Στα ύψη παραμένει η χονδρεμπορική αγορά
Τεράστιο το κόστος μετάβασης στην πράσινη ενέργεια χωρίς να προβλεφθούν καθόλου οι δαπάνες προσαρμογής
Το υψηλό κόστος διατηρείται στην ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, παρά την πορεία αποκλιμάκωσης και τη διαφαινόμενη λήξη της ενεργειακής κρίσης, καθώς τα γνωστά δομικά προβλήματα διατηρούνται, έχουν δημιουργηθεί αδιέξοδα από κυβερνητικές επιλογές στην ενεργειακή πολιτική και ξαφνικά... ανακαλύπτεται ότι η ενεργειακή μετάβαση είναι ακριβή. Την ύπαρξη πλήθους παραμέτρων που διαμορφώνουν ακόμα την υψηλή χονδρεμπορική τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα παραδέχτηκε η υφυπουργός Ενέργειας Αλεξάνδρα Σδούκου, μιλώντας χθες σε ενεργειακό συνέδριο. Σημειώνεται ότι η ελληνική χονδρεμπορική αγορά είναι σήμερα η τέταρτη ακριβότερη στην Ε.Ε. από τις αρχές του έτους μέχρι σήμερα (με μέση τιμή 78,64 ευρώ/μεγαβατώρα).
Τι οδηγεί σε υψηλές τιμές
Αναφερόμενη ειδικότερα στους λόγους που συντείνουν ώστε να έχουμε υψηλές τιμές, η υφυπουργός επισήμανε τη ρηχή προθεσμιακή αγορά, τον περιορισμένο ανταγωνισμό στην ηλεκτροπαραγωγή, τις περιορισμένες διασυνδέσεις με τις γειτονικές αγορές, ακόμα και το υφιστάμενο μοντέλο τιμολόγησης με αναφορά στην τιμή του φυσικού αερίου ηλεκτροπαραγωγής του
προηγούμενου μήνα, έναντι της ημερήσιας τιμής σε άλλες ευρωπαϊκές αγορές. Ως βασική αιτία χαρακτήρισε, μάλιστα, τη διαμόρφωση του ενεργειακού μείγματος, μιλώντας για το υψηλό ποσοστό (κοντά στο 40%) του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή.
Βέβαια, η αυξανόμενη εισροή και η συνακόλουθη εξάρτηση από το εισαγόμενο, ακριβό ορυκτό αέριο υπήρξε κατεξοχήν στρατηγική της κυβέρνησης Ν.Δ., που από τον Σεπτέμβριο του 2019 ανακοίνωσε τη βίαιη απολιγνιτοποίηση και την αυξημένη στήριξη στο αέριο με γνώμονα την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων επιχειρηματικών συμφερόντων, η οποία και αποκαλύφθηκε με την έκρηξη των τιμών από τον Αύγουστο του 2021. Ως προς τις επενδύσεις για την επαύξηση της διαμετακόμισης φυσικού αερίου δεδομένης της πτώσης στις μεταφερόμενες ποσότητες αερίου από τους τελευταίους μήνες του 2023, σημείωσε ότι «δεν πρέπει να παίρνουν τα μυαλά μας αέρα» και να είμαστε ρεαλιστές, και αυτές να γίνονται με έναν λελογισμένο τρόπο, επισημαίνοντας ότι πρέπει να διασφαλίζεται από τα νέα έργα ότι θα ικανοποιούν αυστηρά κριτήρια ανταποδοτικότητας και συμβατικών δεσμεύσεων γιατί δεν πρέπει να επιβαρύνονται οι Έλληνες καταναλωτές.
Ο λογαριασμός της μετάβασης
Μιλώντας στο ίδιο συνέδριο, ο υπουργός ΠΕΝ Θόδωρος Σκυλακάκης αναφέρθηκε στις τεράστιες δαπά
νες της πράσινης μετάβασης, ενώ συγχρόνως σημείωσε ότι δεν έχουμε προβλέψει καθόλου τις δαπάνες προσαρμογής, αιτιολογώντας την πρόσφατη αντίρρηση της ελληνικής πλευράς στην Ε.Ε. ως προς την αύξηση των στόχων για το 2040. Μίλησε για μια νέα προσέγγιση που μας επέβαλε η πραγματικότητα και πως πρέπει να συνυπολογιστούν το κόστος της μετάβασης και της προσαρμογής, θεωρώντας ότι είναι καλύτερο να είσαι σώφρων έχοντας ρεαλιστικούς στόχους που θα τους επιτύχεις και σημειώνοντας ότι χρειάζεται μια πιο αποτελεσματική μετάβαση.
Για το θέμα των ρυθμιζόμενων χρεώσεων που αυξάνουν το κόστος από έργα δικτύων και διασυνδέσεις και κυρίως το ποιος θα το πληρώσει, ο υπουργός «έδειξε» τρεις δυνατότητες για την ανάληψη της επιβάρυνσης: τον παραλήπτη (καταναλωτή), εκείνον που στέλνει την ενέργεια και το κράτος, επισημαίνοντας, πάντως, ότι κάθε διασύνδεση είναι πολύ μεγάλης επενδυτικής απόδοσης. Η δε υφυπουργός δήλωσε αισιόδοξη και σημείωσε ότι, επενδύοντας στην πράσινη μετάβαση, το όφελος που θα προκύψει για τους καταναλωτές θα είναι σαφώς μεγαλύτερο από μια προσωρινή, παροδική, όπως τη χαρακτήρισε, επιβάρυνση. Για την επιβάρυνση του 50% των καταναλωτών από τη διασύνδεση ΑΠΕ στο δίκτυο ο υπουργός ανέφερε ότι πρέπει να δούμε τι λέει η Κομισιόν και ειδικότερα αν συνιστά παράνομη κρατική ενίσχυση.