Μετακίνησε τα σύνορα της επιστήμης
Η επιστημονική μελέτη στηρίζεται στην έως μια δεδομένη στιγμή υπάρχουσα γνώση και οικοδομείται σταδιακά, βήμα με βήμα. Πριν από κάποια έρευνα τίθεται ένα ερώτημα, δημιουργείται μια υπόθεση και με τα πειράματα ή τη συγκριτική αντιπαράθεση στοιχείων η υπόθεση επαληθεύεται ή απορρίπτεται. Αυτή η τακτική όμως εμπεριέχει έναν μεγάλο κίνδυνο: πολλές φορές οι ερευνητές έχουν ειλημμένες αποφάσεις προτού αρχίσουν την έρευνα.
Συνειδητά ή ασυνείδητα η Γκούντολ έσπασε αυτήν τη σχέση για έναν απλό λόγο: προτού τη στείλει ο καθηγητής Λουίς Λίκεϊ να αρχίσει να μελετά τους χιμπατζήδες στην Τανζανία δεν είχε σπουδάσει στο πανεπιστήμιο. Παρατηρούσε όλο το εύρος των κινήσεων και της συμπεριφοράς τους χωρίς να έχει στο μυαλό της κάτι που θα έπρεπε να προσέξει. Δεν θεωρούσε τίποτε ήδη γνωστό ώστε να μην αξίζει την προσοχή της. Εως τότε οι επιστήμονες θεωρούσαν τους πιθήκους ζώα «αγελαία» και όχι «κοινωνικά», ενώ πίστευαν ότι μόνο ο άνθρωπος «μπορεί να φτιάξει και να χρησιμοποιήσει εργαλεία».
Μας εξηγεί: «Πήγα στο Γκόμπε στην άκρη της λίμνης Τανγκανίκα και έστησα τη μικρή σκηνή μου. Η μητέρα μου ήταν μαζί μου την εποχή εκείνη, επειδή οι βρετανικές αρχές θεωρούσαν ότι έχαναν τον έλεγχο της περιοχής και αρνήθηκαν να αναλάβουν την ευθύνη για μια μόνη νεαρή κοπέλα. Η μητέρα μου προσφέρθηκε να με βοηθήσει. Για μήνες οι χιμπατζήδες έφευγαν μόλις μας έβλεπαν, δεν είχαν ξαναδεί “λευκό πίθηκο”. Εμαθα πολλά εκείνη την περίοδο, αλλά όχι αυτό που ήθελα. Οταν σταδιακά άρχισαν να ξεθαρρεύουν άρχισα κι εγώ να τους γνωρίζω πραγματικά.
Ηταν συναρπαστικό να βλέπεις τις πολύ διαφορετικές προσωπικότητές τους. Είναι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, όπως είμαστε και εμείς. Η σημαντική παρατήρησή μου έγινε όταν ένας χιμπατζής, ο Ντέιβιντ, άρχισε να λειτουργεί μπροστά μας όπως λειτουργούσε και όταν ήταν μόνος ή με την οικογένειά του. Στους χιμπατζήδες αρέσουν πολύ τα μυρμήγκια και ειδικά οι τερμίτες. Τον είδα, λοιπόν, να κόβει ένα κλαδί από ένα δέντρο, να βγάζει από πάνω του τα μικρά κλαδάκια και τα φύλλα, μετά να ανοίγει μια τρύπα στο έδαφος, να βάζει μέσα το κλαδί και να κάθεται να περιμένει. Υστερα από λίγο να πηγαίνει, να βγάζει από την τρύπα το κλαδί, πάνω στο οποίο είχαν ανεβεί οι τερμίτες, και να απολαμβάνει τον μεζέ του. Για να φάει είχε κατασκευάσει και χρησιμοποιήσει ένα εργαλείο.
Το είπα σε επιστήμονες και δεν με πίστεψαν. Το πίστεψαν όμως οι άνθρωποι του περιοδικού “National Geographic” και έστειλαν έναν φωτογράφο.
Αυτό που είναι πιο εντυπωσιακό είναι ότι στο θέμα της επικοινωνίας και της συμπεριφοράς οι χιμπατζήδες είναι σαν εμάς: κάνουν χειρονομίες όπως εμείς, δίνουν φιλιά όπως εμείς, αγκαλιάζονται, κρατιούνται από το χέρι, χτυπάνε ο ένας τον άλλο με τις γροθιές τους όταν μαλώνουν. Η παιδική ηλικία κρατάει πολύ, έχουν οικογένειες, θηλάζουν για πέντε χρόνια, όταν ένα παιδί μείνει ορφανό το υιοθετεί άλλη οικογένεια. Και όπως τα δικά μας παιδιά, και τα παιδιά των χιμπατζήδων μεγαλώνουν παρατηρώντας τι κάνουν οι μεγάλοι».
«Οι χιμπατζήδες με βοήθησαν να επηρεάσω τον τρόπο με τον οποίο η επιστήμη αντιλήφθηκε τα ζώα. Συνειδητοποίησαν όλοι ότι εμείς οι άνθρωποι δεν είμαστε τα μόνα όντα με προσωπικότητα μυαλό και συναισθήματα»