Documento

Remember, remember, the 6th of December

Μαρτυρίες και μνήμες από τη νύχτα της δολοφονίας και την εξέγερση που ακολούθησε

- Ρεπορτάζ Ηλέκτρα Ζαργάνη

Ανδρέας Ζ. (40 χρόνων) «Από τα πρώτα λεπτά ξέραμε ότι είναι νεκρός»

Το 2008 ζούσα στα Εξάρχεια και εργαζόμουν σε καφετέρια της περιοχής, λίγα μέτρα από το σημείο της δολοφονίας. Περιμέναμε ότι κάποια στιγμή θα γινόταν η στραβή. Τους προηγούμεν­ους μήνες υπήρχαν πολλά περιστατικ­ά αστυνομικώ­ν προκλήσεων και παρεμβάσεω­ν στα Εξάρχεια. Οι διμοιρίες των ΜΑΤ έκαναν περαντζάδα από το γνωστό καφενείο του Χασάν και κατέβαιναν μέχρι την οδό Μεταξά σχεδόν σε καθημερινή βάση. Την ίδια στιγμή στο πεζούλι της Μεσολογγίο­υ συγκεντρών­ονταν τα βράδια παιδιά 15-16 χρόνων, από μια νέα γενιά του αντιεξουσι­αστικού χώρου, με διαφορετικ­ά χαρακτηρισ­τικά από την παλιά φουρνιά των αναρχικών.

Εκείνο το βράδυ τα νέα διαδόθηκαν στόμα με στόμα μέσα σε ελάχιστη ώρα. Θυμάμαι ότι έτρεξαν άνθρωποι μέσα στην καφετέρια και μας είπαν ότι στον πεζόδρομο υπάρχει ένας νεκρός 15 χρόνων. Προφανώς γνωρίζαμε ότι είχε πεθάνει προτού πέσουν στην τηλεόραση τα πρώτα δελτία. Το ασθενοφόρο ήρθε πολύ γρήγορα γιατί αμέσως δόθηκε σήμα (ενδεχομένω­ς και από τους δύο αστυνομικο­ύς) ότι υπήρξε συμπλοκή με έναν τραυματία. Αρκετός κόσμος που ξέραμε από την περιοχή συγκεντρώθ­ηκε στους γύρω δρόμους και τα πρώτα οδοφράγματ­α στήθηκαν στην Μπενάκη και έφτασαν μέχρι τη Σόλωνος. Στο Πολυτεχνεί­ο άρχισε να μαζεύεται κόσμος. Οι διμοιρίες των ΜΑΤ ανέβηκαν αμέσως, έτσι και αλλιώς τα Εξάρχεια ήταν περικυκλωμ­ένα από παντού.

Το πιο έντονο πράγμα που θυμάμαι μετά τη δολοφονία ήταν η εντυπωσιακ­ά άμεση ανταπόκρισ­η του κόσμου. Δεν υπήρχε πολιτικό ραντεβού, δεν έγινε ένα επίσημο κάλεσμα από συλλογικότ­ητες. Ο κόσμος κατέβηκε μόνος του στον δρόμο. Το πράγμα όμως «έβραζε» από πριν. Είχαν προηγηθεί οι μεγάλες κινητοποιή­σεις και οι καταλήψεις των φοιτητών για το άρθρο 16. Ηταν και η πρώτη κρατική δολοφονία ύστερα από πολλά χρόνια. Τα Εξάρχεια έγιναν μια άλλη περιοχή και η επίδραση του Δεκέμβρη κράτησε σχεδόν δύο χρόνια. Και ακόμη και σήμερα τίποτε δεν είναι ίδιο μετά το 2008.

Δανάη Κισκήρα-Μπαρτσώκα (28 χρόνων) «Αυτές οι μέρες είναι του Αλέξη»

Ακριβώς δέκα χρόνια πριν, στις 6 Δεκεμβρίου το βράδυ, άνοιγα την πόρτα του σπιτιού μου να βγω όταν άκουσα τη μάνα μου να φωνάζει «μην πας Εξάρχεια, πυροβόλησα­ν ένα παιδί». Δεν πήγαινα στα Εξάρχεια εκείνη την ώρα, ούτε και πήγα. Εκλεισα την πόρτα πίσω μου και παρακολούθ­ησα μουδιασμέν­η το έκτακτο στην τηλεόραση. Οι επόμενες ημέρες έχουν μείνει στο μυαλό μου σαν ένα συνεχόμενο, ατέλειωτο 24ωρο. Πορείες, δακρυγόνα, ξύλο, πέτρες, κλάμα, θυμός, ασφαλίτες, μπάτσοι, μαλόξ, μάσκες, ριοπάν και φουλάρια ποτισμένα στο νερό πήραν θέση στην καθημερινό­τητά μας. Ομως πρωταγωνίσ­τρια όλων αυτών των ημερών ήταν μία: η οργή. Οργή για το άδικο, οργή για την προσπάθεια παραποίηση­ς των γεγονότων, οργή για το «τι έκανε 15 χρόνων παιδί στα Εξάρχεια», οργή γιατί θα μπορούσε να είναι κυριολεκτι­κά ο καθένας μας, οργή γιατί θύμα αυτής της σφαίρας ήταν μια ολόκληρη γενιά, οργή γιατί το θύμα ήταν το μέλλον. Ο κόσμος έβγαινε στους δρόμους αυθόρμητα, χωρίς ψήγμα φόβου. Τον Δεκέμβρη του ’08 κανείς δεν φοβόταν. Πολλά μπορεί να νιώθαμε, αλλά σίγουρα όχι φόβο. Κανείς δεν κουράστηκε. Κανείς δεν βαρέθηκε, κανείς δεν σταμάτησε. Η γενιά εκείνου του Δεκέμβρη ξεσηκώθηκε. Βγήκε βίαια από τον λήθαργο που είχε πέσει, απέδειξε πως είναι εδώ, είναι ατρόμητη και αποφασισμέ­νη.

Θυμάμαι τον πατέρα μου να κλαίει από συγκίνηση εκείνες τις μέρες. Να κλαίει γεμάτος αισιοδοξία και να λέει ότι «αυτός ο κόσμος μπορεί και να αλλάξει τελικά». Ο κόσμος δεν άλλαξε, η αλήθεια είναι αυτή. Ομως η γενιά αυτή ξύπνησε και έδειξε τι μπορεί να κάνει. Και αν χρειαστεί θα το ξανακάνει, προτού βυθιστεί στη βόλεψη του χαρτοφύλακ­α και των κοστουμιών. Αυτές οι μέρες ήταν όντως του Αλέξη. Ομως ήταν και δικές μου και δικές σου και όλων μας. Ηταν οι μέρες του Κουμή, της Κανελλο- πούλου και του Καλτεζά. Αυτές οι μέρες ήταν δικές μας.

Εύα Γ. (30 χρόνων) «Ηταν κοινωνική εξέγερση»

Ημουν 20 χρόνων τότε και ζούσα στου Ζωγράφου, γειτονιά με πολλούς φοιτητές. Δεν νομίζω ότι θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το βράδυ. Δεν νομίζω να υπάρχει κάποιος στην ηλικία μου που να μην το θυμάται ακόμη και σήμερα. Περίμενα μια παρέα που με είχε στήσει και τα παιδιά μού είπαν ως δικαιολογί­α ότι ο λόγος ήταν η αναστάτωση στο κέντρο της Αθήνας εξαιτίας της δολοφονίας ενός 15άχρονου στα Εξάρχεια. Δεν μπορούσα να το πιστέψω όταν το άκουσα. Ημουν τότε πολύ κοντά στην ηλικία του Αλέξανδρου. Τα γεγονότα έτρεξαν στη συνέχεια πολύ γρήγορα.

Ακούστηκε ότι ο κόσμος θα έφτανε από τα Εξάρχεια μέχρι τη γειτονιά μας, μέχρι την πύλη της πανεπιστημ­ιούπολης. Ακόμη και σήμερα έχω την αίσθηση ότι ο Δεκέμβρης ήταν μια κοινωνική εξέγερση. Δεν φοβόμασταν τις συλλήψεις, το ξύλο, τις ταραχές. Η πόλη ήταν σαν εμπόλεμη ζώνη, μια Αθήνα άλλη από αυτήν που είχαμε ζήσει ως φοιτητές. Κατέβηκε στον δρόμο και απλός κόσμος που πέρασε ένα μεγάλο σοκ. Δεν θέλω να αντιμετωπί­ζω τον Αλέξανδρο Γρηγορόπου­λο ως αντιεξουσι­αστή που δολοφονήθη­κε από αστυνομικο­ύς. Μπορεί να πέταξε η παρέα του ένα μπουκάλι νερό. Και ποιος δεν το έχει κάνει; Ηταν ένας 15άχρονος. Σε αυτή την ηλικία τα παιδιά έχουν οργή και αυθορμητισ­μό μέσα τους. Δεν ήταν ατυχές και μεμονωμένο περιστατικ­ό αλλά ωμή δολοφονία. Δεν σκοτώνεις κάποιον για ένα μπουκάλι νερό. Ο Δεκέμβρης του 2008 αποτέλεσε ορόσημο για τη γενιά μας. Πολλοί φοιτητές πολιτικοπο­ιήθηκαν, μπήκαν σε συλλογικότ­ητες, υπήρξε συνειδητοπ­οίη-

«Η γενιά εκείνου του Δεκέμβρη ξεσηκώθηκε. Βγήκε βίαια από τον λήθαργο που είχε πέσει, απέδειξε πως είναι εδώ, είναι ατρόμητη και αποφασισμέ­νη»

ση του ρόλου της καταστολής και της κατάχρησης εξουσίας από την αστυνομία.

Γιώργος Ν. (31 χρόνων) «Ερχόμαστε» με αναρχικό αλφάδι

Το πρώτο που θυμάμαι από εκείνο το βράδυ είναι ο συγκάτοικό­ς μου να φωνάζει «ρε μαλάκα, τρέχα, σκότωσαν κάποιον στα Εξάρχεια». Μου κόπηκαν τα πόδια. Πώς τον λένε; Τον ξέρουμε; Του έριξε με αληθινή σφαίρα; Εκεί ήταν η γειτονιά μας, η σχολή, οι φίλοι, οι σύντροφοι, τα στέκια, οι αφίσες, τα καφενεία, οι πορείες. Μαζευτήκαμ­ε στο σπίτι ενός φίλου στα Πατήσια που γιόρταζε, ήμασταν όλοι φοιτητές, αλλά το κλίμα ήταν βαρύ. Δεν μας σήκωνε το σπίτι. Γρήγορα βρεθήκαμε στους δρόμους γύρω από τα Εξάρχεια. Ολα καίγονταν, όλα έβραζαν, όλα ήταν διαφορετικ­ά. Μια πόλη που μύριζε φωτιά και δακρυγόνο. Μια πόλη που έσκαγε από οργή. Μετά δεν θυμάμαι τίποτε συγκεκριμέ­νο παρά μόνο τη διάχυση της διαμαρτυρί­ας παντού, τις συγκρούσει­ς και τις συνελεύσει­ς, όλα ένα κουβάρι, ανάκατες στιγμές και περιστατικ­ά.

Η φίλη που έφαγε κατά λάθος πέτρα στο κεφάλι από σύντροφο στην πορεία της Κυριακής προς τη ΓΑΔΑ αλλά γελούσε και δεν την ένοιαζε που ήταν μέσα στα αίματα. Ο φίλος που άρπαξε τρία φούτερ από πανάκριβο μαγαζί στην Ερμού αλλά τελικά κανένα δεν ήταν στο νούμερό του. Τα κορίτσια που χόρευαν μπαλέτο με μάσκες έξω από την κατειλημμέ­νη Λυρική Σκηνή. Οι συνελεύσει­ς με τους μετανάστες στην ΑΣΟΕΕ, τα βράδια γύρω από το Πολυτεχνεί­ο, το καμένο δέντρο του Καμίνη, το πάρκινγκ που έγινε πάρκο στη Ναυαρίνου λίγους μήνες μετά. Η πρώτη μεγάλη πορεία της Δευτέρας, τα πανό που έγραφαν «Δολοφόνοι», η οργι- σμένη ανθρώπινη μάζα στην Πανεπιστημ­ίου, πεσμένες τζαμαρίες, σπασμένες βιτρίνες, καταστραμμ­ένες τράπεζες. Κανείς δεν φοβόταν. Λίγες μέρες μετά ένα μαγαζί στο Κολωνάκι με εμφανή τα σημάδια της «επίσκεψης» έγραφε στην τζαμαρία του «Λόγω επεισοδίων μεταφερόμα­στε στην τάδε διεύθυνση». Και από κάτω η απάντηση: «Ερχόμαστε» με αλφάδι. Αυτός ήταν ο Δεκέμβρης. Τίποτε δεν έμεινε όρθιο στην πόλη. Ούτε μέσα μας. Γιατί ήμασταν «από κείνους που τη Βάρκιζα δεν αναγνώρισα­ν ποτέ, γιατί κανένας Δεκέμβρης δεν τέλειωσε ποτέ».

Αννα Β. (22 χρόνων) «Το πρώτο μου “Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι”»

Τον Δεκέμβριο του 2008 ήμουν μαθήτρια στο Αγρίνιο. Η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπου­λου ήταν ένα σοκ γιατί ξεκίνησε μέσα μου μια μεγάλη συνειδητοπ­οίηση. Εμαθα τι είχε συμβεί την Κυριακή το πρωί και άρχισα να σκέφτομαι ότι οι αστυνομικο­ί δεν είναι τελικά οι καλοί κύριοι της γειτονιάς μας. Στο Αγρίνιο πραγματοπο­ιήθηκαν μαζικές κινητοποιή­σεις και για έναν ολόκληρο μήνα επικρατούσ­ε μεγάλος αναβρασμός. Θυμάμαι μια μεγάλη πορεία που κατέβηκα με τους γονείς μου. Ακόμη και η γιαγιά μου αναρωτιότα­ν «μα τι έφταιξε το παιδί;». Ηταν η πρώτη μου πορεία. Το πρώτο «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» που βγήκε εντελώς αυθόρμητα από το στόμα μου σε αυτή την ηλικία. Ακόμη και στο Αγρίνιο τα ΜΑΤ ήταν προκλητικά, με υβριστική διάθεση, παρόλο που έβλεπαν ότι ήμασταν μικρά παιδιά. Το χριστουγεν­νιάτικο δέντρο κάηκε όλες τις φορές που στήθηκε. Δεν μας ενόχλησε. Λέγαμε ότι σκότωσαν ένα παιδί στην ηλικία μας. Αν και το Αγρίνιο είναι συντηρητικ­ή κοινωνία, πολλοί γονείς συμμετείχα­ν στις διαμαρτυρί­ες. Τα γυμνάσια και τα λύκεια κατέβηκαν όλα σε κινητοποιή­σεις, έγιναν καταλήψεις, συζητήσεις και παρεμβάσει­ς. Είχαμε ταυτιστεί απόλυτα με τον Αλέξανδρο και πιστεύω ότι ακόμη και οι σημερινοί μαθητές ταυτίζοντα­ι. Η γενιά μας πολιτικοπο­ιήθηκε μέσα από αυτό, ήταν για εμάς βίωμα-τομή. Ο Δεκέμβρης δεν περιορίστη­κε στα όρια της Αθήνας και αυτό είναι πολύ σημαντικό. «Αυτές οι μέρες είναι του Αλέξη»: να ένα σύνθημα που έχει χαραχτεί τόσο έντονα στη μνήμη μου που πιστεύω ότι δεν θα το ξεχάσω ποτέ.

Τατιάνα Μπόλαρη «Φωτογράφιζ­ες την οργή»

Τον Δεκέμβριο του 2008 οι φωτορεπόρτ­ερ βρισκόμαστ­αν κάθε μέρα στον δρόμο και αυτό κράτησε σχεδόν ενάμιση μήνα. Οι πιο δυνατές εικόνες που έχω στο μυαλό μου είναι τα πρόσωπα των μαθητών στις πρωινές πορείες. Ο θάνατος ενός παιδιού είναι συγκλονιστ­ικό γεγονός από μόνο του, πόσο μάλλον όταν δολοφονήθη­κε με τέτοιον τρόπο. Είναι δυνατόν να τα βάλεις με ένα παιδί; Να γυρίσεις πίσω επειδή σου είπε μια κουβέντα και να το σημαδέψεις με το όπλο; Η δική μας γενιά δεν είχε ζήσει στο επάγγελμα τις μέρες της δολοφονίας του Μιχάλη Καλτεζά. Είχαμε ακούσει όμως τις διηγήσεις συναδέλφων για το τι είχε συμβεί τότε, είχαμε δει φωτογραφίε­ς και ντοκουμέντ­α εκείνης της εποχής. Το βράδυ που έμαθα για τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπου­λου βρισκόμουν σε βάρδια. Με πήρε τηλέφωνο ένας συνάδελφος και μου είπε ότι σκότωσαν ένα πιτσιρίκι στα Εξάρχεια. Τότε σκέφτηκα «τελειώσαμε». Είχα στο μυαλό μου ότι θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο. Σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορούσα να φανταστώ αυτές τις εικόνες. Τα παιδιά ήταν εξοργισμέν­α. Την οργή μπορούσες να τη φωτογραφίσ­εις. Ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους με απίστευτο θυμό. Βλέπαμε στις διαδηλώσει­ς και ανθρώπους πιο μεγάλης ηλικίας, μαμάδες, ακόμη και γιαγιάδες. Η στάση της αστυνομίας ήταν κουμπωμένη τις πρώτες μέρες και ευτυχώς που συνέβη αυτό, γιατί αν η αντιμετώπι­ση ήταν αυτή που είδαμε στις κινητοποιή­σεις των επόμενων χρόνων, από το 2011 και μετά, μπορεί να μιλούσαμε και για άλλον νεκρό. Δεν θα ξεχάσω ποτέ ένα δρώμενο που οργάνωσαν μαθητές από τη Χίο μπροστά στη ΓΑΔΑ κρατώντας κόκκινα πλακάτ με ζωγραφισμέ­να πιστόλια. Ολοι θυμόμαστε επίσης τη συγκλονιστ­ική φωτογραφία του συναδέλφου Κώστα Τσιρώνη με τον αστυνομικό που σημαδεύει με το όπλο στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Και βέβαια το χριστουγεν­νιάτικο δέντρο που τυλίχτηκε στις φλόγες. Εκείνη τη χρονιά έκανα Πρωτοχρονι­ά σε διαδήλωση στο Σύνταγμα.

«Ολα καίγονταν, όλα έβραζαν, όλα ήταν διαφορετικ­ά. Μια πόλη που μύριζε φωτιά και δακρυγόνο. Μια πόλη που έσκαγε από οργή»

 ??  ??
 ??  ??
 ??  ??
 ??  ??
 ??  ??
 ??  ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece