Η τραγωδία και οι αμφίσημες ροπές της
SIMON CRITCHLEY, Η τραγωδία, οι αρχαίοι Έλληνες κι εμείς, Μετάφραση: Γιάννης Δούκας, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 454
Στο νέο βιβλίο του ο Simon Critchley παραθέτει αναστοχαστικές διερωτήσεις, ως προς τη σχέση μας με τους αρχαίους Έλληνες και το δράμα, ανατέμνει κριτικά τις διάφορες θεωρίες για την τραγωδία και τις συνέπειές τους σ’ αυτή. Ο συγγραφέας τοποθετεί το αρχαίο δράμα σε ένα σύγχρονο ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο, απεγκλωβίζοντάς το από γραμμικές θετικιστικές αφηγήσεις, οι οποίες διαφοροποιούν το ατομικό από το συλλογικό. Διατυπώνονται, λοιπόν, διαρκώς στην εκτύλιξη του βιβλίου ζητήματα ταυτότητας, τα οποία εξετάζουν τον εαυτό ως προς τη σχέση με τους άλλους, αλλά και τις συγκεκριμένες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες του παρόντος. Σε μια διαχρονία τα τραγικά του παρόντος συνομιλούν με τα παρελθοντικά, «βάζοντας χειρόφρενο» σε ποικίλους ηθικούς μελοδραματισμούς και θεωρίες της ήττας. Στη σύγχρονη ανάγνωση της έννοιας της τραγωδίας, ο Critchley κατασκευάζει πολύτροπες αναγνωστικές ατραπούς επιβίωσης για όλα όσα δύσκολα αντέχονται. Η τραγωδία ανασυντάσσεται ως ζωή του σκεπτικισμού, της σοφιστικής, «σκέψη σχετικά με τη δράση» (σ. 18), με διαπεραστικούς τόνους καθαρής αντίφασης και διλημμάτων, χωρίς αοριστολογικές τοποθετήσεις. Όλα συγκεντρώνονται γύρω από το «πραξιακό ερώτημα»: «Τι να κάνω» (σ. 17) σε κάθε δύσκολη, χαοτική κατάσταση του καθημερινού, στην οποία η δράση φαίνεται ότι διαφεύγει.
Στις διαρκείς κρίσεις εντός των οποίων συχνά αισθανόμαστε άβουλα υποκείμενα που δυσκολεύονται να νοηματοδοτήσουν τις πολλαπλές εκδοχές του πραγματικού με τη χρήση του λόγου και κατανοητικών μηχανισμών επεξεργασίας, ο Critchley διατυπώνει νέους όρους διαχείρισης και δράσης, προσκαλώντας να επανεφεύρουμε τους κλασικούς (σ. 22) στις νέες συνθήκες. Στην επιλογή του σκεπτικισμού ως βασικού στοιχείου της τραγωδίας βρίσκεται ένας συγκεκριμένος προσανατολισμός ως προς το πραγματικό. Ένας προσανατολισμός «που μοιάζει να αναδύεται από τον αποπροσανατολισμό του να μη γνωρίζουμε τι να κάνουμε» (σ. 20) και ο οποίος δεν φοβάται την επισφάλεια της ύπαρξης και την πενθησιμότητά της.
Απέναντι στην κατασκευή της προόδου ως σύγχρονης ιδεολογίας, που αποκηρύσσει το παρελθόν, το εγκιβωτίζει σε απλουστευτικά ερμηνευτικά σχήματα, συχνά μεταφυσικά ή θεολογικά, κρύβοντας πένθη και θρήνους, η τραγωδία προσφέρει υλικά αποθέματα για την κριτική αυτής της ιδεολογίας, και υπονομεύοντας τις απόλυτες διακρίσεις για τα όρια του κοινωνικού και πολιτικού χώρου. Ό,τι αποκηρύσσεται όμως, επανέρχεται στοιχειώνοντας παρόν και μέλλον, οπότε μας καλεί στην επαναφορά της ενεργού συνέργειας σε ό,τι συνεχίζει. Εδώ η αποσταθεροποίηση είναι κομβική. Στην τραγωδία ο εξαρθρωμένος γραμμικός χρόνος καταργείται, ενώ η τελεολογική σύνδεση παρελθόντος-μέλλοντος αντιστρέφεται. «Το παρελθόν δεν είναι παρελθόν, το μέλλον αναδιπλώνεται στον εαυτό του και το παρόν πλημμυρίζει από τις ροές του παρελθόντος και του μέλλοντος, με αποτέλεσμα να αποσταθεροποιείται» (σ. 32). Συμβολικά και πραγματικά ο πόλεμος είναι παρών. Ο απλουστευτικός πασιφισμός, ενεργός στον πόλεμο ΡωσίαςΟυκρανίας, είναι τελικά «αδρανής και αυτάρεσκος» (σ. 38), ενώ στην τραγωδία διαφαίνεται καθαρά «η τραγική διαλεκτική του πολιτικού».
Ο Γοργίας επανέρχεται στο προσκήνιο, στο ερμηνευτικό ρεπερτόριο της τραγωδίας ως εκ νέου νοηματοδοτούμενης «απάτης», αφού και «αυτός που παραπλανά είναι πιο ειλικρινής από αυτόν που δεν παραπλανά και ο παραπλανημένος σοφότερος από τον μη παραπλανημένο» (σ. 42). Αρχαία και σύγχρονα φαντάσματα συνοδοιπορούν σε μια γραμμή ασταθή και μεταιχμιακή, ενώ «οι νεκροί δεν μένουν νεκροί και οι ζώντες δεν είναι εντελώς ζωντανοί» (σ. 43). Το ψέμα στην τραγωδία ορίζει την αλήθεια της και έτσι η τραγωδία προβάλλει ως «αυτεπίγνωση της μυθοποίησης» (σ. 58). Ορθώς ορίζει εδώ ο Critchley την εγγύτητα με τον Αρτό, τον Νιτς, την Κέιν, τον Μπέκετ και το σινεμά του Λαρς Φον Τρίερς. Η αφελής θεολογική πίστη στην αλματώδη πρόοδο, που συναρθρώνεται με έναν ανούσιο ιδεαλισμό της ελπίδας καταρρέει, καθώς καταδεικνύεται επαρκώς στις τραγικές εκφάνσεις του αρχαίου δράματος πως κανένας συγκαταβατικός υπερκερασμός μιας λογικής συμφωνίας δεν επιτυγχάνεται στις παθιασμένες αντιτιθέμενες μεταξύ τους αξιώσεις για το δίκαιο. Οριζόμενη ως διαλεκτικός τρόπος εμπειρίας η τραγωδία θέτει για την απογοήτευση με άλλους όρους, ως μορφή θάρρους και αγώνα, μακριά από κοινότοπους οραματικούς θετικισμούς.
Ως διασαλεύτρια κάθε κανονικότητας είναι επόμενο η τραγωδία να φέρει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Ως πολιτική και λογοτεχνική επινόηση η τραγωδία συνυφαίνεται με την υποκειμενικότητα, ενώ την ίδια στιγμή, σημειώνει ο Critchley, είναι «ενσυνείδητα αναχρονιστική». Διαταράσσεται ο ιστορικός χρόνος, οι ρίζες όμως τρέφονται από ό,τι κατασκευάζεται ως ιστορική πραγματικότητα. Πραγματικότητα απαραίτητη, αλλά όχι επαρκής. Επιπλέον, στα συνθετικά ρεπερτόρια που παραθέτει ο συγγραφέας, καμιά κλειστή διεκπεραιωτική ερμηνευτική θεωρία δεν μπορεί να είναι καταληκτική, είτε αναφερόμαστε στις προοδευτικές αφηγήσεις της φιλοσοφίας της ιστορίας (Μαρξ, Χέγκελ), είτε στις εξελικτικές (Χάιντεγκερ, Νίτσε). Η κατανόηση του κόσμου θα παραμείνει θραυσματική, αφού και η αυτονομία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την εξάρτηση. Κάθε φορά που ακούγεται η πίστη στην απόλυτη αυτονομία, επιτελείται στην τραγωδία η ύβρις. Ο σκεπτικισμός επανέρχεται σε νέες επιτελέσεις «με τη διάλυση κάθε σημείου βεβαιότητας». Πώς συνομιλεί η αρχαία τραγωδία με το εδώ και τώρα; Σε έναν νέο ορισμό: «τραγωδία σημαίνει την παραίτηση από κάθε θεολογία ή μεταφυσική της ιστορίας που βασίζεται στη διάκριση μεταξύ αρχαίων και σύγχρονων» (σ. 60).
Σε όλες τις παραπάνω διατυπώσεις ο Critchley δεν είναι μόνος του. Αντλεί υλικό και το συνθέτει, αξιοποιώντας θεωρητικούς συμμάχους: τον Σκοτ Σκάλλιον, ο οποίος αναμετράται με τον όρο της αρχέγονης διονυσιακής τραγωδίας των αρχαίων πηγών, γκρεμίζοντας αυτήν τη μυθολογία του όρου και εντάσσοντας τον όρο «στη χώρα τού ποτέ της αιτιολογικής εικασίας» (σ. 66). Ο συγγραφέας προχωρά το συμπέρασμα αυτό και κάνει λόγο για τις ισχυρές φωνές εξωτικοποίησης της αρχαίας τραγωδίας, τοποθετώντας τες σε διαφόρων τύπων αντιδραστικές κριτικές που συνδέονται με την απόρριψη του οτιδήποτε θεωρείται ως «νεοτερικότητα». Σε αυτό που οι Βερνάν και ΒιντάλΝακέ προσδιόρισαν ως «τραγική συνείδηση», οι δράσεις των ανθρώπων εκτυλίσσονται ως προβλήματα που αναδιατάσσονται ανάλογα με την περίσταση, παρά σαν σταθερές πραγματικότητες. Αντίστοιχα, η δημοκρατία μετατρέπεται σε εν εξελίξει θέαμα, επικαιροποιώντας το πολιτικό από το χθες στο σήμερα. Με τέτοιους όρους προσθέτει ο Critchley η τραγωδία γίνεται μια «αρχαία εκδοχή της νεοτερικότητας, αισθητική καινοτομία» και «ενσυνείδητος εκμοντερνισμός» (σ. 73-74).
Έχοντας προσδώσει όλες αυτές τις εννοιολογήσεις της τραγωδίας ο Critchley, ακολουθώντας τον Ουίλλιαμς, μπορεί να προχωρήσει σε μια βασική αντίστιξη, καταφέροντας μια μετωπική επίθεση στους νεοπλατωνιστές και τους σύγχρονους αριστοτελικούς. Η τραγωδία και οι αμφίσημες ροπές της που δεν ξορκίζονται στέκονται στην άλλη άκρη από τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Καντ που εμμένουν στην πίστη πως αν η ιστορία ή η ανθρώπινη λογική κατανοηθούν ορθά μπορούν να οδηγήσουν σε ένα ολοκληρωμένο νόημα για την ανθρώπινη ζωή. Εφόσον η τραγωδία μπορεί να περιγραφεί και ως «τραγικωμωδία της μόλυνσης» (σ. 128), στην οποία τα κατακερματισμένα υποκείμενα οδηγούν κατά Ζόντι σε διαλεκτικές τροπικότητες της εμπειρίας, «ίσως αυτή η επιθυμία για κατανόηση του όλου να είναι και η ίδια μια διαστροφή» (σ. 109).
* Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος