Πιέσεις για μείωση των ασφαλιστικών εισφορών
Μετά την αύξηση του κατώτατου μισθού, η Τράπεζα της Ελλάδος, το ΙΟΒΕ και το ΚΕΠΕ ζητούν επιτακτικά να μειωθεί το μη μισθολογικό κόστος. Έρχεται η σειρά του ΕΦΚΑ, μετά τον ΟΑΕΔ, να επωμισθεί το κόστος, με το υπουργείο Εργασίας να αντιδρά διακριτικά
Οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό που χορηγήθηκαν διαδοχικά το 2023 και το 2024 έχουν κινητοποιήσει μια σειρά οικονομικών παραγόντων που πιέζουν την κυβέρνηση αφενός να προχωρήσει άμεσα σε μείωση του μη μισθολογικού κόστους, αφετέρου οι επόμενες μισθολογικές αυξήσεις να συγκρατηθούν αυστηρά στο ύψος του πληθωρισμού.
Οι δύο τελευταίες αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, που δόθηκαν παραμονές των βουλευτικών εκλογών του 2023 και των ευρωεκλογών του 2024, πέρασαν σχετικά «ανώδυνα» για την κυβέρνηση, ωστόσο την περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών έχουν ζητήσει όλο το προηγούμενο διάστημα στο σύνολό τους οι εκπρόσωποι των εργοδοτικών οργανώσεων, η Τράπεζα της Ελλάδος, το ΙΟΒΕ και το ΚΕΠΕ, με στόχο «να μειωθεί το μη μισθολογικό κόστος και να στηριχθεί ο επιχειρηματικός κόσμος».
«Επιτακτική ανάγκη»
Οι πιέσεις εκδηλώνονται τώρα εντονότερα, με χαρακτηριστικότερη αυτή του κεντρικού τραπεζίτη Γιάννη Στουρνάρα στην ετήσια έκθεσή του για την ελληνική οικονομία, όπου σημειώνει ότι «η μείωση ή η επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών τίθεται ως επιτακτική ανάγκη για την ενίσχυση
της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων και τη διατήρηση των θέσεων εργασίας και επισημαίνεται ότι και το 2024 το μισθολογικό κόστος θα αυξηθεί κατά 4,4%».
Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η μείωση του μη μισθολογικού κόστους την προηγούμενη τετραετία έφτασε τις 4,4 μονάδες, ενώ, σύμφωνα με τον προγραμματισμό του υπουργείου Εργασίας, θα ακολουθήσει νέα μείωση σε δύο δόσεις, κατά 0,5% το 2025 και κατά 0,5% το 2027. Το δε κόστος της μείωσης των εισφορών, συνολικά κατά 2 εκατ. ευρώ το επωμίστηκε κατά αποκλειστικότητα η ΔΥΠΑ (ΟΑΕΔ), με αποτέλεσμα το έλλειμμα του κυριότερου φορέα στήριξης των ανέργων και των εργαζομένων να εκτοξευτεί την τελευταία διετία.
Προσεκτική μείωση
Τώρα οι πιέσεις για νέες μειώσεις αφορούν το μέρος των ασφαλιστικών εισφορών, δηλαδή τον ΕΦΚΑ, με την ηγεσία του υπουργείου Εργασίας να αντιδρά διακριτικά υπογραμμίζοντας την οριακή οικονομική κατάσταση του ενιαίου ασφαλιστικού ταμείου των μισθωτών.
«Ο εξορθολογισμός του μη μισθολογικού κόστους με περαιτέρω μείωσή του κατά μια μονάδα αποτελεί δέσμευσή μας» τόνισε χθες η υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Δ. Μιχαηλίδου, μιλώντας στην τακτική συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητήριου Ελλάδος (ΕΒΕΑ).
«Θέλουμε να κάνουμε πιο ελκυστική τη μισθωτή εργασία, παρέχοντας τη δυνατότητα στους εργοδότες να δίνουν τους καλύτερους δυνατούς μισθούς», είπε η υπουργός και πρόσθεσε με νόημα: «Κάθε μία ποσοστιαία μονάδα μείωσης αντιστοιχεί σε περίπου 400 εκατ. ευρώ μείωση εσόδων για τον ΕΦΚΑ, η οποία επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό. Γι’ αυτό τον λόγο η υλοποίηση της μείωσης του μη μισθολογικού κόστους χρειάζεται προσεκτικό χειρισμό».
Χαμηλό κόστος
Οι πιέσεις πάντως του κεντρικού τραπεζίτη για συνολική μείωση του κόστους εργασίας, προκειμένου να στηριχθούν οι επιχειρήσεις και η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας έρχονται σε αντίθεση με τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat που επιβεβαίωσε ότι η χώρα μας παραμένει στη ζώνη της «φθηνής εργασίας». Με το ωριαίο κόστος εργασίας στην Ελλάδα να φτάνει τα 15,7 ευρώ, εμφανίζοντας άνοδο σε σύγκριση με το 2022 και το 2021, όταν διαμορφωνόταν στα 14,7 ευρώ και τα 13,9 ευρώ αντίστοιχα, αλλά αρκετά μακριά με τον μέσο όρο της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης (31,8 και 35,6 ευρώ αντίστοιχα).
Ειδικότερα το μη μισθολογικό κόστος στην Ευρωζώνη αποτελεί το 25,5% του κόστους εργασίας, όταν στη Ελλάδα αντιστοιχεί στο 19,9%, ενώ από τα 15,7 ευρώ που δίνει ο εργοδότης την ώρα στη χώρα μας, λιγότερα από 10%, τα 3,13 ευρώ, πηγαίνουν σε φόρους και εισφορές.