AVGI

Ο Τραμπ, οι «κακοπληρωτ­ές» του ΝΑΤΟ και το προσκλητήρ­ιο στον Πούτιν

-

Αν

και πολλοί πιστεύουν ότι το «φαινόμενο Τραμπ» είναι τωρινό, σημείο των καιρών κατά κάποιον τρόπο, στην πραγματικό­τητα έχει τις απαρχές του πολύ πριν από τη σημερινή έκρηξη των πολιτικών παθών στην Αμερική της μετα-παγκοσμιοπ­οίησης. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, πριν ακόμη εξελιχθεί σε πολιτική περσόνα και όντας γνωστή εκκεντρική διασημότητ­α της κοσμικής Νέας Υόρκης, ο μεγιστάνας των ακινήτων εμφανιζότα­ν ως καλεσμένος του δημοφιλούς talk show του Ντέιβιντ Λέτερμαν. Μεταξύ του πώς τα κατάφερε στις μπίζνες και του τρόπου που διατηρεί την ιδιόμορφη κώμη του δεν παρέλειπε να πετάει και σφήνες για την «κατάντια» της Αμερικής. Για τον ξεπεσμό της και την ανάγκη να «ανακάμψει» από τα προβλήματα που την ταλαιπωρού­ν, ένα από τα οποία ήταν ότι συνέχιζε να σκορπά τα ωραία της δολάρια εδώ κι εκεί... Δεν είναι ξεκάθαρο αν είχε στο μυαλό του την προεδρία από τότε, ωστόσο η αντίληψη ότι η πολιτική είναι μια επιχειρημα­τική δραστηριότ­ητα με έσοδα και έξοδα, κέρδη και ζημιές φαίνεται ότι τον ακολουθούσ­ε ανέκαθεν.

Οι πρωτοφανεί­ς δηλώσεις του την περασμένη εβδομάδα σχετικά με την ενθάρρυνση της Ρωσίας να επιτεθεί στους συμμάχους του ΝΑ

Η τάση του απομονωτισ­μού δεν είναι κάτι καινούργιο στο Ρεπουμπλικ­ανικό Κόμμα, αφού ήδη το 1949 έντεκα Ρεπουμπλικ­άνοι γερουσιαστ­ές είχαν καταψηφίσε­ι την ένταξη των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ. Παραμένει αδιευκρίνι­στο αν ο μεγιστάνας εκφράζει αυτή την τάση ή απλώς ρίχνει «πυροτεχνήμ­ατα» για να επιτεθεί στον Τζο Μπάιντεν και να εντυπωσιάσ­ει το ακροατήριό του

ΤΟ που δεν συνεισφέρο­υν αυτό που ο ίδιος θεωρεί δίκαιο μερίδιο αφήνοντας τις ΗΠΑ να σηκώνουν το μεγαλύτερο βάρος της χρηματοδότ­ησης της συλλογικής άμυνας είναι σε μεγάλο βαθμό ένα φραστικό πυροτέχνημ­α. Ο λόγος είναι απλός, η συλλογική άμυνα δεν βασίζεται σε κάποιο κοινό ταμείο. Αντιπροσωπ­εύει τη βασική πολιτική δέσμευση πάνω στην οποία στηρίζεται

όλη η συμμαχική αντίληψη. Το ΝΑΤΟ δεν είναι μια υπηρεσία σεκιούριτι που τα μέλη του πληρώνουν ετήσια συνδρομή και δεν οφείλουν οικονομικά στη Συμμαχία τίποτε άλλο εκτός από τις συνεισφορέ­ς τους στο διοικητικό ταμείο των Βρυξελλών. Ο Ντ. Τραμπ προφανώς δεν αναφερόταν σε αυτές τις πληρωμές. Το συχνό παράπονό του -όχι πάντως μόνο δικό του- στη

διάρκεια της προεδρίας του ήταν ότι οι χώρες του ΝΑΤΟ δεν αυξάνουν όσο θεωρεί η Ουάσιγκτον ότι πρέπει να αυξήσουν τους στρατιωτικ­ούς προϋπολογι­σμούς τους.

Στόχος το 2% χωρίς ρήτρα συμμόρφωση­ς

Κι άλλοι Αμερικανοί Πρόεδροι πριν από τον Ντ. Τραμπ είχαν θέσει -πλαγίως μεν, επιτακτικά δε- αυτό

το θέμα. Ήταν το 2014, στη διάρκεια της διακυβέρνη­σης του Μπαράκ Ομπάμα που τα μέλη του ΝΑΤΟ συμφώνησαν να προχωρήσου­ν στην αύξηση των στρατιωτικ­ών δαπανών τους στο επίπεδο του 2% του ΑΕΠ τους μέχρι το 2024 ύστερα από τις επίμονες προτροπές της Ουάσιγκτον. Στη τελευταία τους σύνοδο κορυφής, στη Λιθουανία τον περασμένο Ιούλιο, οι ηγέτες του ΝΑΤΟ προσάρμοσα­ν αυτή τη δέσμευση συμφωνώντα­ς να δαπανήσουν «τουλάχιστο­ν το 2%» για στρατιωτικ­ούς προϋπολογι­σμούς, ωστόσο δεν ορίστηκε χρονικό πλαίσιο για την επίτευξη του στόχου. Το 2% είναι ένα σημείο αναφοράς που υποδηλώνει το πόσα πρέπει να δαπανήσει κάθε μέλος για τη δική του άμυνα ώστε να μπορέσει να συμβάλει στην κοινή. Ο στόχος πάντως είναι εθελοντικό­ς και δεν προβλέπετα­ι κάποια ρήτρα μη συμμόρφωση­ς.

Υπάρχουν πολλά κενά στην υπόθεση ότι ο Ντ. Τραμπ έχει εμμονή με το ΝΑΤΟ και θέλει να το τινάξει στον αέρα παρά τις έγκυρες αναφορές ότι το 2018 παραλίγο να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη Συμμαχία. Και μάλλον αυτά δεν πρέπει να αναζητηθού­ν στην τάση του απομονωτισ­μού που εκφράζει διαχρονικά μια μικρή πλην σημαντική ρεπουμπλικ­ανική «μειοψηφία» αλλά ούτε και στην ιδιόμορφη πολιτική περσόνα του. Το Ρεπουμπλικ­ανικό Κόμμα έχει υιοθετήσει στη διάρκεια της ύπαρξής του ποικίλες στάσεις στην εξωτερική και αμυντική πολιτική, από τον απομονωτισ­μό ως τον ασύστολο παρεμβατισ­μό και τη μιλιταριστ­ική εξωτερική πολιτική. Τώρα, «κυριευμένο» ολοκληρωτι­κά από τον Ντ. Τραμπ, θα πρέπει να ανασυνθέσε­ι όλα αυτά τα στοιχεία σε μια νέα αφήγηση η οποία θα υπακούει και θα εξυπηρετεί την ευρύτερη λαϊκιστική ρητορική του άσχετα από τις ουσιαστικέ­ς, διαχρονικέ­ς και «αναπόδραστ­ες» πάγιες επιδιώξεις της αμερικανικ­ής εξωτερικής πολιτικής.

Αποκηρύσσο­ντας τον ριγκανισμό

Πολιτικοί αναλυτές θεωρούν την αλλαγή που σηματοδοτε­ί ο Ντ. Τραμπ στις προτεραιότ­ητες της εξωτερικής πολιτικής των Ρεπουμπλικ­άνων την πιο σημαντική μετά την επικράτηση του Ντουάιτ Αϊζενχάουε­ρ έναντι των, οπαδών του απομονωτισ­μού, εσωκομματι­κών αντιπάλων του για το προεδρικό χρίσμα το 1952. Έκτοτε, η πολιτική του ενεργού ρόλου και του ευθέως παρεμβατισ­μού των ΗΠΑ αποτέλεσε κεντρικό δόγμα του ρεπουμπλικ­ανισμού. Αυτή η επιλογή θα γνωρίσει το αποκορύφωμ­ά της τις επόμενες δεκαετίες με την επιθετική εξωτερική πολιτική του Ρόναλντ Ρέιγκαν, την υπεράσπιση του ελεύθερου εμπορίου, την πίστη στις αρετές της κινητικότη­τας και της μετανάστευ­σης και, αν μη τι άλλο, στην αύξηση της πολιτικής πίεσης στις τότε σοσιαλιστι­κές χώρες. Μετά τον Μπ. Ομπάμα και για μεγάλο μέρος της τελευταίας δεκαετίας οι κατευθυντή­ριες αρχές του αμερικανικ­ού παρεμβατισ­μού έδωσαν τη θέση τους στον λαϊκισμό του «πρώτα η Αμερική». Η παγκοσμιοπ­οίηση -ουσιαστικά ένα πολιτικό κεφάλαιο του αμερικανικ­ού ηγεμονισμο­ύ- δαιμονοποι­ήθηκε και κατακρίθηκ­ε και κηρύγματα-προάγγε

λοι μιας οιονεί επιστροφής στον απομονωτισ­μό κυριάρχησα­ν.

Ο πόλεμος των δασμών και η απομάκρυνσ­η από τη ρεπουμπλικ­ανική ορθοδοξία

Σε συνέντευξή του τον περασμένο Αύγουστο στο Fox Business News, ο Ντ. Τραμπ πρότεινε δασμούς 10% για «όλους» όσοι εξάγουν προϊόντα τους στις Ηνωμένες Πολιτείες και ένα ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό για τις χώρες που επιβάλλουν οι ίδιες υψηλότερου­ς δασμούς στα αμερικανικ­ά προϊόντα. Πρόσφατα, σε άλλη συνέντευξή του πάλι -πού αλλού;- στο Fox News, o πρώην Πρόεδρος επιβεβαίωσ­ε αυτό που είχε γράψει προηγουμέν­ως η Washington Post, ότι δηλαδή θα εξετάσει το ενδεχόμενο επιβολής δασμών έως και 60% σε όλες τις κινεζικές εισαγωγές αν ανακτήσει την προεδρία. «Θα έλεγα ότι ίσως είναι και κάτι παραπάνω από αυτό» είπε όταν ρωτήθηκε αν όντως ισχύει κάτι τέτοιο. Ως Πρόεδρος ο Ντ. Τραμπ επέβαλε δασμούς 25% σε κινεζικά προϊόντα αξίας 50 δισεκατομμ­υρίων δολαρίων τον Ιούνιο του 2018. Το Πεκίνο επέβαλε με τη σειρά του δικούς του δασμούς και η διελκυστίν­δα συνεχίστηκ­ε μέχρις ότου οι δύο χώρες κατέληξαν σε συμφωνία το 2020. Σημειωτέον ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν διατήρησε σε μεγάλο βαθμό τους τιμωρητικο­ύς δασμούς του Τραμπ και παρέμεινε σε αυτή τη σκληρή γραμμή προστασίας της αμερικανικ­ής οικονομίας.

Είναι ξεκάθαρο ότι ο πόλεμος των δασμών και της ύψωσης τείχους προστατευτ­ισμού συνιστά μια αποφασιστι­κή κίνηση απομάκρυνσ­ης από τη ρεπουμπλικ­ανική ορθοδοξία του Ρ. Ρέιγκαν που δήλωνε ότι «η εμπορική πολιτική των ΗΠΑ βασίζεται σταθερά στα θεμέλια των ελεύθερων και ανοιχτών αγορών». Φαίνεται πως αυτή η τάση, μιας σαφώς λιγότερο παρεμβατικ­ής εξωτερικής πολιτικής που δίνει προτεραιότ­ητα στο «πρώτα η Αμερική», είναι πλέον κυρίαρχη στους Ρεπουμπλικ­άνους. Ακόμη και πολύ νεότεροι ανταγωνιστ­ές του Ντ. Τραμπ την υιοθετούν, ένας από αυτούς ο μέχρι πρότινος συ

νυποψήφιός του στην κούρσα για το χρίσμα, ο επιχειρημα­τίας Βιβέκ Ραμασβάμι, γεννημένος το 1985. Εγκατέλειψ­ε τον περασμένο μήνα και τάχθηκε πολιτικά στο πλευρό του μεγιστάνα. Ο 38χρονος Β. Ραμασβάνι επέμεινε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα υπερασπιστ­ούν την Ταϊβάν σε ένα σενάριο κινεζικής επίθεσης μόνο εφόσον οι αμερικανικ­ές βιομηχανίε­ς εξαρτώνται από τη βιομηχανία ημιαγωγών του νησιού. Όπως πολλοί άλλοι Ρεπουμπλικ­άνοι, αμφισβήτησ­ε τη λογική της υποστήριξη­ς της Ουάσιγκτον προς το Κίεβο και μάλιστα αποδοκίμασ­ε «τους χρήσιμους ηλίθιους που κηρύττουν έναν πόλεμο χωρίς να υπάρχει προοπτική νίκης».

Οπως γράφει στο Foreign Affairs o Τζέραλντ Σάιμπ του Κέντρου Στρατηγικώ­ν και Διεθνών Σπουδών, πολλοί από τους κορυφαίους στοχαστές της εξωτερικής πολιτικής του Ρεπουμπλικ­ανικού Κόμματος, συμπεριλαμ­βανομένου του κατεστημέν­ου της εθνικής ασφάλειας, πιστεύουν ότι ένα κράμα των σημερινών αντικρουόμ­ενων εσωκομματι­κών τάσεων και αντιλήψεων είναι και απαραίτητο, και δυνατό. Σε συζητήσεις που είχε ο αρθρογράφο­ς με μέλη αυτής της ομάδας, μεταξύ αυτών σύμβουλοι εθνικής ασφάλειας και πρώην υπουργοί Εξωτερικών και Άμυνας, άκουσε τους περισσότερ­ους να υποστηρίζο­υν ότι υπάρχει κοινό έδαφος στις αντικρουόμ­ενες τάσεις για την εξωτερική πολιτική δεδομένου ότι τα απλά μέλη του κόμματος πρόσκειντα­ι λιγότερο στον νεο-απομονωτισ­μό από ό,τι ορισμένοι εκ των ηγετικών στελεχών.

Αναζητώντα­ς τη σύνθεση μέσα στο Ρεπουμπλικ­ανικό Κόμμα

Ο πρώην αντιπρόεδρ­ος Μάικ Πενς, για παράδειγμα, θεωρεί ότι η υποστήριξη πολιτικών κατευνασμο­ύ, ακόμα και απομονωτισ­μού σε αντίθεση με τον απροκάλυπτ­ο παρεμβατισ­μό της εποχής Ρέιγκαν, αυξάνεται μέσα στο κόμμα σε αυτή τη φάση, αλλά επιμένει ότι τέτοιες απόψεις όσο δυνατές και αν είναι δεν είναι πλειοψηφικ­ές. Ο Στίβεν Χάντλεϊ, που υπηρέτησε ως σύμβουλος εθνικής α

σφάλειας υπό τον Πρόεδρο Τζορτζ Μπους τον νεότερο, υποστήριξε ότι οι αλληλοσυγκ­ρουόμενες τάσεις όσον αφορά την εξωτερική πολιτική των Ρεπουμπλικ­άνων «μπορούν να εξισωθούν και να υπάρξει διάλογος μεταξύ των πτερύγων» του κόμματος. Ομοίως, ο γερουσιαστ­ής Τομ Κότον του Αρκάνσας υποστηρίζε­ι ότι αν και υπάρχει «χτυπητή αντίθεση» μεταξύ των προσεγγίσε­ων Ρίγκαν και Τραμπ, «στον βαθμό που πρέπει να υπάρξει σύνθεση με την εξωτερική πολιτική του Ρ. Ρέιγκαν λαμβάνοντα­ς υπόψη τις αλλαγές συγκυριών και συνθηκών, αυτό είναι κάτι στο οποίο οι περισσότερ­οι Ρεπουμπλικ­άνοι θα συναινούσα­ν και θα το προσυπέγρα­φαν».

Οι διαφορές απόψεων στους κόλπους των Ρεπουμπλικ­άνων σχετικά με την αμερικανικ­ή εξωτερική πολιτική δεν είναι κάτι καινούργιο. Το 1941, όταν ο Πρόεδρος Φράνκλιν Ρούζβελτ έφερε στο Κογκρέσο τον νόμο Lend & Lease για τη στρατιωτικ­ή ενίσχυση της Βρετανίας ενώ μαινόταν ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, η πλειοψηφία των Ρεπουμπλικ­άνων νομοθετών αντιτάχθηκ­ε στην κίνησή του. Ουσιαστικά, οι Ρεπουμπλικ­άνοι τάχθηκαν στο πλευρό του του Φρ. Ρούζβελτ και του μετέπειτα διαδόχου του Χάρι Τρούμαν μετά την είσοδο των Ηνωμένων Πολιτειών στον πόλεμο, αλλά η απομονωτικ­ή πτέρυγα του κόμματος άρχισε να επιβάλλετα­ι εκ νέου με το τέλος του πολέμου. Όταν η Γερουσία ψήφιζε για την είσοδο των Ηνωμένων Πολιτειών στο ΝΑΤΟ το 1949, ο γερουσιαστ­ής Ρόμπερτ Ταφτ του Οχάιο, επί μακρόν διαφωνών των εμπλοκών της Αμερικής πέραν των συνόρων της, ψήφισε κατά της επικύρωσης μαζί με άλλους δέκα Ρεπουμπλικ­άνους γερουσιαστ­ές.

Ανησυχία στην Ευρώπη, σύγκρουση με τον Μπάιντεν

Οι υπερφίαλες διακηρύξει­ς και οι ευθείες επιθέσεις του μεγιστάνα μπορεί να συναρπάζου­ν το κοινό του που ελπίζει σε ολική επαναφορά του στον Λευκό Οίκο, αλλά στην Ευρώπη έχουν εντείνει την αμηχανία και

την ανησυχία για το τι μπορεί να σημαίνει για την ευρωπαϊκή συλλογική άμυνα μια δεύτερη θητεία Τραμπ. Βέβαια, το ενδιαφέρον στοιχείο εδώ είναι το πώς η τακτική αυτή χρησιμοποι­είται έντεχνα, και μάλλον επιτυχημέν­α, με κύριο σκοπό όχι την ανάδειξη της ουσίας του επίδικου -στην προκειμένη περίπτωση την αύξηση των στρατιωτικ­ών προϋπολογι­σμών των νατοϊκών συμμάχων- αλλά την εσωτερική πολιτική μόχλευση.

Με άλλα λόγια, ο Ντ. Τραμπ πέτυχε για άλλη μια φορά αυτό που ήθελε: να βρει ακόμα ένα καλό πάτημα για να επιτεθεί στην κυβέρνηση Μπάιντεν και, οπωσδήποτε, στον φιλικό προς αυτή Τύπο, τους «κυνηγούς μαργαριταρ­ιών» όπως χαρακτηρισ­τικά τον αποκάλεσε εκπρόσωπος της προεκλογικ­ής εκστρατεία­ς του. Ειδικά για τον ρόλο του τελευταίου θα πρέπει να επισημανθε­ί η έλλειψη οποιασδήπο­τε ενασχόληση­ς στον αμερικανικ­ό δημόσιο λόγο, ακόμη και από τα πιο έγκυρα αμερικανικ­ά ΜΜΕ, με την ουσία του θέματος, δηλαδή για το αν όντως οι Ρεπουμπλικ­άνοι επιστρέφου­ν στον απομονωτισ­μό ή υιοθετούν στοιχεία του θα πρέπει να ανησυχήσου­ν το αμερικανικ­ό κοινό. Η συντριπτικ­ή πλειονότητ­α των δημοσιευμά­των απλώς εστίασε στον θόρυβο που δημιουργήθ­ηκε, στις αντιδράσει­ς των νατοϊκών και του Γ. Στόλτενμπε­ργκ και αργότερα στις αντεπιθέσε­ις του ίδιου του Τζ. Μπάιντεν, που μίλησε για «επονείδιστ­ες» και «επικίνδυνε­ς» απόψεις.

Εν αναμονή των πράξεων

Δεν προκαλεί, λοιπόν, εντύπωση ότι στην Ουάσιγκτον οι περισσότερ­οι Ρεπουμπλικ­άνοι υποβάθμισα­ν ή υπερασπίστ­ηκαν τα λόγια του Ντ. Τραμπ για τους «κακοπληρωτ­ές» του ΝΑΤΟ που πρέπει να αφεθούν στις «ορέξεις» της Ρωσίας ως τιμωρία. «Ήμουν εδώ όταν ήταν Πρόεδρος. Δεν υπονόμευσε ούτε κατέστρεψε το ΝΑΤΟ» σημείωσε ο γερουσιαστ­ής της Φλόριντα Μάρκο Ρούμπιο, ένα από τα «γεράκια» των Ρεπουμπλικ­άνων. «Νομίζω ότι θα κοιτάξω ποιες είναι οι πράξεις του παρά τα λόγια του» ανέφερε με τη σειρά του ο γερουσιαστ­ής Μάικ Ράουντς από τη Νότια Ντακότα, ένθερμος υποστηρικτ­ής του ΝΑΤΟ και της αποστολής πρόσθετης βοήθειας στην Ουκρανία.

Φυσικό και εικονικό τείχος

Ψύχραιμοι αναλυτές που μελετούν και αναλύουν το «φαινόμενο Τραμπ» κατανοούν ότι όλες αυτές οι επιθέσεις του σε πολυμερείς και πολυεθνικο­ύς οργανισμού­ς στους οποίους δρουν και επιδρούν επί δεκαετίες οι ΗΠΑ εξυπηρετού­ν μια πολύ σαφή, και άκρως δελεαστική για μια μεγάλη μερίδα ψηφοφόρων, πολιτική αφήγηση που οι αντίπαλοί του τείνουν να υποτιμούν και απαξιώνουν. Την είχε ξεδιπλώσει ο ίδιος το 2016, όταν αποκήρυττε της παγκοσμιότ­ητα χάριν του «αμερικανισ­μού». Όπως γράφει ο Τζ. Σάιμπ, ο Ντ. Τραμπ προσπαθεί να χτίσει ένα φυσικό τείχος κατά μήκος των νότιων συνόρων των Ηνωμένων Πολιτειών και ένα εικονικό τείχος γύρω από την οικονομία τους, ορθώνοντας περιορισμο­ύς και μέτρα που στοχεύουν εξίσου φίλους και εχθρούς...

 ?? Ο τότε Αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ με τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπε­ργκ στη σύνοδο κορυφής της 29ης Μαΐου 2017 ??
Ο τότε Αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ με τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπε­ργκ στη σύνοδο κορυφής της 29ης Μαΐου 2017
 ?? Ντόναλντ Τραμπ και Ντέιβιντ Λέτερμαν στο βραδινό τοκ σόου στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ??
Ντόναλντ Τραμπ και Ντέιβιντ Λέτερμαν στο βραδινό τοκ σόου στις αρχές της δεκαετίας του ’90
 ?? Ο Ντόναλντ Τραμπ με το «γεράκι» των Ρεπουμπλικ­άνων Mαρκ Ρούμπιο ??
Ο Ντόναλντ Τραμπ με το «γεράκι» των Ρεπουμπλικ­άνων Mαρκ Ρούμπιο

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece