Οι πολλαπλές δολοφονίες μιας συντηρητικής κοινωνίας
Το έγκλημα στη Ρόδο αναμοχλεύει και πάλι τις βαθιές ρίζες της πατριαρχίας και τον φαύλο κύκλο της έμφυλης και ρατσιστικής βίας που μοιάζει να μην αντιμετωπίζεται
«Αποτελεί πολιτική επιλογή στη βόρεια Αμερική και την Ευρώπη η δημιουργία της εντύπωσης ότι κινδυνεύουμε στην καθημερινή μας ζωή. Αυτό οδηγεί στη δημιουργία νέων κατηγοριών υπόπτων και “δυνάμει επικίνδυνων δραστών”»
Εν συντομία
Η αποτρόπαιη δολοφονία της 21χρονης φοιτήτριας Ελένης Τοπαλούδη προκάλεσε δικαίως το κοινό περί δικαίου αίσθημα, αλλά ταυτόχρονα ανέδειξε για ακόμη μια φορά τις βαθιά πατριαρχικές και συντηρητικές απόψεις με τις οποίες έχει γαλουχηθεί σημαντικό μέρος της κοινωνίας.
Γιατί ενδιαφέρει
Μια κοινωνία που διαμορφώνει γυναικοκτόνους, ρατσιστές, μισάνθρωπους και θερμούς υποστηρικτές λιντσαρισμάτων δεν έχει καμία τύχη.
Τον αποτροπιασμό της ελληνικής κοινωνίας έχει προκαλέσει η άγρια δολοφονία της 21χρονης φοιτήτριας Ελένης Τοπαλούδη από τους φερόμενους ως δράστες, ηλικίας είκοσι ενός και δεκαεννιά ετών. Πρόκειται για τραγικό περιστατικό, ειδικά αν αναλογιστούμε το νεαρό της ηλικίας των δύο συγκατηγορούμενων και το ότι η δολοφονία φαίνεται πως οφείλεται στην άρνηση της κοπέλας να συνευρεθεί ερωτικά μαζί τους. Εντούτοις δεν προκαλεί έκπληξη. Σύμφωνα με επίσημα στατιστικά στοιχεία, μία στις τρεις γυναίκες θα υποστεί κάποια μορφή βίας στη διάρκεια της ζωής της. Οι ρατσιστικές επιθέσεις εναντίον μεταναστών και ομοφυλόφιλων αποτελούν σχεδόν καθημερινό φαινόμενο που πλέον δεν προκαλεί εντύπωση. Μολονότι η κοινωνία μας δεν φαίνεται να θέλει να το παραδεχτεί, ένα σημαντικό κομμάτι της παραμένει βαθιά πατριαρχικό, συντηρητικό και ρατσιστικό. Κάτι που άλλωστε διαφάνηκε και από τον βάναυσο λιντσάρισμα που Ζακ Κωστόπουλου. Του «κλέφτη πρεζάκια», που μολονότι δεν ήταν τίποτε από τα δύο, συνεχίζει να δολοφονείται κάθε μέρα από όλους όσοι τίθενται υπέρ της δολοφονίας του. Και δυστυχώς δεν είναι λίγοι.
Μετά τη δολοφονία της Ελένης ήρθε η δεύτερη δολοφονία της. Αρθρα σε ιστοσελίδες για την κοπέλα που «έπρεπε να προσέχει» και που «ρίσκαρε» επειδή «ήθελε να ζήσει τη ζωή της». Σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που τη χαρακτήριζαν ακόμη και «λαθρολάγνα» αφού όπως επισημάνθηκε από τα ΜΜΕ ο ένας από τους δύο φερόμενους ως δράστες είναι Αλβανός. Βαθιά πατριαρχικές αντιλήψεις που υποδηλώνουν ότι αρκετοί εξακολουθούν να θεωρούν ότι οι γυναίκες πρέπει να είναι υποταγμένες και μάλιστα φτάνουν να τις βλέπουν ακόμη και ως αντικείμενα. Νοοτροπία με την οποία γαλουχούνται πολλές φορές όχι μόνο όσοι προβαίνουν σε γυναικοκτονίες αλλά και όσοι/ες θεωρούν πως ένα χαστούκι σε μια γυναίκα είναι φυσιολογικό. Κι έπειτα ήρθαν τα «αποκαλυπτικά» και με «θολωμένη» εικόνα βίντεο. Ενας δύτης ανασύρει την άτυχη Ελένη από τη θάλασσα σέρνοντας τη στην άμμο. Τα ΜΜΕ δημοσιεύουν όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες της δολοφονίας. Χρήστες στα social media ξεσηκώνονται. Ζητούν άμεσα θανατική ποινή. Ζητωκραυγάζουν για τον ξυλοδαρμό του 19χρονου στις φυλακές, όπου είναι φυσιολογικό οι κρατούμενοι να δέρνουν και να τραβάνε βίντεο. Κι απέναντί τους ο πατέρας της Ελένης που καταδίκασε τον ξυλοδαρμό. «Ο νόμος της φυλακής είναι δίκαιος γι’ αυτόν» φωνάζουν χρήστες στη «ρωμαϊκή αρένα» των μέσων κοινωνικής δικτύωσης απαιτώντας αίμα. Μια κοινωνία που έχει διαμορφώσει ανθρώπους ικανούς να τελέσουν ένα τέτοιο έγκλημα, αλλά και πολύ περισσότερους που δεν ζητάνε τη δικαστική τους τιμωρία αλλά αυτοδικία. Ο φαύλος κύκλος της έμφυλης και ρατσιστικής βίας δεν φαίνεται να κλείνει ποτέ.
«Η έμφυλη βία εναντίον των γυναικών συνεχίζει να υπάρχει»
Τη δική του εκτίμηση με αφορμή την υπόθεση έδωσε στο Documento ο ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ
Γιώργος Τσιάκαλος: «Πρώτη περίπτωση. Δύο νέοι άνθρωποι στη Ρόδο βιάζουν και σκοτώνουν μια κοπέλα. Οι λεπτομέρειες για το έγκλημα είναι περισσότερες από αυτές που έχει νόημα να γνωρίζει η κοινή γνώμη, συχνά προσβάλλουν τη μνήμη της κοπέλας και προκαλούν πόνο στην οικογένειά της. Αυτό όμως που χρειάζεται να γνωρίζουμε είναι ότι σε μια εποχή που οι γυναίκες κερδίζουν όλο και περισσότερο στον αγώνα για ισότητα των φύλων, η βία εναντίον τους, μέχρι και η αφαίρεση της ζωής τους, συνεχίζει να υπάρχει. Επιπλέον, αποκτά νέες μορφές ως παράγωγο κάποιων νέων μορφών επικοινωνίας και “διασκέδασης”». Μια από αυτές σύμφωνα με τον καθηγητή είναι το «happy slapping», δηλαδή η απρόκλητη επίθεση σε ένα άτομο, μοναδική πρόθεση της οποίας είναι «η “απόλαυση που προσφέρει” ο εξευτελισμός του θύματος. Επίσης “ανεξήγητες” αυτοκτονίες νέων γυναικών, όπως επίσης και ομοφυλόφιλων προσώπων, οφείλονται σε βία αυτής της μορφής».
«Το λιντσάρισμα του Ζακ δεν είναι μεμονωμένο περιστατικό»
«Δεύτερη περίπτωση. Πολίτες στο κέντρο της Αθήνας λιντσάρουν έναν άοπλο, τρομοκρατημένο άνθρωπο και δηλώνουν ότι η πράξη τους αποτελούσε δικαιολογημένη αυτοάμυνα. Εξαρχής θεωρούν την άποψή τους για το “περιθωριακό ποιόν” του άγνωστού τους ανθρώπου επαρκή δικαιολογία για το λιντσάρισμα και μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης επικροτεί την άποψή τους, ακόμη και όταν αποκαλύπτεται ότι κανένας από τους ισχυρισμούς των δραστών
δεν ισχύει. Η αλήθεια είναι ότι σήμερα αποτελεί πολιτική επιλογή στη βόρεια Αμερική και την Ευρώπη η δημιουργία της εντύπωσης ότι κινδυνεύουμε στην καθημερινή μας ζωή. Αυτή η επιλογή οδηγεί στη δημιουργία νέων κατηγοριών υπόπτων και “δυνάμει επικίνδυνων δραστών”, για την εξουδετέρωση των οποίων εφαρμόζονται νέες μορφές παρακολούθησης, αστυνόμευσης και καταστολής. Oμως, ταυτόχρονα “ομολογείται” επίσημα ότι δεν είναι δυνατή η πλήρης προστασία από όλους αυτούς τους κινδύνους. Ετσι, ο φόβος φωλιάζει διαρκώς στις καρδιές των ανθρώπων και τους κάνει να αποδέχονται ακόμη και πράξεις ακροδεξιών εγκληματιών που συνειδητά επιτίθενται σε ανθρώπους για τους οποίους η ναζιστική ιδεολογία θεωρεί ότι είναι ανάξιοι ζωής ή επικίνδυνοι για την καθαρότητα της φυλής. Είναι φανερό ότι το λιντσάρισμα του Ζακ στην Αθήνα δεν είναι ατυχές και μεμονωμένο γεγονός. Εχει τις ίδιες αιτίες με τις δολοφονίες αστέγων, τρανς ατόμων, εξαρτημένων προσώπων, προσφύγων και άλλων κατηγοριών σε όλο τον κόσμο τα τελευταία χρόνια. Είναι η δημιουργία της κατηγορίας “δυνάμει επικίνδυνων δραστών” από την επίσημη πολιτεία, αυτή που δημιουργεί “δυνάμει θύματα”».
«Τρίτη περίπτωση. Είκοσι κρατούμενοι στη φυλακή ξυλοκοπούν αλύπητα έναν από τους φερόμενους ως δράστες του εγκλήματος της Ρόδου, διεκδικώντας στο πλαίσιο άγραφων νόμων της φυλακής το δικαίωμα να τιμωρήσουν αυτοί τον δράστη. Καταγράφοντας το γεγονός του ξυλοκοπήματος στη φυλακή με τη φράση “ακόμη και οι εγκληματίες τιμωρούν αυστηρά δράστες ορισμένων εγκλημάτων”, υποδαυλίζεται το αίτημα για επαναφορά της θανατικής ποινής και καλλιεργείται έμμεσα η εχθρότητα προς ένα “αδύναμο και αναποτελεσματικό κράτος” που αρνείται να αποδεχτεί το “λαϊκό αίσθημα περί δικαίου”.
«Εχουμε τις απαραίτητες γνώσεις και τα εργαλεία για να διαπιστώσουμε τα αίτια των πράξεων βίας που μας προβληματίζουν τον τελευταίο καιρό. Κι έχουμε τη δυνατότητα να αλλάξουμε την κατάσταση. Θα το κάνουμε;».
Η γυναικοκτονία δεν αποτελεί «έγκλημα πάθους
Η άγρια δολοφονία της 21χρονης φοιτήτριας αποδεικνύει για ακόμη μια φορά, σύμφωνα και με όσα δήλωσε στο Documento η γενική γραμματέας Ισότητας των Φύλων
Φωτεινή Κούβελα, ότι «έχουμε έξαρση της βίας κατά των γυναικών. Πρόκειται για διαχρονικό φαινόμενο που συμβαίνει ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης, μορφωτικού επιπέδου, θρησκείας και πολιτισμού». Η γυναικοκτονία δεν αποτελεί «έγκλημα πάθους», όπως είθισται να αναπαράγονται τέτοιες ειδήσεις από πληθώρα ΜΜΕ «Πρόκειται για δολοφονίες που γίνονται καθαρά λόγω του φύλου των γυναικών».
Το φαινόμενο της γυναικοκτονίας βασίζεται σύμφωνα με την κ. Κούβελα στο «στερεότυπο του κυρίαρχου αρσενικού και του υποταγμένου θηλυκού, που οδηγεί μέχρι και στη δολοφονία. Δυστυχώς η έμφυλη βία, που συνεχώς αυξάνεται, θέτει πλέον την ελληνική κοινωνία υπό το βάρος των ευθυνών της, αφού φαίνεται πως πρόκειται για κάτι που δεν μας έχει αγγίξει όσο θα έπρεπε». Η συνεχώς αυξητική τάση της έμφυλης βίας και στη χώρα μας έχει αποτέλεσμα «να αναπαράγονται στερεοτυπικές και λανθασμένες αντιλήψεις που προσπαθούν να αποδώσουν μια ηθική ευθύνη στο θύμα. Ετσι και στην προκειμένη περίπτωση ακούστηκαν ακόμα και εμετικά σχόλια που ουσιαστικά έλεγαν ότι η κοπέλα έπρεπε να μην προκαλέσει, ακόμη και ότι πήγαινε γυρεύοντας. Ετσι το θύμα δολοφονείται για δεύτερη φορά».
Τέτοιου είδους συντηρητικά και σεξιστικά αντανακλαστικά συνεχίζουν να αναπαράγονται «επειδή η κοινωνία μας δεν έχει διαπαιδαγωγηθεί σε μια διαφορετική κουλτούρα που να διαπνέεται από ισότητα και σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, στη διαφορετικότητα και τη γυναίκα. Οπότε όλα αυτά τα στερεότυπα μόλις γίνεται η δολοφονία βγαίνουν στην επιφάνεια. Αυτές τις αντιλήψεις πρέπει να τις αντιμετωπίσουμε συλλογικά σαν κοινωνία προκειμένου να τις αποτινάξουμε. Δεν μπορεί στις μέρες μας μια γυναίκα να εμποδίζεται να φύγει από μια σχέση, να κατακρίνεται από την κοινωνία όταν το πράττει σε περίπτωση που έχει παιδιά ή να αισθάνεται ότι φέρει κι αυτή μερίδιο ευθύνης όταν είναι θύμα κακοποίησης. Δεν γίνεται οι γυναίκες να είναι επικηρυγμένες, ειδικά αν αναλογιστούμε ότι βάσει επίσημων στατιστικών στοιχείων μία στις τρεις γυναίκες θα υποστεί κάποια μορφή βίας στη διάρκεια της ζωής της. Οφείλουμε να πάρουμε μέτρα σαν κοινωνία. Αλλιώς θα έχουμε κι άλλα θύματα».
«Ευχάριστο να συνειδητοποιείς ότι δεν είσαι το “τέρας”»
Είναι αρκετά συχνό το φαινόμενο σε αντίστοιχες δολοφονίες το κοινό – όπως και τα ΜΜΕ– να εξεγείρεται κάνοντας λόγο για δολοφόνους-τέρατα, απαιτώντας ακόμη και τον βασανιστικό θάνατό τους. Οπως τώρα. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που σύμφωνα με τον σύμβουλο ψυχικής υγείας Ιωάννη Νίκου εδράζεται στο ότι «συγκρίνουμε τον εαυτό μας με εκείνους που θεωρούμε ότι υστερούν και βρίσκονται σε χειρότερη θέση από εμάς σε μια προσπάθεια να πείσουμε τον εαυτό μας για την αξία μας και να λυτρωθούμε από τη διάχυτη ανασφάλειά μας. Η ύπαρξη λοιπόν ενός ανθρώπου “τέρατος” στον κοινωνικό ιστό μπορεί από τη μια μεριά να αποτελέσει ένα μέσο επιβεβαίωσης όλων εκείνων των θετικών χαρακτηριστικών που διαθέτει ένας άνθρωπος και από την άλλη μεριά να δικαιολογήσει την όποια έκρηξη θυμού, αγανάκτησης και βίαιων συμπεριφορών προς όποιο άλλο μέλος της κοινωνίας μοιάζει με το “τέρας”. Με άλλα λόγια είναι ευχάριστο γεγονός να συνειδητοποιείς “τι δεν είσαι” και πως είναι “δικαιολογημένα” τα ενυπάρχοντα βίαια αισθήματα».
Στην περίπτωση του Ζακ επικράτησε ένα ακραίο ρατσιστικό παραλήρημα. Ισως λόγω της σεξουαλικής του ταυτότητας, ίσως γιατί η κοινωνία μας δεν αντέχει το διαφορετικό. Σύμφωνα με τον κ. Νίκου, «μέχρι και σήμερα, κάθε άτομο ή συμπεριφορά που δεν ακολουθεί τον “γενικό κανόνα” οδηγεί σε μειονεξία, χαρακτηρίζεται ως “ντροπή” και αποτελεί “στίγμα”, προκαλώντας μηχανισμούς για να το αντιμετωπίσουν». Στους μηχανισμούς άμυνας, που χρησιμοποιούν περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων
«η περιθωριοποίησή τους, ο εγκλεισμός τους και γενικότερα ο κοινωνικός αποκλεισμός. Η δυσανεξία στην ψυχική διαταραχή και τη διαφορετικότητα καθώς και η απόρριψη των ψυχικά ή σωματικά μειονεκτούντων έχουν αυξηθεί στην εποχή μας λόγω της αστικοποίησης και των αυξημένων απαιτήσεων σχεδόν σε όλους τους τομείς της εργασίας».
«Το στίγμα λοιπόν αναφέρεται σε ένα σύνολο αρνητικών συμπεριφορών και ιδεών που κινητοποιούν τον φόβο, την απόρριψη, την αποφυγή και τη διάκριση των περιθωριοποιημένων ατόμων. Το στίγμα αποτελεί πολιτιστικό κατασκεύασμα που έχει δημιουργηθεί για να ετικετικοποιήσει όσους είναι διαφορετικοί από τον γενικό πληθυσμό. Συνήθως, οι άνθρωποι με χαμηλή αυτοεκτίμηση αλλά και όσοι βιώνουν ψυχοπιεστικές καταστάσεις στην καθημερινότητά τους τείνουν να υποτιμούν τους άλλους με σκοπό την ενίσχυση της δικής τους αυτοεκτίμησης. Τις κύριες πηγές του στίγματος αποτελούν τα ΜΜΕ, οι κοινωνικοπολιτικοί θεσμοί και η έλλειψη προσωπικής επαφής με την όποια διαφορετικότητα».