Ο δρόμος της δικαίωσης είναι μακρύς
Το χρονικό της δικαστικής διερεύνησης της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου
Εν συντομία
Από τις 6 Δεκεμβρίου 2008 με την εν ψυχρώ δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου έως σήμερα που συνεχίζει να εκδικάζεται η υπόθεση σε δεύτερο βαθμό.
Γιατί ενδιαφέρει Υβρις, νέμεσις, τίσις.
Στις 6 Δεκεμβρίου 2008 ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος ήταν 15 στα 16... και βόλταρε στα Εξάρχεια γιορτάζοντας τον κολλητό του τον Νικόλα... Δύο χρόνια αργότερα υπό κανονικές συνθήκες ο Αλέξανδρος θα έπρεπε να προετοιμάζεται για τις πανελλαδικές... Αποτύπωνε ο ίδιος την υπέροχη βεβαιότητα της εφηβείας γράφοντας σε έκθεσή του στην Α' λυκείου: «Κανείς δεν μπορεί να αποφύγει τα στάδια της ζωής από την παιδική ηλικία μέχρι τα γηρατειά...». Ολα αυτά υπό κανονικές συνθήκες... Γιατί δύο χρόνια αργότερα, και συγκεκριμένα στις 20 Ιανουαρίου 2010, αντί ο Αλέξανδρος να προγραμματίζει φροντιστήρια, εξόδους ή εν πάση περιπτώσει ό,τι τραβά η ψυχή ενός 18άχρονου, σε μια επαρχιακή πόλη ξεκινούσε η εκδίκαση της δίκης για τις συνθήκες της δολοφονίας του. Το ανυποψίαστο χαμογελαστό αγόρι με τις ατίθασες αφέλειες σε εκείνη τη βόλτα της 6ης Δεκεμβρίου 2008 είχε κάνει τα τελευταία του πατήματα στη ζωή... Και εκείνη η έκθεση για τα «δεδομένα» της ζωής ήταν η τελευταία του.
Η σφαίρα και το δώρο στο κορίτσι του
Ηταν λίγο πριν από τις εννέα το βράδυ, στη συμβολή των οδών Τζαβέλλα και Μεσολογγίου, όταν ο Αλέξανδρος έχασε ακαριαία τη ζωή του από σφαίρα αστυνομικού που διαπέρασε την καρδιά του και καρφώθηκε στον δέκατο θωρακικό σπόνδυλο. Στην τσέπη του είχε ένα σακουλάκι με μια καρδούλα… Σκό- πευε να τη χαρίσει στο κορίτσι του αργότερα εκείνο το βράδυ.
Δέκα χρόνια μετά η Δικαιοσύνη δεν έχει εκδώσει ακόμη τελεσίδικη ετυμηγορία. Η δίκη στο εφετείο των δύο ειδικών φρουρών, του δράστη Επα
μεινώνδα Κορκονέα και του Βασίλη Σαραλιώτη –αντιμετωπίζει απλή συνέργεια στη δολοφονία–, διεξάγεται στο Μεικτό Ορκωτό Εφετείο Λαμίας εδώ και περίπου δύο χρόνια χωρίς να έχει τη δημοσιότητα της πρωτόδικης διαδικασίας. Μια μικρή διακοπή είχε δοθεί –ύστερα από αίτημα των συνηγόρων πολιτικής αγωγής Νίκου Κωνσταντόπουλου και Ζωής Κωνσταντοπούλου– με αφορμή τον θάνατο του πατέρα του Αλέξανδρου (ο Βαγγέλης Γρηγορόπουλος έφυγε από τη ζωή στις 18 Οκτωβρίου 2016) και την κακή κατάσταση της υγείας της μητέρας του.
Ο Κορκονέας, που αποτάχτηκε το 2013 από την αστυνομία, μετά την ολοκλήρωση της πρώτης δίκης, οδηγήθηκε στις φυλακές Δομοκού για να εκτίσει την ποινή των ισοβίων που του επιβλήθηκε. Ο Σαραλιώτης αποφυλακίστηκε το 2011 και το 2015 αποτάχτηκε με τη σειρά του από το σώμα.
Ισόβια από το πρωτόδικο δικαστήριο
Ο Αλέξανδρος έχασε τη ζωή του για τον τσαμπουκά ενός αστυνομικού, του ειδικού φρουρού Επ. Κορκονέα, ο οποίος με «απλό συνεργό» τον συνάδελφό του Β. Σαραλιώτη, ο οποίος δεν τον απέτρεψε, πήγε γυρεύοντας για να σκοτώσει. Αυτή ήταν η ετυμηγορία του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αμφισσας, το οποίο έπειτα από 84 συνεδριάσεις τον έκρινε ένοχο για ανθρωποκτονία από πρόθεση με άμεσο δόλο, κατά αυστηρότερη μετατροπή του κατηγορητηρίου, το οποίο του απέδιδε ενδεχόμενο δόλο, χωρίς να του αναγνωριστεί ούτε ένα ελαφρυντικό.
Προς «εκτόνωση του θυμού του δράστη και σε επίδειξη ισχύος» ανέφερε το σκεπτικό το οποίο τον καταδίκασε σε ισόβια
κάθειρξη. Επειδή κάποιος πέταξε ένα μπουκάλι νερό στο περιπολικό στο οποίο επέβαινε μαζί με τον Σαραλιώτη. Οπως αποδείχτηκε, οι δύο ειδικοί φρουροί, παρά τις αντίθετες εντολές του κέντρου της αστυνομίας, επέστρεψαν, άφησαν το περιπολικό, κατευθύνθηκαν πεζή και αγέρωχοι προς την παρέα των 15άχρονων. Οταν έφτασαν σε απόσταση βολής ο Κορκονέας τράβηξε όπλο και πυροβόλησε ευθεία μπροστά.
Η εξονυχιστική ακροαματική διαδικασία, σε μια δίκη που χαρακτηρίστηκε ιστορική, δεν άφηνε κανένα περιθώριο αμφιβολιών για την ενοχή και των δύο κατηγορουμένων. Η συμπεριφορά του Κορκονέα, που από την πρώτη στιγμή επιχείρησε να φορέσει «μανδύα κατηγορουμένου» στο ίδιο το θύμα επικαλούμενος «αποκλίνουσα συμπεριφορά του 15άχρονου», χαρακτηρίστηκε από τους δικαστές «εριστική, ανάρμοστη και προκλητική».
«Χρησιμοποίησε το όπλο του και πυροβόλησε προς εκτόνωση του θυμού του και στείρα ικανοποίηση της κακώς εννοούμενης υπερηφάνειας του, αν όχι κατά την αυθαίρετη εκτίμηση του ιδίου ανδρικού φιλότιμου» αναφέρεται στο πολυσέλιδο σκεπτικό, στο οποίο τονίζεται ότι μια από τις αιτίες που όπλισαν το χέρι του ήταν η «ακατάσχετη επιθυμία του να προκαλέσει με κάθε τρόπο άοπλα νεαρά άτομα και να κάνει επίδειξη ισχύος, εμφορούμενος από την ασφάλεια που του παρείχε η κατοχή του οπλισμού του».
Το νομικό και ηθικό βάρος της απόφασης σήκωσαν ένας τακτικός δικαστής, ο Γιώργος Βώττης, και τρεις γυναίκες ένορκοι. Η πρόεδρος του δικαστηρίου Αντζελίτα Παπαβασιλείου,
ένας τακτικός δικαστής και ένας ένορκος διαφώνησαν με την πλειοψηφία, καθώς είχαν τη γνώμη ότι ο Κορκονέας έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος σύμφωνα με το κατηγορητήριο, δηλαδή για ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο.
Η ανυποχώρητη όμως στάση της πλειοψηφίας έκρινε τελικά την έκβαση της δίκης, καθώς πλέον η επιβολή της ισόβιας κάθειρξης στον Κορκονέα ήταν μονόδρομος. Οι τέσσερις ένορκοι αλλά και ένας τακτικός δικαστής ομοφώνησαν στο ότι δεν έπρεπε να χορηγηθεί στον κατηγορούμενο το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου, σε αντίθεση πάλι με την πρόεδρο και έναν εκ των τακτικών δικαστών που ψήφισαν υπέρ της χορήγησης του ελαφρυντικού.
Ως προς τα υπόλοιπα ελαφρυντικά που είχε ζητήσει η υπεράσπιση του Κορκονέα, το δικαστήριο τα απέρριψε ομόφωνα. Ομόφωνα απορρίφθηκαν και αιτήματα όπως η αναγνώριση στον δράστη του βρασμού ψυχικής ορμής κατά την τέλεση του εγκλήματος. Ούτε στον Σαραλιώτη αναγνωρίστηκαν ελαφρυντικά· για τον πρότερο έντιμο βίο όμως η πρόεδρος της έδρας, ο ένας δικαστής και ο ένας ένορκος (οι ίδιοι όπως και στην απόφαση επί της ενοχής Κορκονέα) είχαν τη γνώμη ότι έπρεπε να του αναγνωριστεί.
Καταπέλτης ο εισαγγελέας Λακαφώσης
Στην εισήγησή του που είχε καθηλώσει το ακροατήριο ο εισαγγελέας της έδρας Χαράλαμπος Λακαφώσης ζήτησε τη μετατροπή του κατηγορητηρίου στην αυστηρότερη μορφή του, δηλαδή σε ανθρωποκτονία από πρόθεση με άμεσο και όχι με ενδεχόμενο δόλο όπως είχε εισαχθεί. Ο εισαγγελέας χαρακτήρισε «ασύμμετρη και επιχειρησιακά επικίνδυνη» την απόφαση που έλαβαν από κοινού Κορκονέας και Σαραλιώτης να επιστρέψουν πεζή στη συμβολή των οδών Ζωοδόχου Πηγής και Τζαβέλλα επιδεικνύοντας «παρορμητική αντίδραση».
Χαρακτήρισε την απόφαση αυτή εξομοίωση της συμπεριφοράς τους με αυτήν των ατόμων που τους επιτέθηκαν. Τόνισε ότι και οι δύο κατηγορούμενοι είχαν ταυτόσημη λεκτική αποτύπωση της επίμαχης επίθεσης στις απολογίες τους. Για τα πραγματικά περιστατικά που σημειώθηκαν εκείνο το βράδυ, επικαλούμενος πολλές καταθέσεις θαμώνων καφετεριών, αστυνομικών φρουρών και μελών της διμοιρίας των ΜΑΤ που βρίσκονταν επιτόπου για φύλαξη των γραφείων του ΠΑΣΟΚ, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι δύο κατηγορούμενοι «σκόπιμα ψευδόμενοι […] αναβάθμισαν την ένταση της επίθεσης που δέχθηκαν με το περιπολικό» προκειμένου να αναπτύξουν την υπερασπιστική τους θέση. Ο εισαγγελέας είχε χαρακτηρίσει «αναληθείς» τους βασικούς υπερασπιστικούς ισχυρισμούς των δύο κατηγορουμένων, ενώ αναφερόμενος ειδικά στον Κορκονέα είχε τονίσει ότι «η πολιτεία ανέμενε από τον κατηγορούμενο να ασκεί τα καθήκοντά του με σεβασμό στα δικαιώματα και στη διαφορετικότητα των πολιτών».
Ο κ. Λακαφώσης ήταν κατηγορηματικός: «Ο Επαμεινώνδας Κορκονέας, ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, έβγαλε το πυροβόλο όπλο του, το έστρεψε στην οδό Τζαβέλλα και πυροβόλησε δύο φορές». Στη διάρκεια της αγόρευσής του έκανε εκτενή αναφορά στην προσπάθεια να κατασκευαστούν στοιχεία κατά τη διάρκεια της αυτοψίας που είχε διενεργηθεί στις 21 Δεκεμβρίου 2008 και να καταρριφθεί η θέση του θύματος σε σημείο που συσκότιζε την όλη έρευνα. Οπως τόνισε ο κ. Λακαφώσης, αυτή η επιχείρηση συσκότισης είχε πρωταγωνιστές συγκεκριμένους αστυνομικούς, οι οποίοι ήταν σε συνεννόηση με γυναίκα που γνώριζαν από παλιά και την οποία εμφάνισαν να υποδεικνύει μέσω κινητού τη θέση του θύματος.
Ο τερατώδης συμψηφισμός
Αλγεινή εντύπωση είχε προκαλέσει η απολογία του Επ. Κορκονέα. «Θέλω να πω, λυπάμαι για ό,τι έγινε... Βρεθήκαμε όλοι σε δύσκολες στιγμές, η οικογένειά μου, σίγουρα και η οικογένεια του παιδιού» είπε στην αρχή ξεσπώντας σε λυγμούς. Για να ξεστομίσει στη συνέχεια και την περιβόητη φράση συμψηφισμού της δικής του κατάστασης με την απώλεια μιας ζωής. «Τα θύματα είμαστε εγώ κι αυτός. Το παιδί κι εγώ. Αυτό είναι νεκρό κι εγώ είμαι εδώ που είμαι. Μακάρι να βρισκόμουν εγώ στη θέση του. Πεθαίνω κάθε ώρα, κάθε λεπτό... Συμμερίζομαι τον πόνο της οικογένειας» είπε.
Για το γεγονός ότι πυροβόλησε είπε χαρακτηριστικά: «Αισθανόμουν ότι πήγαινα να κάνω το καθήκον μου. Ξαφνικά αισθάνθηκα εγκλωβισμένος, έβγαλα το πιστόλι και πυροβόλησα. Μετά κατάλαβα ότι έκανα χρήση του όπλου και συγκλονίστηκα.
Πρόεδρος: Γιατί ήσασταν συγκλονισμένος; Σας φόβισε συναισθηματικά η χρήση του όπλου; Ή δεν είχατε ακόμη συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί, γι’ αυτό και δεν ενημερώσατε το κέντρο;
Κορκονέας: Μέσα στην πόλη όπου κι αν πυροβολήσεις ενδέχεται να χτυπήσεις κάποιον!
Πρόεδρος: Αφού εσείς δεν ξέρατε το δυσάρεστο αποτέλεσμα.
Κορκονέας: Το γεγονός ότι βγαίνει το όπλο από τη θήκη είναι ακραία λύση. Και για μένα ήταν πρωτόγνωρο, γιατί δεν ήμουν εξοικειωμένος».
Το ανυποψίαστο χαμογελαστό αγόρι με τις ατίθασες αφέλειες σε εκείνη τη βόλτα της 6ης Δεκεμβρίου του 2008 είχε κάνει τα τελευταία του πατήματα στη ζωή...