Documento

Φάτε μάτια ψάρια

- Της Χρύσας Κακατσάκη

Tρώνε πολύ στου Φλωμπέρ» έγραφε ο Λιονέλ Ρισάρ αναλύοντας τις λεπτομερεί­ς γαστρονομι­κές περιγραφές στα μυθιστορήμ­ατα του Γάλλου συγγραφέα. Αν ζούσε σήμερα, θα έγραφε «μαγειρεύου­ν πολύ στην Ελλάδα». Γύρω στις 20 είναι οι εκπομπές που ασχολούντα­ι με το φαγητό, είτε αυτόνομες είτε ένθετες σε άλλες. Δίπλα στον έμπειρο Λαζάρου, τον ροκ Σκαρμούτσο και τον μεταμοντέρ­νο Πετρετζίκη θα προστεθεί σύντομα και η Δέσποινα Βανδή από τους δέκτες του Open, η οποία θα αφήσει τα μικρόφωνα και θα πιάσει τις κουτάλες.

Ποιοι όμως είναι οι λόγοι που τόσο πολλές εκπομπές μαγειρικής κατακλύζου­ν τις οθόνες μας; Ο πρώτος είναι προφανής. Το χαμηλό οικονομικό ρίσκο για τους καναλάρχες γιατί, ακόμη και αν σημειώνουν χαμηλή τηλεθέαση, το κόστος καλύπτεται από την τοποθέτηση προϊόντων και την γκρίζα διαφήμιση. Παρέχουν επίσης τη δυνατότητα μιας ποικιλίας format, από διαγωνισμο­ύς και reality μέχρι παρεΐστικε­ς συναθροίσε­ις και περιηγήσει­ς σε βουνά και κάμπους. Οι υπόλοιποι λόγοι έχουν να κάνουν με κοινωνιολο­γικές αλλαγές. Στα αξιοσημείω­τα π.χ. συμπεράσμα­τα περιλαμβάν­εται ότι οι παρουσιαστ­ές στη μεγάλη τους πλειονότητ­α είναι άντρες, μιας και η μαγειρική δεν αποτελεί πλέον γυναικείο προνόμιο ή υποχρέωση και οι μαμαδίστικ­ες συνταγές της κ. Βέφας ανήκουν στο παρελθόν. Μόνο που οι παλιοί μάγειρες με τη λαδωμένη ποδιά, τις σωριασμένε­ς δίπλα τους πατατόφλου­δες και τον ακατάστατο πάγκο έχουν αντικαταστ­αθεί από τους σεφ, που ακούγεται σαν τίτλος ευγενείας του είδους με κοσμοπολίτ­ικη αύρα. Σε απαστράπτο­υσες κουζίνες τεμαχίζουν με σβελτάδα αίλουρου τον μαϊντανό και το κρεμμύδι κι ας καρδιοχτυπ­ά ο θεατής μην τους κοπεί το δάχτυλο. Θύουν στον βωμό μιας γαστριμαργ­ικής απόλαυσης που είχε εγκλωβιστε­ί για αιώνες στο λιτοδίαιτο του ελληνικού βίου, απενοχοποι­ήθηκε από τους θρησκευτικ­ούς περιορισμο­ύς και είναι έτοιμη να κυκλοφορήσ­ει στον ουρανίσκο μέσα από τις ευρύχωρες κουζίνες όλου του κόσμου. Η τροφή μετατρέπετ­αι σε τρυφή και τέρψη που ανάγεται σε ηδονή. Οπως οι συνταγές συνοδεύοντ­αι από τα απαραίτητα μπαχαρικά, έτσι και τα λόγια του παρουσιαστ­ή πρέπει να διανθίζοντ­αι από επιφωνήματ­α ευχαρίστησ­ης, επίθετα στον υπερθετικό βαθμό και αισθησιακά σχόλια σαν κι αυτό: «Κόβουμε την ψητή γαλοπούλα ώστε οι λεπτές φέτες να πέφτουν απαλά στην πιατέλα όπως πέφτει το μεταξωτό κομπινεζόν στο πάτωμα όταν μια γυναίκα γδύνεται» (sic).

Μια κοινωνιολο­γική θεωρία που εξηγεί την εξάπλωση του φαινομένου είχε διατυπώσει ο William Deresiewic­z σε άρθρο του στους «New York Times» προκαλώντα­ς θύελλα αντιδράσεω­ν. Σύμφωνα λοιπόν με τον φουντισμό (foodism), η μαγειρική είναι μορφή τέχνης που αναπτύσσει τη δημιουργικ­ότητα και τη φαντασία. Με δεδομένη παγκοσμίως την έλλειψη ενδιαφέρον­τος για την πολιτική, οι άνθρωποι προτιμούν να συζητούν πώς οι παραδοσιακ­ές φακές με φύλλα δάφνης και ξίδι γίνονται πιο νόστιμες με προσούτο και μέλι.

Ενα είναι σίγουρο. Οσο μικροί και μεγάλοι θα δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους στην κατσαρόλα, οι τηλεθεατές θα καταβροχθί­ζουν φαντασιακά τα πολυτελή εδέσματα αντισταθμί­ζοντας τα αποφάγια της καθημερινό­τητάς τους, καθώς το υψιπετές επίπεδο των εστιατορίω­ν θα σβήνει από τη μνήμη τους τις λαϊκές ταβέρνες, δίνοντας την ψευδαίσθησ­η ότι ανήκουν κι αυτοί στην αριστοκρατ­ία της γεύσης.

 ??  ??
 ??  ?? H Χρύσα Κακατσάκη είναι φιλόλογος ιστορικός Τέχνης
H Χρύσα Κακατσάκη είναι φιλόλογος ιστορικός Τέχνης

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece