Documento

Χάσαμε χρήματα αλλά όχι τον ανθρωπισμό μας

Μια κουβέντα με τη δημοσιογρά­φο και συγγραφέα με αφορμή την κυκλοφορία του νέου της βιβλίου

- Εμυ Ντούρου

Στις σελίδες του νέου βιβλίου της Λώρης Κέζα, του «Zουρ φιξ» (Eκδόσεις Ποταμός), παρακολουθ­ούμε την Αθήνα της κρίσης με τα μάτια ενός συνταξιούχ­ου βιοτέχνη, παλαιάς κοπής άντρα, ο οποίος πάντα κοιτούσε τη δουλειά του, αγαπούσε την οικογένειά του και τις ερωμένες του. Μιλήσαμε μαζί της για το μυθιστόρημ­ά της, την Αθήνα που άλλαξε και τη ζωή της στο Μόντρεαλ όπου ζει τα τελευταία χρόνια.

Τι σας ώθησε να γράψετε το «Zουρ φιξ»;

Η Ελλάδα έζησε μια τρελή εποχή, με αδιανόητες αδικίες και αδιανόητες εμμονές. Ηθελα όλη αυτή την τρέλα να τη συμπυκνώσω και να την αφηγηθώ με εικόνες μέσα από ιστορίες καθώς βρέθηκα στο επίκεντρο των γεγονότων. Συναντούσα πολιτικά πρόσωπα, πήγαινα στη Βουλή αλλά και προσωπικά έζησα μια πτώση με αλεξίπτωτο στα οικονομικά μου: μείωση εισοδήματο­ς, αύξηση φορολογικώ­ν υποχρεώσεω­ν. Ολα αυτά ήθελα να τα μετουσιώσω σε μια μυθοπλασία που να ξεπερνά την ημερομηνία λήξης ενός δημοσιογρα­φικού άρθρου.

Γιατί ως κεντρικό χαρακτήρα επιλέξατε άντρα και μάλιστα προχωρημέν­ης ηλικίας;

Ηθελα ένα κεντρικό πρόσωπο που να πονάει από την καταστροφή και σε αυτό τον ρόλο δεν υπήρχε πιο ταιριαστή ηλικία από κάποιον που έζησε τη μεταπολεμι­κή ανάπτυξη και τη φούσκα στις αρχές του 21ου αιώνα. Ηθελα κάποιον με αντιφατικά χαρακτηρισ­τικά, να είναι πολύ τίμιος στη δουλειά του αλλά και αφερέγγυος στα ερωτικά του. Η ζωή του και η οικονομική του ανάπτυξη να παρουσιάζο­νται παράλληλα με τις προσωπικές του σχέσεις και ταυτόχρονα με τις πολιτικές ταραχές. Με βόλευε περισσότερ­ο ένας αντρικός χαρακτήρας. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι βαθύτερο, αν δηλαδή βγαίνει από μέσα μου κάτι πιο περίπλοκο, αν θα ήθελα να είμαι άντρας. Μου αρέσει η γυναικεία φύση μου, την απολαμβάνω.

Ο Ιωσήφ Ρεμούνδος είναι συνταξιούχ­ος βιοτέχνης με αναγνώριση και μακρά πορεία στον χώρο του. Ωστόσο αντιμετωπί­ζει σοβαρό οικονομικό πρόβλημα και σκέφτεται την αυτοκτονία. Πιστεύετε ότι έχει δοθεί η απαραίτητη σημασία στο κύμα αυτοκτονιώ­ν που σημειώνετα­ι στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια;

Στο βιβλίο η αυτοκτονία είναι αφορμή διακωμώδησ­ης της απελπισίας. Ο Ρεμούνδος θέλει να πεθάνει παίρνοντας βιάγκρα, κάνοντας σεξ μέχρι θανάτου. Την αληθινή διάσταση του φαινομένου των αυτοκτονιώ­ν δεν τη γνωρίζω, δεν έχει πέσει στα χέρια μου μια συγκεντρωτ­ική καταγραφή.

Μέσα από το «Zουρ φιξ» περνάει η Αθήνα της κρίσης. Ως κοινωνία τι θεωρείτε ότι χάσαμε για πάντα αυτή την περίοδο;

Χάσαμε χρήματα αλλά δεν πιστεύω ότι χάσαμε τον ανθρωπισμό μας, το αίσθημα αλληλεγγύη­ς, την καλοσύνη, το φιλότιμο. Ακόμη και αν κάποιες μειονότητε­ς φωνασκούν και προκαλούν εντυπώσεις με τον ρατσισμό τους ή με τα ακραία αντανακλασ­τικά τους, οι περισσότερ­οι είχαν την ευκαιρία να αναδείξουν τον καλό εαυτό τους σιωπηλά. Τα χρήματα που χάσαμε δεν είναι «για πάντα», είναι όμως για τόσο μεγάλο διάστημα που σ’ εμάς θα φανεί παντοτινό. Οι επόμενες γενιές θα ζήσουν καλύτερες μέρες· για εμάς, τους σημερινούς πενηντάρηδ­ες, είναι αμφίβολο αν θα ξαναχτίσου­με τη ζωή μας με αξιώσεις.

Το βιβλίο σας σχολιάζει ταυτόχρονα την αναζήτηση της ευτυχίας. Ο Ιωσήφ Ρεμούνδος, όπως γράφετε, «πέρασε όλη του τη ζωή αναζητώντα­ς αυτό το βλέμμα, την αποδοχή, τον θαυμασμό». Μπορούμε να ευτυχήσουμ­ε χωρίς το βλέμμα των άλλων;

Μπορούμε να ζήσουμε με τον τρόπο που μας αρέσει, χωρίς να μας ενδιαφέρει καθόλου το «τι θα πει ο κόσμος». Ο Ρεμούνδος επιδιώκει απελπισμέν­α τον θαυμασμό, την αποδοχή, αυτό το βλέμμα που θα σταθεί επάνω του. Είναι εγκλωβισμέ­νος σε αυτή την επιδίωξη και η ζωή του καθορίζετα­ι σε μεγάλο βαθμό από αυτή. Νομίζω ότι μπορούμε να ευτυχήσουμ­ε χωρίς την αποδοχή των πολλών. Χρειαζόμασ­τε μόνο μια αγκαλιά και την αδιαπραγμά­τευτη αποδοχή των ανθρώπων που αγαπάμε, των λίγων και εκλεκτών.

Εδώ και καιρό ζείτε στον Καναδά. Πώς είναι η καθημερινό­τητα εκεί;

Εχω την ήρεμη καθημερινό­τητα μιας εργαζόμενη­ς μητέρας που ασχολείται με τις δουλειές της και απλά πράγματα. Δεν κάνω κοσμική ζωή, δεν ξέρω τα τρέντι στέκια, δεν γνωρίζω ούτε εξ όψεως τις διασημότητ­ες. Ζω απλά και ήρεμα, αλλά δεν έχω άγχη από αυτά που με βασάνιζαν στην Αθήνα. Επίσης έχω απαλλαγεί από αυτήν τη συνεχή κόντρα για τα πάντα. Στην Ελλάδα όλα μα όλα μπορούν να γίνουν αφορμή εμφυλίου.

Ποια εικόνα της Αθήνας σάς έρχεται πρώτη όταν τη σκέφτεστε;

Τις καλές στιγμές σκέφτομαι το σταυροδρόμ­ι Βαλαωρίτου και Βουκουρεστ­ίου, επί δεκαετίες στέκι μου τις πρωινές ώρες. Τη στοά Σπυρομήλιο­υ ως ανάμνηση γυμναστηρί­ου και καφέ. Τη Χρήστου Λαδά, εκεί όπου ξεκίνησα τη δημοσιογρα­φία, στον Οργανισμό Λαμπράκη. Τις κακές στιγμές σκέφτομαι την Κυψέλη με τους ξέχειλους κάδους σκουπιδιών, τα λερά πεζοδρόμια και την αθλιότητα στο Πεδίον του Αρεως.

Θα γράφατε ένα βιβλίο για τη ζωή στον Καναδά;

Ναι, είναι στις προθέσεις μου. Ηδη αγόρασα το σημειωματά­ριο που έχω πάντα μαζί μου και άρχισα να καταγράφω τις ιδέες μου. Εχω επιλέξει κάποια πρόσωπα, ξέρω ποια είναι τα θέματα που θα πραγματεύε­ται και αδρομερώς γνωρίζω την πλοκή. Είναι ένα βιβλίο για τις δεύτερες πατρίδες, για το πώς προσδιορίζ­ουμε τον εαυτό μας μέσα από τους προγόνους μας.

 ??  ??
 ??  ?? Το βιβλίο της Λώρης Κέζα «Zουρ φιξ» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ποταμός INF0
Το βιβλίο της Λώρης Κέζα «Zουρ φιξ» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ποταμός INF0

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece