«Υπάρχουν ηθοποιοί που πληρώνονται με σάντουιτς»
Η πρωταγωνίστρια της «Ψιλικατζούς» στο θέατρο Vault μιλάει για τις σύγχρονες ιστορίες ζωής
Μια νέα γυναίκα χτίζει το παρατηρητήριό της σε ένα ψιλικατζίδικο στη Νίκαια. Η Ελένη Ουζουνίδου, που υποδύεται την κεντρική ηρωίδα, πιστεύει πολύ στο θέατρο και κάνει «βουτιά» στην πραγματική ζωή και στους ανθρώπους που είναι έτοιμοι να πληρώσουν το τίμημα για να ακολουθήσουν το όνειρό τους.
Ποια είναι η «Ψιλικατζού»;
Η παράσταση αναφέρεται στην πραγματική ιστορία της Κωνσταντίνας Δελημήτρου. Είναι μια γυναίκα που αποφάσισε να κάνει στροφή στα 25 της χρόνια, να εγκαταλείψει το μακιγιάζ σε νύφες και την πώληση προϊόντων αδυνατίσματος και να ανοίξει με τον σύζυγό της ένα ψιλικατζίδικο στη Νίκαια. Από εκεί βλέπει τον κόσμο, τους ανθρώπους, τις ιστορίες τους, τα φαινόμενα ρατσισμού στις φτωχογειτονιές. Ολα αυτά την τροφοδότησαν με υλικό για το δημοφιλές μπλογκ που δημιούργησε στο διαδίκτυο, στο οποίο περιέγραφε αυτά τα βιώματα. Οταν έκλεισε το μαγαζί της αποφάσισε να εκδώσει αυτό το ιδιαίτερο ημερολόγιο κι έγραψε άλλη μια ιστορία για τις προσπάθειές της να αποκτήσει παιδί και τις κωμικοτραγικές περιπέτειες που έζησε.
Γιατί σας συγκίνησε τόσο αυτό το προσωπικό παραμύθι;
Το κείμενο είναι γραμμένο με μεγάλη ευαισθησία και σκιαγραφεί μέσα από το ιδιαίτερο φίλτρο που το διακρίνει πολλές πτυχές της κοινωνικής πραγματικότητας. Η λαχτάρα και η δυνατή προσωπικότητα της Κωνσταντίνας με γοήτευσαν και μου αρέσει να διηγούμαι την ιστορία της πάνω στη σκηνή.
Σας γοητεύει η εναλλαγή των προσωπείων, το παιχνίδι με τους ρόλους;
Δεν έχω λαχτάρα να παίζω συγκεκριμένους ρόλους. Δίνω όμως μεγάλη έμφαση στα κείμενα. Στη συγκεκριμένη φάση της ζωής μου επιλέγω συνήθως έργα που αναφέρονται στη σύγχρονη εποχή. Αυτό νομίζω ότι ενδιαφέρει τον κόσμο που έρχεται να ακούσει αληθινές ιστορίες.
Το ψιλικατζίδικο γίνεται ο καθρέφτης της εποχής μας;
Είναι μια σύγχρονη εικόνα. Τα ψιλικατζίδικα είναι ακόμη και σήμερα σημεία αναφοράς για τις γειτονιές, που απαρτίζονται πλέον από διαφορετικούς ανθρώπους, φυλές και κουλτούρες. Μέσα από το έργο βλέπουμε παράλληλα πόσο έντονα είναι τα φαινόμενα του φόβου και του ρατσισμού. Αυτή η κατάσταση όχι μόνο δεν εξομαλύνεται με τον καιρό, αλλά πολλές φορές οξύνεται. Δυστυχώς μας τρομάζει το ανοίκειο και το διαφορετικό. Το μεγαλύτερο κομμάτι της παράστασης όμως αφοσιώνεται στο θέμα της εξωσωματικής γονιμοποίησης και στην προσπάθεια της πρωταγωνίστριας να αποκτήσει παιδί.
Υπάρχει ένα κομμάτι κοινωνικού καταναγκασμού γύρω από θέμα της μητρότητας;
Είναι ένα ζήτημα ευαίσθητο. Υπάρχει εδραιωμένη κοινωνικά η αντί- ληψη ότι όλες οι γυναίκες πρέπει να αποκτήσουν παιδί. Πίστευα ότι αυτό το στερεότυπο έχει σπάσει και πως θα ήταν φυσιολογικό για μια γυναίκα να ανακοινώσει ότι δεν μπορεί ή ότι δεν θέλει να κάνει παιδί. Διαπιστώνω όμως πως και σε αυτό το κομμάτι παραμένουμε συντηρητικοί. Πολλές γυναίκες που παρακολουθούν την παράσταση μου λένε τις ιστορίες τους, τις δυσκολίες που έχουν να αντιμετωπίσουν με τον περίγυρό τους, την αμηχανία που καμιά φορά δημιουργεί αυτό το θέμα. Αυτό που με ξάφνιασε είναι ότι πολλές από αυτές μας συναντούν μαζί με τον άντρα τους. Τα ζευγάρια είναι πλέον πιο μαζί, πιο ενωμένα.
Ποιες παραστάσεις ενεργοποιούν αληθινά συναισθήματα σήμερα;
Το θέατρο λειτουργεί σαν καταφύγιο. Το κοινό αυξάνεται και δίνει το παρών στις καλοφτιαγμένες παραστάσεις. Διαπιστώνω ότι έχει αλλάξει και η νοοτροπία σε σχέση με το περιεχόμενο και έχει δοθεί έμφαση στις ιστορίες που είναι «ζωντανές» και βρίσκονται πιο κοντά μας. Είναι πολύ ελπιδοφόρο ότι οι θεατές στηρίζουν τις μικρές σκηνές. Τα πράγματα όμως είναι δύσκολα. Εμείς που έχουμε την τύχη να δουλεύουμε στο θέατρο αναγκαζόμαστε να κάνουμε πολλές δουλειές για να επιβιώσουμε. Ακουσα πρόσφατα ότι υπάρχουν νέοι ηθοποιοί που πληρώνονται με σάντουιτς για τη δουλειά τους.
Πώς διατηρείτε την αισιοδοξία σας; Υπάρχει φως στο βάθος αυτής της διαδρομής;
Πριν από λίγα χρόνια ήμουν πιο αισιόδοξη, αλλά τώρα νιώθω πιο συγκρατημένη. Δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι αν μείνουμε με σταυρωμένα χέρια και κοιτάμε με θυμό ο ένας τον άλλον. Οταν οι άνθρωποι φοβούνται γίνονται πιο συντηρητικοί, κλείνονται στον εαυτό τους, κλείνουν την πόρτα του σπιτιού τους και οτιδήποτε ξένο τούς ταράζει και τους αποσυντονίζει. Δεν έχουμε την παιδεία και τις βάσεις για να εξελιχθούμε γρήγορα σε αυτό το κομμάτι και να κάνουμε βήματα μπροστά.
Εχετε ζήσει αρκετό καιρό στη Θεσσαλονίκη και τη βόρεια Ελλάδα...
Στα πρώτα μου βήματα μπήκα στη σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και δούλεψα εκεί για έξι χρόνια. Αν όμως βρισκόμουν στο δίλημμα να διαλέξω, θα προτιμούσα την Αθήνα. Εχει απίστευτες ομορφιές η Θεσσαλονίκη, αλλά υπάρχει κάτι βαρύ στην ατμόσφαιρα. Αυτό αποτυπώνεται και στην παράσταση «Αρίστος» που παρουσιάζουμε στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Το παρακράτος έχει αφήσει ένα στίγμα που βαραίνει την πόλη έως σήμερα.
Ποιες είναι οι μνήμες σας από την Κομοτηνή;
Είναι όπως είναι σήμερα όλη η Ελλάδα. Η πολυπολιτισμικότητα και η συνύπαρξη με διαφορετικές κουλτούρες υπάρχουν σε κάθε γωνιά της. Για μένα όμως είναι μια κανονικότητα μέσα στην οποία έχω μεγαλώσει. Εχω φίλους μουσουλμάνους, Εβραίους και Αρμένιους. Δεν πιστεύουμε στην ίδια θρησκεία, αλλά ζήσαμε στον ίδιο τόπο και μας συνδέουν πολλά.