόταν να είναι οριακή και κυρίως εφάπαξ, για να μην παγιώνει απαιτήσεις. Τη μέθοδο είδαμε να ευλογεί η Ε.Ε. και να υιοθετούν και άλλες χώρες, όπως η δική μας.
Κενά που κραυγάζουν
Στις γερμανικές ειδήσεις πληθαίνουν τα ρεπορτάζ για σοβαρές ελλείψεις στο σύστημα Υγείας. Λείπουν επίσης δάσκαλοι στα σχολεία, καθηγητές, θέσεις σε παιδικούς σταθμούς. Κορυφαίοι οικονομολόγοι, όπως ο Πέτερ Μπόφινγκερ, άλλοτε μέλος της επιτροπής σοφών, επέμεναν στα χρόνια της εγκράτειας ότι δεν πραγματοποιήθηκαν οι αναγκαίες επενδύσεις σε υποδομές. Το σιδηροδρομικό δίκτυο είναι υπερφορτωμένο, τα οδικά δίκτυα συχνά σε κακή κατάσταση, οι τηλεπικοινωνίες δεν έχουν το επίπεδο που θα άρμοζε στην πρώτη οικονομία της Ευρώπης.
Ολα αυτά πλήττουν κυρίως τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα. Τους εργαζόμενους που πρέπει να μετακινηθούν καθημερινά προς την εργασία τους και στέλνουν τα παιδιά τους σε δημόσια σχολεία. Για νέους ανθρώπους σε Βερολίνο, Αμβούργο, Φρανκφούρτη είναι απαγορευτικό να πληρώσουν ενοίκιο για αξιοπρεπές σπίτι που δεν θα βρίσκεται στις παρυφές της πόλης. Για το Μόναχο ούτε συζήτηση.
Η κοινωνική κινητικότητα παραμένει σε χαμηλά επίπεδα. Το παιδί του εργάτη θα καταλήξει μάλλον εργάτης, το παιδί του μεγαλοδικηγόρου θα ακολουθήσει τον στρωμένο δρόμο των γονιών του. Σχεδόν το 20% ζει κάτω από τα επίσημα όρια της φτώχειας.
Ολα αυτά δείχνουν ένα σχετικά λειτουργικό μεν, αλλά βαθιά ταξικό σύστημα, που έπειτα από κάθε κρίση καταλήγει ακόμα ταξικότερο. Σε μια χώρα που οι έννοιες της κοινωνικής ασφάλισης και του κράτους πρόνοιας άρχισαν να υλοποιούνται από την εποχή του Μπίσμαρκ, στα τέλη του 19ου αιώνα, το κράτος πρόνοιας πλέον βρίσκεται ένα βήμα πριν από την Εντατική. Αλλά οι γιατροί διαφωνούν για τη θεραπεία. Και ο ασθενής αντιμετωπίζεται ως αδαής.