Ενημέρωση και συνεργασία, οι κρίσιμες παράμετροι επιτυχίας
Ηοικονομική ανάπτυξη με όρους κοινωνικής συνοχής και περιβαλλοντικής προστασίας αποτελεί εδώ και δεκαετίες παγκόσμιο ζήτημα και πλέον αποτελεί ιδιαίτερο ζητούμενο για τη χώρα μας στην προσπάθειά της για ανάπτυξη. Απάντηση αποτελεί η επίτευξη των 17 Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης (SDGs) του ΟΗΕ που ουσιαστικά προϋποθέτει τη στροφή της πολιτείας, των επιχειρήσεων και των πολιτών προς καινοτόμα διοικητικά, επιχειρηματικά και καταναλωτικά μοντέλα, συμβατά με τις σύγχρονες απαιτήσεις και ικανά να αντιμετωπίσουν προβλήματα παγκόσμιας κλίμακας, όπως η συνεχιζόμενη άνοδος της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη, ο αυξανόμενος ρυθμός ανάλωσης των φυσικών πόρων και οι κοινωνικές ανισότητες σε όλες τις εκφάνσεις τους.
Οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών του ΟΗΕ έχουν αναλάβει την ευθύνη να ηγηθούν αυτής της προσπάθειας και να ορίσουν το πλαίσιο προτεραιοτήτων τους, με βάση τις ανάγκες και δυνατότητες κάθε χώρας, θεσμοθετώντας ένα επαρκές νομοθετικό πλαίσιο και καθιερώνοντας τους μηχανισμούς παρακολούθησης και αποτύπωσης της συντελούμενης προόδου. Κρίσιμη υποχρέωση αποτελεί και ο βαθμός ενημέρωσης, ευαισθητοποίησης και εμπλοκής της κοινωνίας στην προσπάθεια αυτή. Οι επιχειρήσεις, που αποτελούν το μέσο επίτευξης των SDGs, οφείλουν να συμμετέχουν στη μετάβαση επενδύοντας σε εκπαίδευση, έρευνα και καινοτομία, υιοθετώντας νέες τεχνολογίες αλλά και μεταστρέφοντας συνολικά το μοντέλο λειτουργίας τους ώστε η λήψη επιχειρηματικών αποφάσεων να πραγματοποιείται με οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά κριτήρια. Η προσέγγιση αυτή έχει άμεσο θετικό αντίκτυπο στον έλεγχο του επενδυτικού ρίσκου, αλλά και σημαντικό όφελος για την επιχείρηση, μέσω της ευρύτερης αναγνώρισης από εργαζομένους, τοπική κοινωνία, πελάτες και προμηθευτές. Απόδειξη για την υπεραξία μιας τέτοιας διεργασίας αποτελεί η αυξανόμενη βαρύτητα περιβαλλοντικών και κοινωνικών επιδόσεων και κριτηρίων διακυβέρνησης κατά τη διαδικασία αξιολόγησης των επιχειρήσεων από τους χρηματοδοτικούς οργανισμούς.
Στη χώρα μας η αποσαφήνιση του πλαισίου εθνικών προτεραιοτήτων, η σύνταξη της Εθνικής Εκθεσης Αξιολόγησης για τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης και η παρουσίασή της στο Πολιτικό Φόρουμ Υψηλού Επιπέδου για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη του ΟΗΕ τον περασμένο Ιούλιο αποτελούν το πρώτο βήμα από την πλευρά της πολιτείας. Βήμα που για να αποκτήσει συνέχεια πρέπει να μεταφραστεί σε εθνικό σχέδιο εφαρμογής που να υποστηρίζει στοχευμένα και μετρήσιμα τις εθνικές προτεραιότητες και να μπορεί να αποτιμηθεί και να επαναξιολογηθεί ως προς την αποτελεσματικότητά του. Το μέγεθος του εγχειρήματος καθιστά απαραίτητη την άμεση πρόσκληση σε συμμετοχή σε έναν δομημένο, εποικοδομητικό και αποτελεσματικό διάλογο μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, αλλά και ευρύτερα των επιχειρήσεων, των ΜΚΟ και της ακαδημαϊκής κοινότητας. Από την πλευρά της επιχειρηματικής κοινότητας η αντιστοίχιση των ουσιωδών θεμάτων της λειτουργίας των επιχειρήσεων με τους SDGs, όπως αποτυπώνεται στις ετήσιες εκθέσεις βιώσιμης ανάπτυξης που αυτές δημοσιοποιούν, αποτελεί απόδειξη ότι ήδη οι στόχοι αυτοί αναγνωρίζονται ως πλαίσιο αναφοράς και συσχέτισης της προόδου, κυρίως από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις που έχουν πιο μακρά παράδοση στην ενσωμάτωση αρχών βιώσιμης ανάπτυξης στη στρατηγική τους. Είναι όμως εξαιρετικά αμφίβολο αν τα παραμένοντα οριζόντια εμπόδια που αντιμετωπίζει η επιχειρηματικότητα, όπως για παράδειγμα το ασταθές φορολογικό πλαίσιο, η πολυνομία, οι καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης, το έλλειμμα εποπτείας και ελέγχου της αγοράς, θα επιτρέψουν και σε μικρότερες επιχειρήσεις να υιοθετήσουν τους SDGs, αφού συνήθως αναγκάζονται να δεσμεύουν πολύτιμους πόρους προκειμένου να αντεπεξέρχονται στον υπερβολικό διοικητικό φόρτο που τα παραπάνω εμπόδια δημιουργούν, αντί να επενδύουν σε τέτοιου είδους αναπτυξιακές δράσεις. Βρισκόμαστε, λοιπόν, στην αρχή μιας πορείας επίλυσης παλαιών αλλά και νέων ζητημάτων, με κοινό στόχο να αναζητηθούν οι βέλτιστες λύσεις. Παράλληλα, πρέπει να γίνεται όλο και πιο κατανοητό στην κοινωνία και στις επιχειρήσεις ότι με την επίτευξη των SDGs αντιμετωπίζονται σημαντικοί κίνδυνοι και δημιουργούνται ευκαιρίες και βιώσιμη –άρα ταυτόχρονα οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική– ανάπτυξη.
Για παράδειγμα, μέσω του SDG 13 «Δράση για το κλίμα» η χώρα οφείλει, λαμβάνοντας υπόψη τις εκτιμώμενες από διάφορες μελέτες μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις, να προσαρμόσει τα κατάλληλα μέτρα πολιτικής σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, ώστε όχι μόνο να μη βρεθούμε απροετοίμαστοι μπροστά στον περιβαλλοντικό κίνδυνο με ανεξέλεγκτες κοινωνικές συνέπειες και πολλαπλάσια, έναντι της πρόληψης, κόστη αποκατάστασης, αλλά και να αξιοποιηθούν οι ευκαιρίες ανάπτυξης που προκύπτουν από την προσπάθεια διαχείρισης αυτών των κινδύνων. Ανάλογα, μέσω του SDG 12 «Υπεύθυνη παραγωγή και κατανάλωση», η χώρα αξιοποιώντας τις δυνατότητες της κυκλικής οικονομίας θα μπορέσει να επιλύσει το χρονίζον πρόβλημα της γραμμικής διαχείρισης απορριμμάτων, δημιουργώντας επενδυτικές ευκαιρίες στην προσπάθεια ανάκτησης κάθε δυνατής αξίας από απόβλητα, πριν από την ταφή. Η μετάβαση δεν είναι προφανής ή εύκολη. Απαιτείται η μέγιστη δυνατή συναίνεση και σύμπλευση ώστε τα κόστη και οφέλη που θα προκύψουν να επιμεριστούν δίκαια μέσα από κίνητρα που θα προάγουν την καινοτομία, την υπεύθυνη επιχειρηματικότητα και την υπεύθυνη κατανάλωση. Το Συμβούλιο ΣΕΒ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη θα συνεχίσει να εργάζεται για την υιοθέτηση των SDGs από τις επιχειρήσεις ως κοινού οδικού χάρτη για τη βιώσιμη ανάπτυξη, την προώθηση των απαραίτητων συμμετοχικών σχημάτων και την υποβολή εποικοδομητικών θέσεων κατά την εκπόνηση του εθνικού σχεδίου εφαρμογής από την πολιτεία.
Πρέπει να γίνεται όλο και πιο κατανοητό στην κοινωνία και στις επιχειρήσεις ότι με την επίτευξη των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης (SDGs) αντιμετωπίζονται σημαντικοί κίνδυνοι και δημιουργούνται ευκαιρίες και βιώσιμη –άρα ταυτόχρονα οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική– ανάπτυξη