Σιδερένιο κυκλαδονήσι
Ημέρες της ζωής μας Ο Χρήστος Θηβαίος γράφει για τη δική του Σέριφο των απεργών και της ανθρώπινης επαφής
Δέκα χρόνια επισκεπτόμουν το νησί. Εβδομήντα δύο υπέροχες παραλίες, οι τριάντα οκτώ προσβάσιμες από ξηράς. Ενα νησί κομμένο στα δύο. Η πλευρά που κοιτά τον Βου, τη Σύρο και βόρεια την Κύθνο έχει χρυσαφένιες παραλίες και πράσινα νερά. Η πλευρά που κοιτάει την ηφαιστιογενή Μήλο είναι γεμάτη βαριά ιστορία όπως η μαύρη σιδερένια άμμος της. Οι παραλίες εκτεθειμένες γύρω γύρω από το νησί προσφέρουν τη δυνατότητα στον επισκέπτη να επιλέξει, ανάλογα με τον καιρό και τα μελτέμια, να κάνει ήσυχο ή ταραχώδες μπάνιο.
Μια μαρμάρινη επιγραφή στα ψηλότερα βράχια του νησιού μού κίνησε την περιέργεια: «Στη μνήμη των αναρχικών μεταλλωρύχων». Μπήκα στη διαδικασία να ψάξω. 21η Αυγούστου του 1916, πρωτοστατούντος του αναρχοσυνδικαλιστή Κωνσταντίνου Σπέρα, οι μεταλλωρύχοι της Σερίφου διεκδίκησαν οκτάωρο βάσει του καταστατικού της Πρωτομαγιάς του Σικάγου, ανθρώπινες συνθήκες εργασίας, δικαίωμα στην εργασία, κοινό ταμείο αλληλοβοηθείας, ούτως ώστε «πληγέντος ενός μεταλλωρύχου» όλοι οι υπόλοιποι να βοηθούν την οικογένειά του με συλλογικές αποφάσεις, εκπαίδευση και περίθαλψη για όλους και επί 24ώρου βάσεως απαγόρευση να μπαίνουν στην ίδια σήραγγα πατέρας και γιος για να μην ξεκληριστεί η οικογένεια.
Ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη
Η γερμανική μεταλλευτική εταιρεία των Γκρόμαν, που εκμεταλλευόταν τον μόχθο των εργατών, φυσικά δεν δέχτηκε τίποτε. Οι μεταλλωρύχοι απήργησαν ειρηνικά. Δεν φορτοεκφόρτωναν το μετάλλευμα στα πλοία για το Λαύριο. Η γερμανική μεταλλευτική εταιρεία κάλεσε άγημα τριάντα Ελλήνων χωροφυλάκων από τη Σύρο· ο ανεγκέφαλος υπομοίραρχος Χρυσάνθου έδωσε πέντε λεπτά διορία στους απεργούς να διαλυθούν. Αυτό δεν έγινε.
Στη συνέχεια εκτέλεσε τέσσερις Ελληνες μεταλλωρύχους. Η τραγωδία συνεχίστηκε όταν οι γυναίκες των μεταλλωρύχων κυνήγησαν και σκότωσαν με πέτρες στο κεφάλι τον επικεφαλής και έναν ακόμη χωροφύλακα.
Στη Σέριφο υψώθηκε η γαλλική σημαία για να υπενθυμίσει τα ανθρώπινα δικαιώματα που κατοχυρώθηκαν με την επανάσταση του 1789. Οι μεταλλωρύχοι κλείδωσαν τα όπλα σε ένα καφενείο και περιέθαλψαν τους τραυματίες.
Για δεκαπέντε ημέρες το νησί ήταν υπό την κυριαρχία των εργατών και τα πάντα αποφασίζονταν σε συλλογική βάση.
Η αντίθεση του σκοταδιού των σαθρών στοών των μεταλλείων με το φως στις χρυσαφένιες αμμουδιές του νησιού καθώς και ο πρώτος μικρός εμφύλιος πριν από τον μεγάλο του 1946-49 και η πρώτη εργατική επανάσταση πριν από τον Οκτώβριο του ’17 με ενέπνευσαν να γράψω τραγούδια για το πώς μπορούν οι άνθρωποι να διεκδικούν τα δικαιώματά τους και να ερωτεύονται με αξιοπρέπεια.
Οποιος οραματίζεται και ονειρεύεται με σεβασμό για τον διπλανό του μια καλύτερη και πιο αξιοπρεπή ζωή έμεινε για πάντα μέσα μου ως σύμβολο που το ονόμασα «Σιδερένιο νησί» και έτσι έγραψα γι’ αυτό έναν κύκλο έντεκα τραγουδιών.
Πειρατές και ήρωες
Ολα τα χρόνια ήταν τελικά μια ατέλειωτη ημέρα: αγναντεύοντας από τον Αϊ-Γιάννη το τεράστιο βραχώδες αγώι του βουνού μαζί με τον Δημήτρη. Τον παρακάλεσα να με πάει με τη μηχανή μέχρι το Μέγα Λιβάδι. Εκεί με άφησε μόνο μου χωρίς να το ζητήσω, αλλά ήξερε πόσο πολύ το ήθελα… Ετσι είναι οι φίλοι: όταν πρέπει, δεν μιλάνε.
Η μαύρη τρύπα της εισόδου των μεταλλείων έγινε για μένα μελάνι γραφής πάνω στο εκτυφλωτικό λευκό της εξόδου… Περπάτησα από το Μαλλιάδικο μέχρι τον Αυλόμωνα,δώδεκα περίπου χιλιόμετρα, ίσως και παραπάνω. Ηταν όμως δευτερόλεπτα μέσα μου και πάνω μου.
Με πολύ καλή διάθεση και βαφτισμένος στο γλυκό νερό ενός σωλήνα, αναθάρρεψα και ξεκίνησα τα ανηφορικά πλατύσκαλα για τη Χώρα. Στην τρίτη στροφή του δρόμου είδα την επιγραφή: «Η κάππαρη έχει ιδιοκτήτη». Πολλά νεύρα θα έχει ο φουκαράς σκέφτηκα και συνέχισα.
Στο Αέρινο ο Δημήτρης δεν με ρώτησε τίποτε για την περιπέτειά μου, απλώς μου έδειξε μια ταμπέλα πίσω του, πίσω από την μπάρα: «Ο νοών μοχίτο». Αφού ξεδιψάσαμε γελώντας, το ρίξαμε στο ρούμι. «Μαλάκες είναι οι πειρατές;». Ελα όμως που πλάκωσε ένα τσούρμο από τριάντα και πλέον τουρίστες για το διάσημο μοχίτο.
Σκορπιστήκαμε όλοι στις αυλές της Χώρας, απαλλοτριώνοντας δυόσμο και μέντα από τη γλάστρα κάθε μαυροφορεμένης νησιώτισσας… Ρίγανη τρίβω πάντα μέσα στις τσέπες της μνήμης μου για τον Κωνσταντίνο Σπέρα, τον Κουζούπη, τον Ζωίλη, τον Μητροφάνη, τον Πρωτόπαπα. Οι ήρωες είναι πάντα όμορφοι και νέοι.
Η αντίθεση του σκοταδιού των στοών με το φως στις αμμουδιές με ενέπνευσε να γράψω τραγούδια για το πώς μπορούν οι άνθρωποι να διεκδικούν τα δικαιώματά τους