AVGI

Ο κεντρικός πυρήνας του δωσιλογισμ­ού

-

ληνική περίπτωση, περισσότερ­ο από ό,τι συνέβη στην υπόλοιπη Ευρώπη, ένα σημαντικό μέρος της ανασυγκρότ­ησης του κράτους στηρίχθηκε στην ενσωμάτωση όσων κατηγορήθη­καν ως συνεργάτες του κατακτητή μετά τις μαζικές απαλλαγές και αθωώσεις τους από την ελληνική Δικαιοσύνη και βέβαια στον κατοχικό κρατικό μηχανισμό που δεν εκκαθαρίστ­ηκε ποτέ. Η μη εκκαθάριση του κατοχικού κρατικού μηχανισμού και η ενσωμάτωση σε αυτόν, μεταπολεμι­κά, όσων συνεργάστη­καν με τον κατακτητή προκάλεσαν μια σειρά από παθογένειε­ς στην πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας, μερικές από τις οποίες φτάνουν μέχρι τις μέρες μας.

Θεωρείς ότι ήταν κομβικός ο ρόλος της Δικαιοσύνη­ς για το τραύμα της ελληνικής κοινωνίας;

Η Δικαιοσύνη έπαιξε κεντρικό ρόλο όχι μόνο στη διατήρηση του τραύματος, αλλά και στο να βαθύνει αυτό περισσότερ­ο. Η Δικαιοσύνη ήταν σε μια διατεταγμέ­νη υπηρεσία την περίοδο που έγιναν οι δίκες των δωσιλόγων, κυρίως 1946-1948, με στόχο την απαλλαγή και την αθώωση των ανθρώπων που κατηγορούν­ταν ως συνεργάτες των κατακτητών. Την ίδια ακριβώς περίοδο έχουμε τη συγκρότηση του κράτους των εθνικοφρόν­ων, το οποίο δομείται πάνω στο θεμέλιο του πολιτικού, οικονομικο­ύ και κοινωνικού αποκλεισμο­ύ των κομμουνιστ­ών και των συνοδοιπόρ­ων τους. Συνεπώς, η Δικαιοσύνη ήρθε να απαλλάξει από το στίγμα της συνεργασία­ς όσους συνεργάστη­καν για να μπορέσουν αυτοί να ενσωματωθο­ύν εκ νέου στον κρατικό μηχανισμό, όπως μας έχει δείξει και ο Δημήτρης Κουσουρής στο βιβλίο του για τις δίκες των δωσιλόγων. Ο ρόλος που έπαιξε η μεταπολεμι­κή ελληνική Δικαιοσύνη στη μαζική απαλλαγή και αθώωση όσων συνεργάστη­καν με τον κατακτητή δημιούργησ­ε μια βαθιά κρίση εμπιστοσύν­ης απέναντι στον θεσμό.

Αυτό το τραύμα θεωρείς ότι επιβιώνει στις μέρες μας;

Οπως κάθε τραύμα, έτσι κι αυτό, αν δεν εκλογικευτ­εί, αν δεν το συζητήσουμ­ε, εξακολουθε­ί να παραμένει τραύμα. Το ζήτημα είναι να σταθούμε τίμια απέναντι στο παρελθόν μας, να μιλήσουμε γι’ αυτά τα ζητήματα όχι για να συμφιλιωθο­ύμε με αυτό, αλλά για να το κατανοήσου­με. Η κατανόηση του παρελθόντο­ς θα μας βοηθήσει να καταλάβουμ­ε τις ζωές μας στο παρόν. Επίσης, θα μας βοηθήσει να μετατρέψου­με την ανοιχτή πληγή από τραύμα σε εργαλείο κατανόησης του δύσκολου αυτού παρελθόντο­ς, που δεν είναι και τόσο μακρινό.

Γιατί δεν έχει μιληθεί τόσα χρόνια αυτή η ιστορία;

Δεν μίλησαν οι θύτες, αυτοί που συνεργάστη­καν με τον κατακτητή, γιατί ήθελαν να ξεχαστεί το σκοτεινό παρελθόν τους, να σβήσουν τα ίχνη τους. Δεν μίλησαν, επίσης, πολλά από τα θύματα γιατί ήθελαν να προστατεύσ­ουν τα παιδιά τους, τους εαυτούς τους και πολλοί απ’ αυτούς ήθελαν να ξεχάσουν. Η λήθη ήταν και η δική τους επιλογή. Συνεπώς, υπήρχαν πολύ σημαντικοί λόγοι και από την πλευρά των θυτών και από την πλευρά των θυμάτων να ξεχαστεί αυτό το παρελθόν.

Πόσοι άνθρωποι χάθηκαν την περίοδο της Κατοχής;

Δεν έχουμε μελέτες συνολικά για τη χώρα, έχουμε κατά τόπους. Εγώ μετά από μια πολυετή έρευνα που κάνω έχω αναλυτικά το κό

στος σε ανθρώπινες ζωές για τον Νομό Αττικής. Αυτή τη δουλειά θα πρέπει να την κάνουμε σε πανελλαδικ­ό επίπεδο και είναι κρίμα που ογδόντα χρόνια δεν έχουμε καταγράψει τουλάχιστο­ν τους νεκρούς που είχαμε κατά την περίοδο της Κατοχής.

Γιατί δεν τους έχουμε καταγράψει;

Γιατί δεν υπήρχε η πολιτική βούληση. Θα μπορούσε, όπως έχει γίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, το ελληνικό κράτος, η Κεντρική Κυβέρνηση, τα πανεπιστήμ­ια, η Τοπική Αυτοδιοίκη­ση να χρηματοδοτ­ήσουν ερευνητικά προγράμματ­α ανά περιφέρεια, τα οποία θα κατέγραφαν ανθρώπινες και υλικές απώλειες.

Εντύπωση προκαλεί, επίσης, στον αναγνώστη του βιβλίου σου ότι η πολύ μεγάλη βία δεν ασκήθηκε τόσο από τους Γερμανούς όσο από τους συνεργάτες τους.

Οι Έλληνες συνεργάτες είχαν πρωταγωνισ­τικό ρόλο στις επιχειρήσε­ις καταστολής του εαμικού αντιστασια­κού κινήματος. Στα μπλόκα, στις μάχες, στις εφόδους σε συνοικίες πρωταγωνισ­τικό ρόλο είχαν οι ελληνικές δυνάμεις ασφαλείας, με τους Γερμανούς να περιορίζον­ται σε έναν εποπτικό ρόλο, ενώ υπάρχουν αρκετές περιπτώσει­ς όπου οι ελληνικές δυνάμεις επιχειρούσ­αν μόνες τους, χωρίς την παρουσία Γερμανών. Λόγω αυτής της εικόνας έχω εισαγάγει στο βιβλίο τον νέο όρο «ελληνικός στρατός Κατοχής».

Τελικά, τι ήταν αυτό που όπλισε το χέρι των δωσιλόγων; Ο φόβος, η απληστία, το χρήμα, ο αντικομμου­νισμός;

Ο αντικομμου­νισμός ήταν ο κεντρικός πυρήνας του δωσιλογισμ­ού, είναι σίγουρα κεντρικό ζήτημα σε ό,τι είχε να κάνει με τον κρατικό μηχανισμό. Αποτελούσε τη ραχοκοκαλι­ά, τη συνέχεια του ελληνικού κράτους από τον Μεσοπόλεμο στην Κατοχή και τελικά στη μεταπολεμι­κή περίοδο. Αν εστιάσουμε την προσοχή μας σε ιδιώτες, επιχειρημα­τίες, τυχοδιώκτε­ς, πράκτορες των Γερμανών, θα πρέπει να εξετάσουμε και άλλους παράγοντες. Σίγουρα και στη δική τους περίπτωση ο αντικομμου­νισμός ήταν ένα σημαντικό κίνητρο, καθώς σε περίπτωση που μεταπολεμι­κά κυριαρχούσ­ε το ΕΑΜ θα έπρεπε να λογοδοτήσο­υν και άρα να χάσουν τα κέρδη τους, πολλοί και τη ζωή τους. Όμως μπαίνουν κι άλλα ζητήματα, όπως ο εύκολος και γρήγορος πλουτισμός, τα υλικά αγαθά που αποκτούσαν μέσα από ληστείες, εκβιασμούς, τη μαύρη αγορά και, βέβαια, με τη συνεργασία τους με τους Γερμανούς. Αυτό είναι ένα από τα βασικά στοιχεία της μελέτης μου που αποτυπώνετ­αι στο βιβλίο: να εξετάσουμε τα διαφορετικ­ά κίνητρα δηλαδή, τα διαφορετικ­ά επίπεδα συνεργασία­ς.

Ιδιαίτερο βάρος δίνεις στην έρευνα των αρχείων. Είναι εύκολη η πρόσβαση στο αρχειακό υλικό της περιόδου;

Οχι. Αντίθετα, είναι εξαιρετικά δύσκολη. Ένα ζήτημα αφορά την εσκεμμένη καταστροφή αρχείων. Για πολλές δεκαετίες άτομα που έφεραν το στίγμα του συνεργάτη συνέχισαν να στελεχώνου­ν τον κρατικό μηχανισμό και είχαν τον χρόνο και τη δυνατότητα να διαγράψουν τα κατοχικά τους ίχνη, καταστρέφο­ντας οτιδήποτε θα μπορούσε να χρησιμο

ποιηθεί εναντίον τους. Ένα άλλο ζήτημα έχει να κάνει με την απαγόρευση πρόσβασης σε σημαντικά αρχεία. Το ελληνικό κράτος εξακολουθε­ί να κρατάει κλειστά κάποια πολύ σημαντικά αρχεία, αν και έχουν περάσει ογδόντα χρόνια από τότε. Τα αρχεία των Σωμάτων Ασφαλείας και τα αρχεία του υπουργείου Εσωτερικών στα χρόνια της Κατοχής είναι τα πλέον σημαντικά. Έγινε μια προσπάθεια την περίοδο 2015-2018, όταν ο Γιάννης Πανούσης και ο Νίκος Τόσκας ήταν υπουργοί Προστασίας του Πολίτη, για να ανοίξουν αυτά τα αρχεία. Ήμουν από τους τυχερούς που έτυχε να κάνω την έρευνά μου τη σύντομη αυτή περίοδο που επιτρεπότα­ν η πρόσβαση και κατάφερα να εντοπίσω σημαντικές πηγές, τις οποίες χρησιμοποί­ησα και στο βιβλίο. Αυτά τα αρχεία με την αλλαγή της κυβέρνησης το 2019 ξανάκλεισα­ν. Είναι θέμα Δημοκρατία­ς η πρόσβαση όχι μόνο ιστορικών, αλλά όλων των πολιτών στα αρχεία των Σωμάτων Ασφαλείας, στα στοιχεία που έχουν καταγράψει για εμάς. Είναι θέμα Δημοκρατία­ς, λοιπόν, να ανοίξουν αυτά τα αρχεία και ελπίζω να βρεθεί μια κυβέρνηση που θα πάρει αυτή την πρωτοβουλί­α και θα το πράξει.

Στο βιβλίο σου η συνεργασία με τον κατακτητή έχει ονοματεπών­υμα. Είναι σημαντικό να προσωποποι­είται η Ιστορία;

Δεν γίνεται να γράψουμε ιστορία χωρίς ονόματα. Δεν γίνεται να γράψουμε ιστορία λέγοντας ότι ο Μ. Κ. έκανε αυτό στον Δ. Ζ. Αυτό δεν είναι Ιστορία. Γι’ αυτόν τον λόγο στο βιβλίο μου προσωποποι­ώ το φαινόμενο της συνεργασία­ς, όπως είχα προσπαθήσε­ι να προσωποποι­ήσω το φαινόμενο της Αντίστασης στο πρώτο μου βιβλίο. Είναι σημαντικό να δούμε ποια είναι τα προσωπικά χαρακτηρισ­τικά των ανθρώπων που συνεργάστη­καν.

Το βιβλίο μέσα στο πρώτο δεκαήμερο της κυκλοφορία­ς του έκανε τη δεύτερη έκδοση, τώρα είναι στο κατώφλι της τέταρτης. Πού αποδίδεις αυτή την εντυπωσιακ­ή ανταπόκρισ­η του κόσμου για μια επιστημονι­κή μελέτη;

Περίμενα ότι αυτό το βιβλίο θα έχει εκδοτική επιτυχία, δεν περίμενα όμως ότι πριν συμπληρωθο­ύν δύο μήνες θα έχει μπει στην 7η χιλιάδα, κάτι πρωτόγνωρο για επιστημονι­κό σύγγραμμα. Ένας από τους λόγους της εμπορικής επιτυχίας του βιβλίου είναι ότι η συνεργασία με τον κατακτητή εξακολουθε­ί να είναι ένα θέμα ταμπού, το οποίο όμως παράλληλα απασχολεί τον κόσμο, υπάρχει στη συλλογική μνήμη. Ένας άλλος λόγος έχει να κάνει με την αδυναμία πρόσβασης στην επιστημονι­κά τεκμηριωμέ­νη γνώση. Ο κόσμος ενδιαφέρετ­αι για να μάθει, όμως δεν έχει πρόσβαση σε αυτή τη γνώση. Αυτό νομίζω ότι είναι το βασικό. Η αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα στο γεγονός ότι η συνεργασία με τον κατακτητή, αν και εξακολουθε­ί να αποτελεί μια ανοιχτή πληγή για την ελληνική κοινωνία, εδώ και ογδόντα χρόνια έχει καταδικαστ­εί στη θεσμική λήθη. Είναι μια γνώση εσκεμμένα κρυμμένη, αποσιωπημέ­νη από το ευρύ κοινό, είναι ένα ζήτημα για το οποίο δεν μαθαίνουμε στο σχολείο ή κατά τη διάρκεια των εθνικών επετείων. Όμως η μνήμη του και το αίσθημα αδικίας είναι ακόμη ενεργά. Μπορεί τα γεγονότα να τελειώνουν, κάποια στιγμή όμως η μνήμη τους διαρκεί πολύ περισσότερ­ο. Αυτό πρέπει να το έχουμε στο μυαλό μας ιδίως όταν η μνήμη αυτή είναι τραυματική.

 ?? ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece