Ενας ριζοσπαστικός φεμινισμός που δεν σωπαίνει
Ενα κάλεσμα για προσωπική και συλλογική απελευθέρωση που, μολονότι διατυπώθηκε πριν δεκαετίες, συνομιλεί με το ταραγμένο παρόν μας
ΗΌντρι Λορντ, γεννημένη το 1934 στη Νέα Υόρκη, σπουδαία ποιήτρια, δοκιμιογράφος και ακτιβίστρια, κατάλαβε από νεαρή ηλικία ότι ως μαύρη, λεσβία και φτωχή δεν είχε θέση στην καπιταλιστική, ρατσιστική, πατριαρχική και ομοφοβική Αμερική του ’50 και των επόμενων δεκαετιών. Αυτά τα χαρακτηριστικά της αποτελούσαν διαβατήριο για μια ζωή στην οποία, αν ήθελε να θεωρηθεί έστω και λίγο «κανονική», θα έπρεπε να απαρνηθεί τον εαυτό της. Η Λορντ όμως έδωσε μάχη να μην προδώσει καμία πτυχή του εαυτού της, αλλά, αντίθετα, έκανε καθεμία από αυτές τις πτυχές εργαλείο για να πολεμήσει συστηματικά την αδικία. Όπως είχε πει σε μία από τις γνωστότερες ομιλίες της: «Ίσως κάποιες από εσάς εδώ σήμερα να βλέπετε στο πρόσωπό μου κάποιον από τους φόβους σας. Γιατί είμαι γυναίκα, γιατί είμαι μαύρη, γιατί είμαι λεσβία, γιατί είμαι ο εαυτός μου. Μια μαύρη γυναίκα, μαχήτρια και ποιήτρια, που κάνει τη δουλειά της. Και έρχομαι και σας ρωτάω: εσείς κάνετε τη δική σας;».
Ενας χάρτης πορείας ακριβώς γι’ αυτή τη «δουλειά» είναι η συλλογή δοκιμίων και ομιλιών της Λορντ «Sister outsider», που πρωτοεκδόθηκε το 1984 και κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες για πρώτη φορά στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κείμενα. Πρόκειται, δικαίως, για μια συλλογή-ορόσημο για το φεμινιστικό κίνημα. Την καθιστούν ορόσημο τόσο η διαθεματικότητα όσο και η πολυθεματικότητά της: ασκεί κριτική στον ακαδημαϊκό δευτεροκυματικό φεμινισμό των λευκών προνομιούχων γυναικών που δεν έβρισκε να πει μια κουβέντα για τις μη λευκές και τις φτωχές γυναίκες, μιλάει για τη βία κατά των γυναικών εντός της μαύρης κοινότητας, για τη χρήση του θυμού ως εργαλείου για να ξεχωρίσουμε τους συμμάχους από τους εχθρούς μας, για τον ερωτισμό και για τη σημασία της ποίησης στη ζωή μας. Η πολυσυλλεκτική ματιά της αντικατοπτρίζεται και στην εκφορά του λόγου της: σε πολλά κείμενά της δεν μπορεί κανείς να αποφασίσει αν έχει να κάνει με πεζό λόγο με ποιητική χροιά ή με ποιήματα μεταμφιεσμένα σε πεζό λόγο.
Με όχημα τη διαθεματική θέωρησή της, που αντιμετωπίζει όλες τις μορφές καταπίεσης ως αλληλένδετες, η Λορντ τελικά συνδέει το προσωπικό με το πολιτικό με έναν απολύτως πρωτότυπο και αρμονικό τρόπο. Κι αν οι αναλύσεις της έχουν συνήθως ως αφετηρία τις φτωχές γυναίκες, τις μαύρες, τις ομοφυλόφιλες, τελικά η Λορντ μιλάει για κάθε άνθρωπο που βρίσκεται έξω από τη σφαίρα του «κανονικού», του αποδεκτού, της νόρμας. Όπως έλεγε η ίδια, μια κοινωνία στηριγμένη πάνω στην οικονομία του κέρδους χρειάζεται πάντα «ένα ανθρώπινο πλεόνασμα από απόβλητους» για να λειτουργήσει. Σε όσα άτομα ανήκουν σήμερα σ’ αυτό το «ανθρώπινο πλεόνασμα» απευθύνεται η Λορντ και τα καλεί να μην χάσουν την ανθρωπινότητά τους, να μην καταπίνουν τον θυμό τους, να μην θυσιάζουν τη μία πλευρά του εαυτού τους έναντι των άλλων, να μην βλέπουν τις διαφορές μεταξύ τους ως αιτίες διχασμού, αλλά ως πηγές δύναμης. Τα καλεί να πολεμήσουν όσα προτάγματα των καταπιεστών έχουν άθελά τους εσωτερικεύσει και, σε τελική ανάλυση, να παλέψουν για «έναν κόσμο στον οποίο θα μπορούμε όλοι να ανθίσουμε». Και τελικά είναι αυτό το κάλεσμά της για προσωπική και συλλογική απελευθέρωση που, μολονότι διατυπώθηκε πριν από δεκαετίες, συνομιλεί με το ταραγμένο παρόν μας.