Μάνος Καρατζογιάννης, σκηνοθέτης / ηθοποιός Ενα έργο που με συνταράζει
είναι ένα έργο που με συνταράζει. Ίσως γιατί συμπυκνώνει αριστοτεχνικά τις χαρές της ζωής, αλλά και την αγωνία για την εξαφάνισή της. Αλλά και γιατί με αυτό το έργο βγήκα στο θέατρο πριν από περίπου 20 χρόνια, μαθητής ακόμα, στο πλευρό του δασκάλου μου Γιώργου Αρμένη. Τότε γνώρισα και τη Λούλα Αναγνωστάκη, με την οποία συνδέθηκα με βαθιά φιλία και έδρασε καταλυτικά στην καλλιτεχνική μου διαμόρφωση. Μου συστήθηκε με μια ματαίωσή της. «Ήθελα να γράφω για τον κινηματογράφο» μου είπε.
Από την «Κασέτα», μάλιστα, και μετά αρχίζει να γράφει σε εικόνες. Τώρα που ανεβάζουμε το έργο φέρνω ξανά στον νου μου αυτή την πρώτη μας συνάντηση. Και, βέβαια, τη Σοφία Ολυμπίου, τη Μαρίκα Τζιραλίδου και τον Ιάκωβο Ψαρρά, που δεν είναι πια στη ζωή και απάρτιζαν τη διανομή εκείνης της παράστασης.
Απώλειες και ματαιώσεις, εξάλλου, κυριαρχούν στη σπαρακτική αλλά και σπαρταριστή «Κασέτα» μέσα σε ένα τσεχοφικό περιβάλλον που υφαίνει μοναδικά η Αναγνωστάκη για να μιλήσει για τον σύγχρονο Έλληνα.
Για τη ζωή του «που όλο μικραίνει και που δεν πρέπει έτσι που ολοένα μικραίνει να εξαφανιστεί».
Ο Παύλος, που ερμηνεύω στην παράσταση, είναι εμπνευσμένος, σύμφωνα με την ίδια την Αναγνωστάκη, από τον πεζογράφο σύζυγό της Γιώργο Χειμωνά. Από το μέγεθος που είχαν οι δικοί του ήρωες ή έστω αναζητούσαν στη δική τους ζωή. Είναι ο πιο αδύναμος και ο πιο δυνατός μαζί. Βιώνει με αγωνία το χάσιμο της ζωής του κι αρπάζεται από μια στιγμή για να αποφύγει, έστω και για λίγο, την παγίδα της παραγωγής και της δουλειάς. Ενός ασφυκτικού συστήματος που καραδοκεί για όλους μας. Η Αναγνωστάκη δεν χαρίζεται. Δεν διστάζει να μιλήσει και για τα δεινά της δημόσιας ζωής μας, μια και το εμφυλιακό χνάρι είναι κι εδώ παρόν για να υπονομεύσει κάθε επικοινωνία και συναναστροφή. Άλλωστε, αν το Μαουτχάουζεν είναι η πνευματική καταγωγή του Ιάκωβου Καμπανέλλη, όπως την ορίζει ο ίδιος, ο εμφύλιος είναι η πνευματική αφετηρία της Αναγνωστάκη, σταθερή αναφορά σε κάθε έργο της (εκτός από το «Διαμάντια και μπλουζ»), και η «Κασέτα» η δική της «Αυλή».