“πολιτικοποιή-
Αλλαγή, η δημοσιογραφία αποτυγχάνει. Αφήνει το κοινό με την εσφαλμένη εντύπωση ότι πρόκειται για καταστροφές χωρίς αιτία, ότι δεν μπορούσε να γίνει τίποτε για την πρόληψή τους και τώρα δεν μπορεί να γίνει τίποτε για τη μελλοντική επιδείνωσή τους.
Σε έναν ιδανικό κόσμο όλοι θα μπορούσαμε να αφήσουμε στην άκρη την πολιτική αντιπαράθεση μέχρι να περάσει μια περίοδος κρίσης. Υστερα, όταν όλοι θα είμαστε ασφαλείς, θα μπορούσαμε να κάνουμε μια ενημερωτική και σε βάθος δημόσια συζήτηση για τις συνέπειες της κρίσης που μόλις πέρασε. Τι είδους υποδομές χρειαζόμαστε, σε τι είδους ενέργεια μπορούμε να βασιστούμε (ένα ζήτημα με δυσάρεστες συνέπειες για τον κυρίαρχο κλάδο στην περιοχή που πλήττεται: πετρέλαιο και φυσικό αέριο), τι δίκτυα ασφαλείας πρέπει να δημιουργήσουμε;
Θα μπορούσαμε ακόμη να συζητήσουμε για την αναμφισβήτητη σχέση μεταξύ κλιματικής αλλαγής και μετανάστευσης. Να συζητήσουμε για την ανάγκη εφαρμογής μεταναστευτικής πολιτικής με αφετηρία την υπόθεση ότι οι ΗΠΑ φέρουν μεγάλο μέρος της ευθύνης για τις βασικές αιτίες που ξεσπιτώνουν εκατομμύρια ανθρώπους.
Αλλά δεν ζούμε σε έναν κόσμο που επιτρέπει αυτό το είδος σοβαρού και μετρημένου διαλόγου. Ζούμε σε έναν κόσμο στον οποίο οι κυβερνητικές δυνάμεις έχουν αποδείξει ότι είναι πρόθυμες να εκμεταλλευτούν την εκτροπή μιας κρίσης μεγάλης κλίμακας και να μας ωθήσουν σε έναν δρόμο που παίρνει τη μορφή του κλιματικού απαρτχάιντ. Το είδαμε μετά τον τυφώνα Κατρίνα, όταν οι Ρεπουμπλικάνοι πίεσαν για ένα πλήρως ιδιωτικοποιημένο σχολικό σύστημα, αποδυνάμωση του εργατικού και φορολογικού δικαίου και άνοιξαν την πόρτα σε μισθοφορικές στρατιωτικές εταιρείες όπως η Blackwater. Και τώρα ήδη βλέπουμε τον Τραμπ να εκμεταλλεύεται τον τυφώνα Χάρβεϊ για την περαιτέρω στρατιωτικοποίηση των αμερικανικών αστυνομικών δυνάμεων.
Το να μιλάμε ειλικρινά για τα αίτια των καταστροφών δεν είναι ασέβεια στους ανθρώπους που πλήττονται. Είναι ο μόνος τρόπος να τιμήσουμε πραγματικά τα θύματα. Είναι η τελευταία μας ελπίδα για την αποτροπή ενός μέλλοντος γεμάτου αμέτρητα θύματα».