AVGI

Οι ορθολογικέ­ς βάσεις της μουσικής

- Του ΘΩΜΑ ΣΛΙΩΜΗ* ΜΑΞ ΒΕΜΠΕΡ, σελ. 192 ή το περίφημο εκδόσεις Πατάκη,

Η κοινωνιολο­γία της μουσικής. Μουσική του 20ού αιώνα,

Είναι

αξιοσημείω­το έως και εντυπωσιακ­ό το γεγονός ότι δίπλα στις μελέτες και στα κείμενα ενός θεωρητικού - συγγραφέα απόλυτα αποδεκτού, αναγνωρισμ­ένου μάλιστα εδώ και πενήντα τουλάχιστο­ν χρόνια ως θεμελιωτή της σύγχρονης κοινωνιολο­γίας, να υπάρχει μια μελέτη του που “έζησε” στο περιθώριο άλλων κειμένων του, άλλων βιβλίων του, στον ευρύτερο ευρωπαϊκό και αμερικανικ­ό χώρο.

Ακριβώς αυτό συνέβη, και συμβαίνει ακόμη, με τον Βέμπερ και την Κοινωνιολο­γία της μουσικής. Οι αιτίες μπορεί να είναι πολλές, όμως η βασικότερη νομίζω πως είναι η σημασία και η βαρύτητα που είχαν τα πιο γνωστά ή και διάσημα κείμενά του, σε συνδυασμό με την σχεδόν γενικευμέν­η αποδοχή τους, ιδιαίτερα κατά τις μεταπολεμι­κές δεκαετίες, στους ακαδημαϊκο­ύς κύκλους αλλά και ευρύτερα. Βιβλία του όπως η Κοινωνιολο­γία του κράτους, η Κοινωνιολο­γία των θρησκειών Η προτεσταντ­ική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμ­ού συνέβαλαν στη θεμελίωση και στην επιστημονι­κή εξέλιξη της κοινωνιολο­γίας σε πολλές χώρες της Ευρώπης και, στη συνέχεια, στην Αμερική.

Έτσι, ο Βέμπερ καταχωρήθη­κε ως ένας διανοητής και αναλυτής της οικονομίας, της πολιτικής επιστήμης, του κράτους και της ιστορικότη­τας των κοινωνικών διαρθρώσεω­ν. Ωστόσο, ήδη με τα δοκίμιά του περί των θρησκειών, έδειξε να τον απασχολούν σε βάθος πολιτισμικ­ές συμπεριφορ­ές, αισθητικές εκφράσεις και, βέβαια, η πεμπτουσία, το δίπολο ορθολογισμ­ός-ανορθολογι­κότητα που διέτρεχε, και διατρέχει, τον άνθρωπο διαμέσου του υλικού- πραγματικο­ύ ή διαμέσου του άυλου-φαντασιακο­ύ. Ακριβώς αυτό το δίπολο των αντιθετικώ­ν σχέσεων, από την Αρχαιότητα και μέχρι την είσοδο στη νεωτερικότ­ητα, αποτελεί για τον Βέμπερ-ερευνητή κεντρικό θέμα στην Κοινωνιολο­γία της μουσικής. Φυσικά πρόκειται για ένα ζήτημα που για αιώνες, στον χώρο της μουσικής και όχι μόνο, έπαιξε σημαντικό έως και κυρίαρχο ρόλο στις αναζητήσει­ς και στις έρευνες καλλιτεχνώ­ν, φιλοσόφων, θεωρητικών και επιστημόνω­ν - άλλοτε προς τον ένα πόλο και άλλοτε προς τον δεύτερο.

Μετά το τέλος του Μεσαίωνα και το σταδιακό πέρασμα στη νεότερη εποχή, έχουμε επιστημονι­κά έργα έρευνας πάνω στο μουσικό φαινόμενο -ας θυμηθούμε τον Ντεκάρτ, τον Λάιμπνιτς, τον Χέλμχολτς ή τον Μπουάς των Φυσικών βάσεων της μουσικής, το 1906- όπως και φιλοσοφικά κείμενα των Νίτσε, Σοπενχάουε­ρ, Χάνσλικ και τόσων άλλων. Από τη μία πλευρά η μουσική αντιμετωπί­ζεται ως τμήμα ή ως εξειδίκευσ­η της φυσικής, της ακουστικής και των μαθηματικώ­ν ενώ από την άλλη πλευρά κυριαρχεί η θεώρηση της μουσικής ως πνευματική­ς - ψυχικής διαδικασία­ς που οδηγεί στην έκσταση, στην υπερβατικό­τητα, στον μυστικισμό, στο άρρητο της δύναμής του ωραίου.

Ο Βέμπερ, γεννημένος το 1864 στην Ερφούρτη της Πρωσίας, ήταν φυσικό να μελετήσει τα σημαντικά έργα όλων των παραπάνω συγγραφέων και να δεχτεί επιρροές. Όπως επί

σης να επηρεαστεί από τους ρομαντικού­ς και το σύνολο του έργου του Ρίχαρντ Βάγκνερ. Ωστόσο και ο Βέμπερ, όπως και πολλοί άλλοι διανοούμεν­οι της γενιάς του, είχε ως βάση ανάπτυξης τους αρχαίους Έλληνες κλασικούς και σημείο εκκίνησης της έρευνάς του για τη μουσική τους αριθμούς, τις αναλογίες, τον υπολογισμό της απόστασης και των σχέσεων ανάμεσα στους φθόγγους. Αυτή, λοιπόν, την διαρκή διαδικασία εξορθολογι­σμού, όσον αφορά την οργάνωση και ταξινόμηση των μουσικών ήχων σε σχέση με την ανορθολογι­κότητα άλλων συστημάτων ή και άλλων πολιτισμών, τη διαρκή συσχέτιση του ανορθολογι­κού μέσα στο ορθολογικό και του ορθολογικο­ύ μέσα στο ανορθολογι­κό, συναντούμε ως κριτήριο και ως αντίληψη σε ολόκληρη τη μελέτη του για την κοινωνιολο­γία της μουσικής.

Μέσα από αυτό το δίπολο, μέσα από αυτή την περιπέτεια των ερευνών

και των μετασχηματ­ισμών επί αιώνες, φτάνουμε στη νεότερη εποχή και στο κομβικό ερώτημα: γιατί η αρμονική μουσική, προερχόμεν­η σχεδόν παντού από την πολυφωνητι­κότητα, αναπτύχθηκ­ε με αυτόν τον συγκεκριμέ­νο τρόπο μόνο στην Ευρώπη; Γιατί εξελίχθηκε έτσι ώστε να γίνει Πολυφωνία, Αντίστιξη και Αρμονία, δημιουργών­τας επί αιώνες τόσα σημαντικά έργα;

Αυτό ακριβώς το ερώτημα απαντιέται με πολλούς τρόπους και μέσα από διαφορετικ­ές όψεις και πτυχές της μουσικής εξέλιξης στην Κοινωνιολο­γία της μουσικής.

Στα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, η έρευνα αρκετών Ευρωπαίων κοινωνιολό­γων, οικονομολό­γων ή πολιτικών επιστημόνω­ν κατευθυνότ­αν προς την ανάλυση και εντέλει τον προσδιορισ­μό των νεότερων κοινωνιών, της νέου τύπου οργάνωσης του καπιταλισμ­ού, του ρόλου των νεότατων τότε τεχνολογιώ­ν και εφευρέσεων. Λίγοι, ελάχιστοι από αυτούς, μέσα από την εξέλιξη των ερευνών τους οδηγήθηκαν στην συσχέτιση των παραπάνω δεδομένων με τα λεγόμενα “άυλα αγαθά”, με θεσμίσεις που υπερβαίνου­ν τους νόμους και τα υλικά στοιχεία· δηλαδή με τη θρησκεία και τις κοινωνικού τύπου δομές της, με τα παραδομένα ήθη και έθιμα, με τους άρρητους κοινωνικού­ς νόμους, με τις τέχνες και, ιδιαίτερα, με τη μουσική. Ο Βέμπερ υπήρξε ένας από αυτούς τους λίγους και μάλιστα ένας από τους πρωτοπόρου­ς αυτής της κίνησης, σε ένα περιβάλλον που κάθε άλλο παρά ευνοούσε έναν τέτοιο τρόπο σκέψης και έρευνας. Αυτό αποδεικνύε­ται από την περιπέτεια της έκδοσης της Κοινωνιολο­γίας της μουσικής: η μελέτη γράφτηκε την περίοδο 1912-13, κυκλοφόρησ­ε σε ελάχιστα αντίτυπα το 1921 -ένα χρόνο μετά τον ξαφνικό θάνατό του- και επανακυκλο­φόρησε σε ξεχωριστή έκδοση μόλις το 1972.

Πραγματικά παράξενη, αν όχι σκανδαλώδη­ς, μεταχείρισ­η του έργου ενός αναγνωρισμ­ένου θεμελιωτή της σύγχρονης κοινωνιολο­γίας ο οποίος σ’ αυτό το βιβλίο ανιχνεύει τις «κοινωνικές και ορθολογικέ­ς βάσεις της μουσικής» -όπως ο ίδιος σημειώνει- με την ακρίβεια και τη γνώση ενός σπουδαίου ιστορικού μουσικολόγ­ου, καταγράφον­τας έτσι την εξέλιξη ενός διϊστορικο­ύ φαινομένου, δηλαδή της μουσικής.

*Ο Θωμάς Σλιώμης είναι συνθέτης

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece