Σχέδιο δράσης, γεωπολιτική και περιβάλλον
Προσπαθούμε να σώσουμε τον πλανήτη από τα ορυκτά καύσιμα αλλά στο τέλος μπορεί να τον καταστρέψουμε ξεκοιλιάζοντας κάθε σπιθαμή γης για να εξορύξουμε αυτά που χρειαζόμαστε για την ενεργειακή μετάβαση
Ανάλογο σχέδιο είχε ξεδιπλώσει το 2020 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με στόχο περισσότερο τη μείωση της εξάρτησης της Ε.Ε. από τρίτες χώρες και την αναζήτηση εναλλακτικών πηγών. Το μπλοκ εξακολουθεί να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην Κίνα και τη Ρωσία για την προμήθεια στοιχείων που είναι απαραίτητα σε τεχνολογίες καθαρής ενέργειας. Το σχετικό σχέδιο δράσης είναι ευθυγραμμισμένο με το πρότζεκτ της «Πράσινης Συμφωνίας Βιομηχανικής Στρατηγικής» και θέτει το πλαίσιο για τα επόμενα βήματα για την εξασφάλιση ομαλής ροής προμηθειών κρίσιμων ορυκτών, συμπεριλαμβανομένου του σχήματος χρηματοδότησης.
Ας σημειωθεί ότι η Ευρώπη διαθέτει κι αυτή αποθέματα κρίσιμων ορυκτών. Ενδεικτικά, η Γερμανία είναι ένας σημαντικός παραγωγός γαλλίου, στοιχείου που χρησιμοποιείται στους ημιαγωγούς και στην κατασκευή των γνωστών LED. Η Φινλανδία παράγει το ήμισυ του γερμανίου που απορροφούν οι χώρες της Ε.Ε., βασικού συστατικού της τεχνολογίας των οπτικών ινών, ενώ η Γαλλία παράγει περισσότερο από το ένα τέταρτο του ιριδίου που χρησιμοποιείται στις οθόνες υγρών κρυστάλλων. Η Ε.Ε. είναι επίσης εξαγωγέας ινδίου και αφνίου, ενός σπάνιου μετάλλου, από τα πλέον δύστηκτα, που χρησιμοποιείται σε ευρύ φάσμα εφαρμογών, από την ιατρική ώς τη στρατιωτική βιομηχανία, και εικάζεται ότι μεγάλες ποσότητές του υπάρχουν στην Ουκρανία και τη Ρωσία. Σύμφωνα με τους αναλυτές, η αυξανόμενη ζήτηση για κρίσιμα ορυκτά θα επηρεάσει ιδιαίτερα τη Λατινική Αμερική, η οποία διαθέτει το 40% των παγκόσμιων αποθεμάτων χαλκού αλλά και μεγάλο μερίδιο του κοβαλτίου και του νικελίου. Σε τρεις μόνο χώρες της Λατ. Αμερικής, την Αργεντινή, τη Βολιβία και τη Χιλή, αντιστοιχούν τα δύο τρίτα της παγκόσμιας προσφοράς λιθίου. Η πίεση για την εξόρυξη κρίσιμων ορυκτών θα αυξηθεί καθώς η Κίνα, ο μεγαλύτερος παραγωγός στον κόσμο, κινείται για να περιορίσει τις εξαγωγές της και καθώς άλλες χώρες κινούνται αντίστροφα για να μειώσουν την εξάρτησή τους από το Πεκίνο. Παράλληλα, χώρες που διαθέτουν αυτούς τους πολύτιμους πόρους κινούνται, με τη σειρά τους, για να τους προστατεύσουν και να εγγυηθούν ότι τους όρους της εκμετάλλευσής τους θα τους βάζουν οι ίδιες, όχι οι πολυεθνικές μεταλλευτικές εταιρείες. Πρόσφατο παράδειγμα, η Χιλή, όπου ο αριστερός Πρόεδρος της Γκάμπριελ Μπόριτς έκανε πράξη την προεκλογική υπόσχεσή του να εθνικοποιήσει τα πλούσια κοιτάσματα λιθίου, τα οποία εκμεταλλεύονται τώρα μόλις δύο εταιρείες.
Δείχνοντας τον δρόμο
Αλλά δεν είναι μόνο η κλασική διελκυστίνδα ανάμεσα σε αυτούς που έχουν τους ενεργειακούς πόρους και σ’ εκείνους που τους θέλουν διακαώς, ο λόγος που το σαφάρι για κρίσιμα μέταλλα είναι σήμερα πολύ διαφορετικό από εκείνο του πετρελαίου πριν από έναν και πλέον αιώνα, όταν αυτοκρατορίες και αποικιοκράτες όριζαν ακόμη τις τύχες του κόσμου. Είναι και το ακριβό περιβαλλοντικό αντίτιμο που πρέπει να πληρώσουν οι χώρες που διαθέτουν αυτούς τους πόρους για να καλύψουν την αυξανόμενη ζήτηση και η οποία απειλεί να αντιστρέψει τους όρους του παιχνιδιού: Προσπαθούμε να σώσουμε τον πλανήτη από τα ορυκτά καύσιμα, αλλά στο τέλος μπορεί να τον καταστρέψουμε ξεκοιλιάζοντας κάθε σπιθαμή γης για να εξορύξουμε αυτά που χρειαζόμαστε για την ενεργειακή μετάβαση.
Τελευταία, το γεγονός ότι αυτό το σαφάρι για «πράσινους» πόρους επεκτείνεται και στο πιο παρθένο οικοσύστημα της Γης, τον Αμαζόνιο, φέρνει πολλούς αντιμέτωπους με μια άβολη αλήθεια, γράφει το Foreign Policy. Η κλιματική πολιτική και η προστασία του περιβάλλοντος δεν είναι το ίδιο πράγμα. Καθώς η ενεργειακή μετάβαση επιταχύνεται, αυτή η αντίφαση γίνεται όλο και πιο έντονη. Τα τροπικά δάση της Ινδονησίας έχουν αποψιλωθεί για φυτείες φοινικέλαιου που παράγουν βιοκαύσιμα και τα δάση της Δυτικής Αφρικής υλοτομούνται για τα πέλετ που θερμαίνουν τα «πράσινα» σπίτια στην Ευρώπη. Ακόμη χειρότερα, οι εξορύξεις ανοιχτού λάκκου είναι μια από τις πιο καταστροφικές βιομηχανίες, που ισοπεδώνει τα πάντα στο πέρασμά της, ενώ οι τοξικές απορροές, τα απορρίμματα και τα απόβλητα μπορούν να δηλητηριάσουν τα ποτάμια και να προκαλέσουν τον όλεθρο σε ακτίνα χιλιομέτρων. Όπως σκωπτικά συμπληρώνουν οι αρθρογράφοι, «ο τρόπος με τον οποίο η Βραζιλία θα χειριστεί την αυξανόμενη δίψα για πόρους της ενεργειακής μετάβασης, θα δείξει αν η στρατηγική μας για τη διάσωση του πλανήτη θα μας αφήσει τελικά δίχως κανέναν πλανήτη να σώσουμε»...