Σήμερα ταΐζουν τα εργατικά στρώματα με πατριωτισμό
Μια συμβολαιογράφος – συγγραφέας μιλάει για τους πατριδοκάπηλους που ηγεμονεύουν στις μέρες μας
Το βιβλίο «Μαργαρίτα… γης μαδιάμ» της Τζώρτζιας Ρασβίτσου παρακολουθεί τη ζωή ενός 5άχρονου κοριτσιού που μεγαλώνει στην ελληνική επαρχία τον καιρό της δικτατορίας. Η συμβολαιογράφος – συγγραφέας εστιάζει και αναδεικνύει τις παθογένειες και τις δυσλειτουργίες της ελληνικής κοινωνίας που αναπαράγονται μέσα στον χρόνο.
Κείμενά σας έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και σάιτ, αλλά είναι η πρώτη φορά που αποφασίζετε να εκδώσετε βιβλίο. Τι σας παρακίνησε να μπείτε στην περιπέτεια των εκδόσεων;
Πολλοί παίρνοντας στα χέρια τους τη «Μαργαρίτα» θα αναρωτηθούν γιατί ο ίδιος άνθρωπος που έχει γράψει κείμενα για την εκκλησία, τη δικαιοσύνη, τον εκφασισμό, τον εθνικισμό, το προσφυγικό κ.λπ. να γράψει κι ένα τέτοιο βιβλίο. Το πιο αστείο βέβαια είναι ότι το βιβλίο δύσκολα κατατάσσεται σε κάποιο λογοτεχνικό είδος. Η «Μαργαρίτα» δεν μπαίνει σε καλούπια, καθώς δεν είναι ένα βιβλίο νοσταλγικό της παιδικής ηλικίας αλλά μια πολιτική απάντηση στα ανεκπλήρωτα όνειρα, στους ανεκπλήρωτους έρωτες και στις χαμένες ψευδαισθήσεις του ενήλικου κόσμου μας. Κάτω από την ελαφρότητα της «Μαργαρίτας» διακρίνονται ο συντηρητισμός μιας κοινωνίας, ο ρόλος της εκκλησίας, ο καθωσπρεπισμός και πολλοί συμβολισμοί που αναφέρονται στην εποχή.
Τα συντηρητικά συστατικά στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας που αναδεικνύετε δεν έχουν εξαλειφθεί σήμερα – παρόλο που η δράση του βιβλίου σας τοποθετείται στην περίοδο της δικτατορίας. Τι είναι αυτό που κρατάει την ελληνική κοινωνία δέσμια του παρελθόντος της;
Πατρίς – θρησκεία – οικογένεια. Ενα ένα δεν ενοχλούν. Ο συνδυασμός και των τριών όμως θυμίζει βαθύ κράτος. Δυστυχώς σήμερα τα λαϊκά στρώματα εν πολλοίς είναι δέσμια του συντηρητισμού. Κι αυτό δεν συμβαίνει μόνο στη χώρα μας. Ταΐζουν τα εργατικά στρώματα με πατριωτισμό και σημαίες και σταυρούς και μεγάλες ιδέες γιατί είναι προς το συμφέρον των αφεντικών το εργατικό δυναμικό να τρέφεται με μεγάλες ιδέες και όχι με ψωμί. Οι πολιτικές δυνάμεις που τους σέρνουν στον εθνικισμό ποτέ δεν θα ενδιαφερθούν για τα εργασιακά δικαιώματα, ανήκουν σε άλλες τάξεις, εκπροσωπούν άλλα συμφέροντα κι ας κρύβονται πίσω από τις σημαίες σαν να είναι τα φουστάνια της μαμάς τους κι ας σταυροκοπιούνται.
Η ελληνική επαρχία στις αρχές της δεκαετίας του ’70 δεν φαίνεται να ήταν τόσο αθώα όσο αφήνουν να εννοηθεί οι υποστηρικτές της άποψης «τότε κοιμόμασταν με τις πόρτες ανοιχτές»…
Πόρτες ανοιχτές και στόματα κλειστά. «Λίγα λόγια, πολλά δόντια»: έτσι έλεγαν τότε και ίσχυε. Και χαρτόνια στα τζάμια για να μη βλέπεις την αστυνομία που έπαιρνε νύχτα τον γείτονά σου για τα ξερονήσια. Τότε εγκληματούσε το κράτος: επίορκοι δικαστές, επίορκοι αξιωματικοί και επίορκοι χωροφύλακες. Και ποιοι νοσταλγούν εκείνα τα χρόνια σήμερα; Εκείνοι που πετούν πέτρες για να σκοτώσουν τους πρόσφυγες, εκείνοι που κλοτσούν τους ομοφυλόφιλους, εκείνοι που κυκλοφορούν με σουγιάδες και σιδερογροθιές, εκείνοι που βρίζουν χυδαία στο διαδίκτυο και την ώρα της δίκης πονάει η μέση τους; Πρόκειται για στοιχεία εγκληματικά. Ομως, προσέξτε, κανείς δεν αποθρασύνεται έτσι αν δεν έχει πλάτες.
Τα γεγονότα που παρουσιάζετε φιλτράρονται μέσα από τα μάτια ενός 5άχρονου κοριτσιού.
Η Μαργαρίτα μάς μεταφέρει απροσχημάτιστα αυτό που νιώθει, αυτό που καταλαβαίνει, τους φόβους και τις απορίες της. Αντίθετα, η ματιά των ενηλίκων είναι θολή, οι αισθήσεις αμβλυμένες, ο κόσμος τους προβληματικός. Του λείπει η συγκίνηση. Οι ενήλικες ντρέπονται να εκτεθούν. Εξασκήθηκαν να κρύβονται και να επιδιώκουν, όμως γίνονται τόσο θλιβεροί. Στον ενήλικο κόσμο υπάρχει στρέβλωση της επικοινωνίας. Χρησιμοποιούν «τα συμφραζόμενα» και «τα εννοούμενα» και ένας ενήλικος αφηγητής αυτά τα εργαλεία δύσκολα θα μπορούσε να τα αποφύγει.