Ian de Toffoli
Συγγραφέας
«Γράφω για να κατανοήσω τον κόσμο» λέει ο Ίαν ντε Τόφολι. Ο 43χρονος συγγραφέας που βρίσκεται στο επίκεντρο της νέας λογοτεχνικής σκηνής του Λουξεμβούργου βρέθηκε πριν από μερικές ημέρες στην Αθήνα για την παρουσίαση του νέου του βιβλίου «Ο άνθρωπος που δεν έβρισκε τη χώρα του» (εκδ. Νήσος). Άμεσος και χειμαρρώδης, όπως και η γραφή του, με διάθεση εξερευνητή της εποχής μας, κατακτά αμέσως τον συνομιλητή του. Μοιάζει περισσότερο με πολίτη της Μεσογείου παρά με ψυχρό Βορειοευρωπαίο. Στα βιβλία του άλλωστε μιλάει για εμπειρίες, αγωνίες και μετασχηματισμούς που μοιραζόμαστε οι κοινωνίες του δυτικού κόσμου. Γράφοντας μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, ιχνογραφεί «ανθρώπους τους οποίους έχει συνθλίψει ο μηχανισμός του καπιταλιστικού κόσμου, αφήνοντας πίσω μονάχα άδεια καλούπια», όπως χαρακτηριστικά λέει. Χαμογελαστός και πρόθυμος να μιλήσει για όλα όσα συνθέτουν τους μονολόγους του καινούργιου βιβλίου του, που παρότι εγγράφεται στα θεατρικά του έργα, φέρει όλα τα συστατικά μιας πολύ καλής λογοτεχνίας. Ο σημερινός άνθρωπος, ανήμπορος να προφτάσει και να κατανοήσει τις αλλαγές που συμβαίνουν γύρω του, βρίσκεται στο επίκεντρο της γραφίδας του. Ο παλιός κόσμος που χάνεται και μαζί του οι ρίζες των κοινωνιών, ο «παγκόσμιος επενδυτής» που καταδυναστεύει τόπους και ανθρώπους, η πολιτική, οι ανθρώπινες σχέσεις, η μοναξιά και η απόγνωση σκιαγραφούνται με αποστομωτικό τρόπο στις σελίδες του «Ανθρώπου που δεν έβρισκε τη χώρα του». Από την άλλη, ο συγγραφέας, με την πολύτιμη βοήθεια του Αλέξανδρου Παπαδήμα-Λέιτε στη μετάφραση από τα γαλλικά, μας ξεναγεί στη χώρα του, στη λογοτεχνία, στο θέατρο, στην καθημερινότητά της. «Η λουξεμβουργιανή λογοτεχνία μπορεί να έχει κάτι να πει για την κατάσταση των δυτικών κοινωνιών μας» λέει, ενώ υπογραμμίζει ότι «ίσως σε λίγο το θέατρο να είναι το μόνο πραγματικά δημοκρατικό μέρος που θα μας απομείνει». Η Τεχνητή Νοημοσύνη τον ανησυχεί, «αν την αφήσουμε χωρίς αυστηρή επίβλεψη, θα προκαλέσει τεράστιες ζημιές» λέει. Διαπιστώνει ότι σήμερα «αποκόβουμε από οποιοδήποτε μέσο σκέψης και τους κάνουμε να είναι απλά μηχανές κατανάλωσης», επιμένοντας ότι «πρέπει να είμαστε σε συνεχή μάχη ενάντια σε αυτό».
Ποιος είναι ο άνθρωπος που δεν έβρισκε τη χώρα του;
Η ταυτότητά του δεν είναι ενός συγκεκριμένου ατόμου, είναι ένα είδος ανθρώπου που απαντά στις δυτικές μεταβιομηχανικές κοινωνίες, οι οποίες βασίζονται στην παραγωγικότητα, στην ανταγωνιστικότητα και στη λεγομένη ατομική ευημερία. Όλα αυτά τα πράγματα προκάλεσαν σε αυτόν τον άνθρωπο το αντίθετο, την απώλεια του νοήματος, την απώλεια του εαυτού του. Η χώρα που δεν βρίσκει είναι η εσωτερική του χώρα.
Γιατί είναι τόσο απελπισμένοι, χαμένοι και τόσο μόνοι οι ήρωές σας;
Επειδή όσο πιο πολύ προχώρησε η παγκοσμιοποίηση στον κόσμο, τόσο πιο πολύ «αποκόπηκε» ο άνθρωπος. Αποκόπηκε από τον εαυτό του, από τους άλλους, από τον Θεό ή ας πούμε από την πνευματικότητα. Απεικονίζω ανθρώπους τους οποίους έχει συνθλίψει ο μηχανισμός του καπιταλιστικού κόσμου, αφήνοντας πίσω μονάχα άδεια καλούπια.
Στο «Τιαμάτ», ένα από τα μονόπρακτα του βιβλίου σας, μπαίνετε βαθιά στο σύστημα αυτού που ονομάζετε «παγκόσμιο επενδυτή». Σας ανησυχεί αυτή η συνθήκη όπως έχει διαμορφωθεί και έτσι όπως έχει σχεδόν υποκαταστήσει το πολιτικό σύστημα;
Ναι, απολύτως. Οι τεχνοκρατικές κυβερνήσεις που υποκλίνονται μπροστά στην οικονομία, όπως, για παράδειγμα, η κυβέρνηση του Μακρόν στη Γαλλία, αλλά και η κυβέρνηση του Λουξεμβούργου, παίρνουν ξεκάθαρα τη μεριά των μεγάλων επιχειρήσεων σε βάρος των καθημερινών αναγκών των ανθρώπων. Και γνωρίζουμε τα επιχειρήματά τους: εργασία, ευημερία... Όμως το αποτέλεσμα είναι πάντα το ίδιο, οι τιμές εκτοξεύονται επειδή μια μειονότητα κατέχει την πλειονότητα των πόρων και κάνει ό,τι θέλει, η όλο και μεγαλύτερη φτωχοποίηση για όλους πέρα από κάποιους λίγους, η απαξίωση της εργασίας, τα κοινωνικά κεκτημένα εξαφανίζονται, και αντί να ασχολούμαστε με τη φοροδιαφυγή των μεγάλων επιχειρήσεων (ή έστω να απαιτούμε μια δίκαιη φορολογία), κυνηγάμε τα επιδόματα των πιο φτωχών και τις δημόσιες δαπάνες (σχολεία, νοσοκομεία). Και το χάσμα ανάμεσα στους φτωχούς και τους πλούσιους μεγαλώνει ολοένα.
Στους μονολόγους του βιβλίου σας ιχνογραφείτε τη ζωή όπως τη βιώνουμε σχεδόν όλες οι δυτικές κοινωνίες, με τους ανθρώπους αδύναμους να παρακολουθήσουν την ταχύτητα με την οποία αλλάζουν οι ζωές τους. Αποξένωση, μοναξιά, κυριαρχία του χρήματος και της κατανάλωσης, ανάγκη για επικοινωνία και ανθρώπινη επαφή. Αυτούς τους μετασχηματισμούς πώς τους βιώνετε στη χώρα σας; Πώς τους βιώνετε προσωπικά;
Τους βιώνω σαν κατασταλτικές δυνάμεις ενάντια στις οποίες πρέπει να αντιστεκόμαστε κάθε μέρα. Πρέπει να επιδιώκουμε την επαφή με τους συνανθρώπους μας, με τα άτομα που είναι γύρω μας. Να δείχνουμε μια ριζοσπαστική αλληλεγγύη σε εκείνους που το μέλλον τους φαντάζει αβέβαιο. Πρέπει να περιφρονούμε τις ηλίθιες διαφημίσεις που προσπαθούν να μας πείσουν πως το να αγοράσουμε ένα καινούργιο αμάξι είναι μια μορφή ελευθερίας ενώ είναι ακριβώς το αντίθετο. Η χώρα μου, κατά κάποιον τρόπο, δεν διαφέρει από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες πέρα από το ότι οι κάτοικοι έχουν περισσότερα λεφτά για να ξοδέψουν, όμως το πρόβλημα είναι πως τελικά νομίζουν ότι αυτή η ξέφρενη κατανάλωση είναι η κανονικότητα.
Εσείς γράφετε για αυτά τα ζητήματα. Θεωρείτε ότι η λογοτεχνία, το θέατρο μπορούν να συμβάλουν ώστε ο πολίτης να κατανοήσει τι ακριβώς συμβαίνει στην εποχή του;
Είμαι απολυτά σίγουρος πως ναι, αλλιώς δεν θα έγραφα. Πιστεύω πως το θέατρο οφείλει να αναλάβει τον ρόλο ενός χώρου ανοιχτού στη δημόσια συζήτηση. Τον ρόλο της αρχαίας Αγοράς. Όμως για αυτό πρέπει να είναι ανοιχτό σε όσο το δυνατόν πιο διαφορετικά κοινά.
Οι αρχαιοελληνικοί μύθοι συναντώνται συχνά στα κείμενα του βιβλίου σας. Γιατί;
Επειδή οι μύθοι είναι παραδειγματικές ιστορίες. Εργαλεία ανάλυσης της πραγματικής ζωής. Μας βοηθάνε να καταλάβουμε τι μας συμβαίνει. Γι’ αυτό τους τραγουδούσανε πριν από τόσους αιώνες.
Στη χώρα μου, δυστυχώς, δεν γνωρίζουμε πολλά για τη λογοτεχνία και το θέατρο του Λουξεμβούργου. Θέλετε να μας τα συστήσετε;
Ναι, βεβαίως, με μεγάλη μου χαρά. Η λογοτεχνία και το θέατρο της χώρας μου δυσκολεύονται να αποκτήσουν μια ορατότητα στην υπόλοιπη Ευρώπη. Για το Λουξεμβούργο οι περισσότεροι γνωρίζουν μόνο τα κλισέ, τη θέση της οικονομίας του και το σύστημα της