Ο λαϊκισμός των αντιλαϊκιστών
Τ ι είναι στην πραγματικότητα ο λαϊκισμός; Η σημερινή κυβέρνηση βάσισε την κυριαρχία της στην καταγγελία του λαϊκισμού και στην ανάγκη να νικηθεί αυτός. Μάλιστα, δεν το έκανε μόνο όσο βρισκόταν στην αντιπολίτευση, αλλά το συνέχισε με την ίδια και μεγαλύτερη ένταση και αφότου ανέλαβε καθήκοντα. Ποιος ξεχνά τη Νίκη Κεραμέως, που ως υπουργός Παιδείας τότε είχε πει λίγους μήνες μετά την εκλογή Μητσοτάκη ότι ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε γίνει εναντίον του λαϊκισμού; Όμως τι είναι στην πραγματικότητα ο λαϊκισμός;
Η έννοια διακρίνεται από μια ασάφεια ως προς τη σημασία της και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Προέρχεται από τη λέξη «λαός» - και λίγα πράγματα είναι ασαφή και αμφίσημα όσο ο λαός. Οι πολιτικοί επιστήμονες είναι πιο φειδωλοί στη χρήση του όρου απ’ όσο οι πολιτικοί προπαγανδιστές. Επίσης, το πρώτο γνώρισμα του λαϊκισμού, ανεξαρτήτως γεωγραφικής τοποθέτησης στον πολιτικό άξονα, είναι ότι θέτει μετ’ επιτάσεως χοντροκομμένα και απλουστευτικά ερωτήματα τα οποία εμπεριέχουν αφαιρέσεις γιατί αποκλείουν την ανάλυση. Συνήθως, ως βασικό απλουστευτικό ερώτημα που τίθεται από τους λαϊκιστές πολιτικούς προβάλλεται ένας χοντροκομμένος διαχωρισμός μεταξύ «λαού» από τη μία και «ελίτ» από την άλλη, ο οποίος δεν συμπεριλαμβάνει τον ταξικό διαχωρισμό στον υπολογι
σμό του (κάτι που ξεχνούν να παρατηρήσουν ως ειδικό στοιχείο, που δεν σχετίζεται με τον λαϊκισμό, οι φιλελεύθεροι αναλυτές). Αυτή η απλούστευση δημιουργεί γενικεύσεις, αμαλγάματα και στερεότυπα. Έτσι, σε τελική ανάλυση ως «ελιτισμός» μπορούν να παρουσιαστούν κάθε νεωτερισμός, αλλαγή ή μεταρρύθμιση, ενώ ως «λαϊκότητα» η στασιμότητα, η συντήρηση και η κοινοτοπία. Αυτό το στοιχείο είναι που κάνει τον λαϊκισμό να είναι ένα ρεύμα όχι αποκλειστικά της Δεξιάς αλλά πάντως ευνοϊκό προς αυτή.
Ομως στην πραγματικότητα, πέραν του διαχωρισμού μεταξύ ελίτ και λαού, λαϊκιστικά χαρακτηριστικά έχει κάθε α-πολιτικό δίλημμα που αποκλείει τις αποχρώσεις και απαιτεί από τους ανθρώπους επιλογές και κρίσεις που να τις αποκλείουν επίσης. Χαριτολογώντας -ή ίσως όχι και τόσο- θα παρατηρούσαμε ότι ένα πρότυπο υπόδειγμα λαϊκιστικού α-πολιτικού διλήμματος είναι το δίλημμα «ή εμείς, ή οι λαϊκιστές» που κατά κόρον θέτει εδώ και κάποια χρόνια η άρχουσα τάξη στην Ελλάδα, και ειδικότερα η Νέα Δημοκρατία του Μητσοτάκη ως ενιαίο κόμμα της τα τελευταία οκτώ χρόνια. Πρόκειται λοιπόν για μια λαϊκιστική στην ουσία της αντιπαράταξη στον λαϊκισμό. Κάτι το οποίο δεν πρέπει να προξενεί έκπληξη. Ως όρος ασαφής, ο λαϊκισμός διέπεται αναγκαστικά και από λογής λογής αντινομίες. Με κυρίαρχη ότι, ξιφουλκώντας εναντίον κάποιων υποθετικών ε
λίτ, το λαϊκιστικό φαινόμενο καταλήγει να υπηρετεί τις πραγματικές ελίτ.
Την εβδομάδα που πέρασε είχαμε μια ενδιαφέρουσα περίπτωση, σύμπτωμα αυτής της αντινομίας. Ένας βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας πέρασε από την περιπέτεια από την οποία περνά κάποια στιγμή στη ζωή της η συντριπτική πλειονότητα της ανθρωπότητας. Ο πατέρας του ασθένησε και, δυστυχώς, πέθανε. Ευτυχώς, οι συντριπτικά περισσότεροι άνθρωποι έχουμε βρεθεί ή θα βρεθούμε σ’ αυτή τη θέση: να δούμε τον πατέρα μας να αρρωσταίνει και να πεθαίνει. Το αντίστροφο θα ήταν αναμφίβολα χειρότερο. Ο βουλευτής της Ν.Δ., ωστόσο, σταθερός αρνητής κάθε διαμαρτυρίας για τις ελλείψεις του δημόσιου συστήματος Υγείας, μονίμως υποτιμητικός προς τους υγειονομικούς που τις εντοπίζουν, ακατάπαυστα απολογητικός προς την πολιτική της κυβέρνησης να αντιμετωπίζει τις ζωές των ηλικιωμένων ως αναλώσιμες και κοστοβόρες, αποφασίζει να αναζητήσει ενόχους για τον θάνατο του πατέρα του. Και κατηγορεί για την πλημμελή -όπως ισχυρίζεται- μέριμνά τους όσους προειδοποιούσαν για τις συνέπειες της πολιτικής του: τους γιατρούς. Προσλαμβάνει μάλιστα και τον συνήθη Κούγια για να τους καταστρέψει τη ζωή και να ασκηθεί στην αγαπημένη του δολοφονία χαρακτήρων.
Ενώ λοιπόν οι φιλελεύθεροι ταγοί του αντιλαϊκισμού τον παρουσιάζουν ως ένα φαινόμενο το οποίο συστηματικά γενικεύει το ειδικό (π.χ., η πρόταση «Στη Μαρία Καρυστιανού συνέβη κάτι ασυνήθιστο και θλιβερό: να χάσει το παιδί της. Γενικεύοντας το ειδικό της θέμα, συγκινεί μεν, αλλά λαϊκίζοντας» είναι μια τυπική φιλελεύθερη πρόσληψη του λαϊκισμού, την οποία αν την δεν έχουμε ακούσει αυτούσια και ρητή ως τώρα, είναι μόνο από τον φόβο της κατακραυγής), εδώ έχουμε να κάνουμε με το αντίστροφο φαινόμενο. Μια κατάσταση με γενικά χαρακτηριστικά παρουσιάζεται με ειδικό τρόπο, αποστειρωμένη από το κοινωνικό περιβάλλον της, για να οδηγήσει σε αυθαίρετα συμπεράσματα. Και να καλλιεργήσει, όπως είναι πάντα το επιμύθιο του λαϊκισμού, τον κοινωνικό αυτοματισμό.
Από τη σκοπιά του αντιλαϊκισμού θα αποτελούσε ύψιστο καθήκον, απορρέον από το κοινωνικό ήθος, η υπεράσπιση των γιατρών και των υγειονομικών που έβαλε στο στόχαστρο αυτός ο φορέας εξουσίας που επιχειρεί να την επιδείξει επί εργαζομένων. Από μια γενικότερη πολιτική σκοπιά η ιστορία αυτή μας θυμίζει ότι ο λαϊκισμός, η εξόρυξη συγκινησιακής φόρτισης μέσω αφαιρέσεων, ο ηθικός πανικός των διλημμάτων χωρίς απόχρωση είναι πάντα μια υπόθεση της Δεξιάς. Και δη αυτής που αυτοπροτείνεται ως αντιλαϊκιστική.
Η παραγωγή πολιτικής θέσης που να είναι μαχητή μέσα στην κοινωνία οφείλει να είναι η αντιπαράταξη της Αριστεράς στον δεξιό λαϊκισμό που καλπάζει.