Τρίγωνο εμπορικών μαχών
Στο Πεκίνο ο Όλαφ Σολτς για ακόμη μια «ανανέωση» της εμπιστοσύνης των Κινέζων στα γερμανικά προϊόντα, ενώ στις ΗΠΑ ξεσηκώθηκαν κατά της Κίνας ακόμη και οι αεροπορικές εταιρείες...
Μαίνεται στο παρασκήνιο ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας με νέα «επεισόδια» που δείχνουν πόσο εύθραυστη είναι η κατάσταση ακόμη και σε «μέτωπα» που δεν είναι άμεσης προτεραιότητας, όπως, για παράδειγμα, οι αερομεταφορές. Από την άλλη, και παρά τις «παραινέσεις» της Ουάσιγκτον να κρατήσουν αποστάσεις, οι Ευρωπαίοι συνεχίζουν την επιχείρηση γοητείας τους στην αχανή κινεζική αγορά, γιατί δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά, αφού από τον βαθμό διείσδυσής τους σε αυτή εξαρτώνται η οικονομική σταθερότητα και η ευημερία τους.
Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα, η Γερμανία και το επίμονο «ειδύλλιό» της με την κινεζική αγορά. Ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς βρίσκεται από σήμερα στο Πεκίνο για τριήμερη επίσκεψη, θέλοντας να εξασφαλίσει για άλλη μια φορά ένα γερό «κράτημα» για τα γερμανικά συμφέροντα στον ασιατικό γίγαντα. «Ακόμα κι αν οι Γερμανοί ηγέτες δεν κουράζονται να υπενθυμίζουν στον κόσμο την αφοσίωσή τους στα υψηλότερα ηθικά πρότυπα, το Βερολίνο έχει αποδείξει πολλές φορές ότι δεν είναι διατεθειμένο να θυσιάσει την ευημερία του στους βωμούς των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των ανησυχιών της Ουάσιγκτον για την ασφάλεια ή ακόμα και για χάρη της Ευρωπαϊκής Ένωσης» σχολιάζει δηκτικά το Politico.
Πλημμυρίδα εισαγωγών
Τα δύο τρίτα των γερμανικών επιχειρήσεων που συμμετείχαν πρόσφατα σε έρευνα του Γερμανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου στην Κίνα παραπονέθηκαν για «αθέμιτο ανταγωνισμό», ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση εξέφρασε την απογοήτευσή της για τις ολοένα και περισσότερο γενναιόδωρες κρατικές επιδοτήσεις σε βασικές βιομηχανίες της Κίνας, από κατασκευαστές ανεμογεννητριών έως αυτοκινητοβιομηχανίες. Μια πλημμυρίδα εισαγωγών φθηνών κινεζικών ηλεκτρικών οχημάτων στην Ευρώπη πιέζει τους τοπικούς κατασκευαστές σε τέτοιο βαθμό, που οι Βρυξέλλες εξετάζουν την επιβολή δασμών ακόμη και από το καλοκαίρι. Κι ενώ η αυτοκινητοβιομηχανία της Γερμανίας έχει επίσης δεχθεί έντονες πιέσεις από τις φθηνές κινεζικές εισαγωγές, εταιρείες, όπως η Mercedes-Benz και η BMW, απεχθάνονται την ιδέα επιβολής
οποιασδήποτε εμπορικής τιμωρίας στην Κίνα υπό τον φόβο ότι θα πληγούν τα δικά τους επιχειρηματικά συμφέροντα εκεί, εάν το Πεκίνο, όπως είναι πιθανό, προχωρήσει σε μέτρα «αντεκδίκησης».
Για γερμανικές εταιρείες-κολοσσούς, όπως η Siemens και η Volkswagen, οι οποίες άρχισαν να επενδύουν στην Κίνα πριν από 40 χρόνια, ο ασιατικός γίγαντας αποτελεί πλέον πυλώνα της παγκόσμιας επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους σε σημείο που είναι αναντικατάστατος. Μόνο η Κίνα αντιπροσωπεύει περίπου το 50% των παγκόσμιων πωλήσεων αυτοκινήτων της VW. Εκτός από τις μεγαλύτερες εταιρείες της Γερμανίας, τις αυτοκινητοβιομηχανίες και τις βιομηχανίες χημικών, όπως η BASF, που είναι οι πιο «εκτεθειμένες» στον ασιατικό γίγαντα, το ίδιο συμβαίνει και με πολλούς προμηθευτές τους, οι οποίοι έχουν ποντάρει μεγάλα στοιχήματα στην κινεζική οικονομία.
Αμερικανική δυσφορία
Ομως στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η αμφιθυμία για τις αμερικανοκινεζικές σχέσεις όλο και μεγαλώνει, και όλο και περισσότεροι κλάδοι της αμερικανικής οικονομίας κάνουν φανερή τη δυσφορία τους για τη διόγκωση της κινεζικής οικονομίας, ζητώντας άμεσα μέτρα προστασίας. Ανησυχίες έχουν κυκλώσει και τον κλάδο των αερομεταφορών τελευταία, με τις μεγάλες αμερικανικές αεροπορικές εταιρείες, συνεπικουρούμενες από τα συνδικάτα των εργαζομένων, να ζητούν από την κυβέρνηση Μπάιντεν να σταματήσει τις εγκρίσεις πρόσθετων πτήσεων μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών υπό την επίκληση των συνεχιζόμενων «αντι-ανταγωνιστικών πολιτικών της κινεζικής κυβέρνησης».
Σύμφωνα με χθεσινό αποκλειστικό δημοσίευμα του Reuters, η Airlines for America, ένας εμπορικός όμιλος του οποίου τα μέλη περιλαμβάνουν τις τρεις κορυφαίες αμερικανικές αεροπορικές εταιρείες, την American, την Delta και τη United, καθώς και τα συνδικάτα τους, έστειλε επιστολή στο υπουργείο Μεταφορών και στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ κατηγορώντας τους Κινέζους ανταγωνιστές της για αθέμιτο «πλεονέκτημα», καθώς συνεχίζουν να έχουν πρόσβαση στον ρωσικό εναέριο χώρο. Αντίθετα, οι αμερικανικές εταιρείες επιβαρύνονται από τα λειτουργικά έξοδα μεγαλύτερων διαδρομών, καθώς σταμάτησαν να πετούν πάνω από τη Ρωσία λόγω των κυρώσεων.